Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Ἔκφρασις «Οἱ φύλακες τοῦ ποιητοῦ»


Ἔκφρασις «Οἱ φύλακες τοῦ ποιητοῦ»

ΙΙΙΙ

Ὁ ἀπροσδιόριστος, ἄμορφος, ἀψηλάφητος φόβος, τὸ νὰ τρέμῃ καὶ νὰ κοιτάζῃ πίσω του ἄνευ λόγου, κάτι σκοτεινό, γεμᾶτο γητειά, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ διαβῇ τὸ σύνορο καὶ νὰ πάῃ ὁλοένα καὶ παραπέρα, στὲς ἐρημιὲς τῆς ἀμφιλύκης. Ναί· κάτι ποὺ τὸν ὡρμήνευε «Εἶσαι ἀπὸ ἐμᾶς» καὶ τὸ ἔνιωθε πὼς ἦταν ἀπὸ αὐτούς, ὅμως συνάμα ἀνῆκε κι’ ἀλλοῦ, σὲ ἐπικράτειες ὅπου αὔγαζαν ὁλόφωτα ῥηγᾶτα. Ἡ ἔνδον γνῶσις τοῦ κύκλου. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀμφιλύκη ξημέρωνε τὸ βαθὺ σκότος καὶ ἂν ἐβάδιζε ὣς τὰ πέρατα θὰ ἔβγαινε πάλι στὰ ὁλόφωτα ῥηγᾶτα, καὶ ἂν ἐταξείδευε ὣς τὴν ἄκρη τῆς φωτεινῆς ἐπικράτειας θὰ πικροχάραζε μπροστά του σκότος βαθύ. Τώρα ἔστεκε στὸ χεῖλος τοῦ φωτός, στὸ σύνορο σιμὰ τῆς ἀμφιλύκης. Μὲ καιρούς, ἂν ἀξιωνόταν λυκόμορφος, ἴσως νὰ ἔβλεπε τὸ ἴδιο καλά, λουσμένος στὸ φῶς ἢ βυθισμένος στὸ σκότος. Ἡ ἔνδον γνῶσις τῆς ἑνότητος. Ὅμως ὁ μεγάλος του φόβος ἦταν τὸ λοξὸ μονοπάτι, νὰ μὴν χάσῃ τὴν εὐθεῖα ὁδό, τὸν κύκλο δηλαδή, καὶ καταλήξῃ νὰ περιπλανιέται, πρὶν κατωρθώσῃ τὴν ἀμφίδρομην ὅρασι, ἀείποτε μέσα σὲ ἀμφιλύκες, ὁμῖχλες καὶ σκοταύγειες. Καὶ ποιὸς νὰ γνωρίζῃ τάχα τί λογῆς πλάσματα βοσκοῦσαν ἐκεῖ.
     Μήτε κι’ ἐσιωποῦσεν ἡ φωνή, ὅτι ἂν ἐσιωποῦσε δὲν ὑπῆρχε, αὐτὴ ἦταν ἡ οὐσία της, τὸ κάλεσμα. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἔχῃ φύλακες, ὅπως ὁ κάθε τρομαγμένος, καὶ εἶχε, γιὰ χρόνους πολλούς. Ἐκεῖνοι ἦσαν βιγλάτορες σκότους καὶ φωτός, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Ὄντα παράξενα, θηρευτὲς ἀσύφταστοι ὅπου ἡ φύσις δὲν ξανάδε, λαχταροῦσαν τὸ αἷμα ὅπως ὁ ἐραστὴς τὸ ἀντικρὺ γυμνὸ κορμί, ἐπιστήμονες τοῦ φόνου καὶ πανηγυριῶτες τοῦ βασανισμοῦ. Θυμόταν μιὰ δυὸ φορὲς ὅπου λυπήθηκε ἀκόμη καὶ τὰ κρύα φίδια, ὅταν εἶχαν πέσει στὰ νύχια των, καὶ τελείωσε ὁ ἴδιος τὰ φριχτὰ μαρτύρια δωρίζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ θανάτου. Ὅμως τόσο ἐρωτεύσιμα, γλυκὰ καὶ παιχνιδιάρικα, ὄντα ποὺ τὸν ὡδηγοῦσαν συχνὰ στὸ νὰ ἀναλογίζεται τὴν πολυσύνθετη φύσι τοῦ Κόσμου. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἔδεσε ἀξεδιάλυτα τὸν ἀδίστακτο φονηά, τὸν ἐμμονικὸ θηρευτὴ μὲ τὴν κομψότητα καὶ ἁγνὴ χάρι τοῦ χορευτῆ, τὸν αἱματοβαμμένο βασανιστὴ μὲ τὴν ἀκατάδεκτη αὔρα καὶ ψυχρὴ εὐγένεια τοῦ ἀριστοκράτη, τὴν μελαγχολία τοῦ ῥεμβάζοντος σοφοῦ μὲ τὰ πλέον κωμικὰ καμώματα τοῦ γελωτοποιοῦ. Ἴσως καὶ νὰ ἦταν δυνατόν, ἐβάδιζαν στὸν κόσμο καὶ ἀνάλογης φύσεως ἄνθρωποι, σπανίως ἀλλὰ ἐβάδιζαν. Ὅμως στὸ ὅλον μεῖγμα, συχνὰ πυκνά, ἄφριζε κι’ ἕνα ἐπιπρόσθετο συστατικό, ὁ ἀπόκοσμος ἀέρας τοῦ μύστη, ἡ ὑπερβατικὴ ματιὰ τοῦ μάγου. Ἦσαν ὁ ἐδῶ παρατηρητὴς ὁ παρατηρῶν τὸν παρατηρητὴ τοῦ ἐδῶ, ὁ θεωρῶν τὸ πέραν ἀπὸ ἐδῶ δίχως νὰ διαχωρίζῃ τὸ ἐδῶ ἀπὸ τὸ πέραν, ἑπομένως ὁ ἰδανικὸς φύλαξ.
     Τὴν ἴδια περίπου χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποίαν ἄρχισε νὰ τὸν περιτριγυρίζῃ ἡ περίεργη κουστωδία τῶν μουστακοφόρων παρδαλῶν φρουρῶν καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀσφαλής, τοῦ ἐγεννήθη καὶ ἡ ἰδέα ἀπεικονίσεως αὐτῆς, ἑνὸς πίνακα ζωγραφικοῦ ποὺ θὰ φανέρωνε τὸν ἀληθινό της ἢ μᾶλλον τὸν κύριό της σκοπό, ὅτι τὴν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ ὡς ἐκλεκτὴ συντροφιά. Ἀνέπλαθε στὸ νοῦ του ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ πῶς θὰ ἦταν, καὶ δοκίμαζε διάφορες παραλλαγές. Πρῶτα ὁ τόπος, ἡ σκηνή, καὶ εἶχε καταλήξει σὲ τρεῖς. Μία βιβλιοθήκη-γραφεῖο, παραφορτωμένη μὲ βαρειὰ ἐπίπλωσι νεοκλασσικὴ καὶ ἀποκρυφιστικὴ διακόσμησι. Ἕνα πατάρι-σοφίτα, γεμᾶτο μὲ παλαιὰ καὶ μυστηριώδη ἀντικείμενα. Μία ἀποθήκη-ἐργαστήρι μὲ ἐργαλεῖα καὶ ἔργα νὰ βρίθουν συμβολισμῶν. Στοὺς χώρους αὐτοὺς θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ μία πηγὴ φωτὸς ἡ ὁποία θὰ καταλάμβανε τὴν κεντρικὴ περιοχὴ τοῦ πίνακα, στὴν βιβλιοθήκη ἕνα τζάκι, στὸ πατάρι ἕνας φεγγίτης καὶ στὴν ἀποθήκη κάποιο παράθυρο, καὶ βαθμηδὸν πρὸς τὲς ἄκρες θὰ πυκνῶναν οἱ σκιές. Ἔκρινε τοῦτα τὰ στοιχεῖα ἀπαραίτητα, τὸ παιχνίδι τοῦ φωτὸς μὲ τὴν σκιά, τὸν πέριξ βαρὺ φόρτο καὶ τὰ μυστικιστικὰ σύμβολα.
     Τὸ κέντρο ἄδειο, μία μεγάλη πολυθρόνα, στὴν μέσι ἀκριβῶς, μὲ μπράτσα καὶ ὑψηλὴ πλάτη. Ἐκεῖ θὰ καθόταν ὁ ἑαυτός του. Στὰ γόνατά του ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίο, θὰ διάβαζε. Τὸ βιβλίο ἐλαφρῶς ἀνασηκωμένο θὰ φανέρωνε στὸ μαῦρο ἐξώφυλλό του κάποια φράσι γιὰ τίτλο, ἡ ὁποία ὡς ξόρκι μαγικὸ θὰ ἔδενε μὲ νόημα τὴν ὅλη συνταγὴ τοῦ πίνακα. Τοῦτο τὸ σημεῖο ἔπρεπε νὰ φαντάζῃ τὸ πλέον φωτεινό, νὰ φαίνεται κρυστάλλινα ἡ τοῦ προσώπου ἔκφρασις. Οἱ ὀφθαλμοὶ βυθισμένοι, καρφωμένοι βαθιὰ μέσα στὸ γραπτό, χωρὶς νὰ παίζουν γύρω, ἄνευ ψήγματος ὑποψίας καὶ ἐν μεγίστῃ συγκεντρώσει καὶ ἡ κεφαλὴ ἀνάλαφρα γερμένη πρὸς τὸ βιβλίο. Σφιγμένα τὰ χείλη καὶ ἴσως ὑψωμένο τὸ φρύδι, ὅπερ συνέβαινε καὶ στὴν ζωή του, ἀρκετὲς φορές, ὅταν ἀπαντοῦσε τὴν μετὰ βεβαιότητος παράλογη αὐτοπεποίθησι τῶν πολλῶν. Χρεία ὁ ζωγράφος νὰ ἐπιτύχῃ ἀπολύτως τὴν στάσι ἀπομονώσεως ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ἔργο, ὅτι ἄλλοι οἱ δρῶντες πρωταγωνιστὲς καὶ ἄλλο τὸ πεδίο δράσεως, ἔπρεπε νὰ διαχωριστῇ τὸ ἀλλοκοσμικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικό, νὰ περιφραχτῇ. Καὶ ἂν διέθετε μία κάπως «ῥὸκ» ἐμφάνησι, τὴν ποιητικὴ ψυχή του φανταζόταν πάντα μὲ κυρίως δύο λογιῶν φορεσιές, τοῦ ἀρχαίου μυσταγωγοῦ καὶ τοῦ κυρίου βικτωριανῆς ἐποχῆς, καὶ στὴν περίστασι ἅρμοζε περισσότερο ἡ δεύτερη ἐνδυμασία, ὁπότε θὰ ἐπέλεγε ἀναλόγου ὕφους.
     Οἱ φύλακες μᾶλλον θὰ ἦσαν ἐννέα, πάντα τοῦ ἄρεσε ὁ ἀριθμὸς ἐννέα. Οὐδεὶς στραμμένος πρὸς αὐτόν. Ὁ πρῶτος φύλαξ στὴν κορυφὴ τῆς πολυθρόνας, νὰ κάθεται ὡσὰν νὰ λαγοκοιμᾶται, μὲ τὸ ἕνα μάτι κλειστὸ καὶ τὸ ἄλλο ἀνοιχτό, νὰ κοιτάζῃ περίεργα μπροστὰ καὶ ὄχι κάτι συγκεκριμένο καὶ ἁπτό, παχὺς καὶ μαῦρος ὁπωσδήποτε. Ὁ δεύτερος ἐπάνω στὸ μπράτσο τῆς πολυθρόνας μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη, ὀρθὸς στὰ δυό του πόδια καὶ μὲ νευρικὴ κίνησι τῆς οὐρᾶς του, νὰ παρατηρῇ γεμᾶτος περιέργεια τὸν ὄπισθεν χῶρο, μακρὺς καὶ τρίχρωμος, κόκκινο, μαῦρο καὶ λευκό. Ὁ τρίτος φύλαξ στὸ ἄλλο μπράτσο, λιγνός, κομψὸς καὶ χρωμάτων γκρίζου καὶ λευκοῦ, μὲ καθιστὰ τὰ πίσω πόδια καὶ ὄρθια τὰ μπροστινά,  νὰ σηκώνῃ τὸ κεφάλι του πρὸς τὴν ὀροφὴ τοῦ δωματίου ὅπως κάνουν ὅταν παρακολουθοῦν τὰ πουλιὰ στὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων. Μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ τέταρτος, νεαρὸς πολὺ στὴν ἡλικία, μωρό, μὲ σῶμα ὁλόλευκο καὶ μαύρην οὐρὰ καὶ αὐτάκια, γυρισμένος ἀνάσκελα, νὰ παίζῃ δῆθεν ἀμέριμνος καὶ μπλεγμένος μὲ μιὰ κλωστὴ ἀπὸ ἕνα κόκκινο κουβάρι παραδίπλα του, ὅμως μὲ ματιὰ λοξή. Αὐτὸς θὰ ἦταν ὁ πρῶτος ἢ ἔσω κύκλος τῶν παρατηρητῶν, ἔτσι ἢ κάπως ἔτσι, ὅτι ἔπλαθε πάντα στὴν φαντασία του παραλλαγές.
     Ἀκολουθοῦσε ὁ δεύτερος ἢ ἔξω κύκλος, τῶν ἐμπλεκομένων πολεμιστῶν. Στὸ δάπεδο, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τῆς πολυθρόνας, ὁ πέμπτος φύλαξ, ἄγριος γκριζόμαυρος τιγροειδής, μὲ μεγάλο κεφάλι, λαμβάνοντας στάσι ἀμυντικοεπιθετικὴ μὲ σηκωμένη τρίχα, ἐλαφρῶς γερτός, καὶ οὐρλιάζοντας τὴν ἀπειλητική του κραυγὴ μὲ φανερωμένα τὰ σουβλερά του δόντια. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ ἕκτος, ἕνας πυῤῥόξανθος μὲ γυαλιστερὴ μακριὰ γοῦνα, φουντωτὴ οὐρὰ καὶ εὐγενικὴ φυσιογνωμία βεβαίως. Ἐτοῦτος νὰ λαμβάνῃ στάσι ἐπιθέσεως, ἕτοιμος νὰ χυμήξῃ ἔχοντας ἐπιλέξει στόχο, καὶ κουνῶντας τὸν πισινό του ὥστε νὰ κεντράρῃ καλύτερα, κλειδωμένος πλέον στὸν φόνο. Ὁ ἕβδομος φύλαξ, ἡ στιγμὴ τοῦ φόνου ἢ τῆς ἁρπαγῆς, λίγο πειὸ πέρα ἀπὸ τὸν γκριζόμαυρο, νὰ τυλίγῃ τὸ θῦμα του μὲ τὰ μπροστινά του πόδια, νὰ ἔχῃ βυθίσει τὰ νύχια του κατάσαρκα καὶ νὰ ζυγώνουν τὰ δόντια του τὸν τράχηλο τοῦ θύματος ὥστε νὰ τὸ ἀκινητοποιήσῃ καὶ νὰ τὸ παραλύσῃ· κοιλιὰ καὶ πόδια λευκά, ῥάχη καὶ οὐρὰ ἀχνὰ γκριζόμαυρα τιγροειδῆ. Ὁ ὄγδοος φύλαξ, ἡ στιγμὴ τοῦ βασανισμοῦ ἢ τοῦ παιχνιδιοῦ· ξαπλωμένος πρὸς τὴν ἄκρη τοῦ δωματίου, στὴν πλευρὰ τοῦ πυῤῥόξανθου, νὰ ἔχῃ ἀγκαλιάσει τὸ θῦμα του καὶ νὰ τὸ κλωτσάῃ δυνατὰ μὲ τὰ πίσω πόδια ἐνῷ θὰ τὸ δαγκώνῃ στὸν λαιμό, ἴσα νὰ μὴν τὸ πνίξῃ. Πολύχρωμος καὶ ῥωμαλέος αὐτός, κόκκινο, μαῦρο, καφέ, λευκό, σὲ διάφορες ἀποχρώσεις. Τέλος ὁ ἔνατος, ἀσπρόμαυρος, λιγνὸς καὶ κάπως ἀστεῖος, μὲ πολὺ μακριὰ μουστάκια καὶ μεγάλα αὐτιά.  Μπροστά του τὸ θήραμά του νὰ κεῖται μᾶλλον νεκρό, κι’ ἐκεῖνος νὰ στέκεται ἀδιάφορος μὲ στραμμένο τὸ βλέμμα πρὸς ἄλλη κατεύθυνσι, ἀκουμπῶντας ὅμως τὸ ἕνα του πόδι ἐπάνω στὸ κεφάλι τοῦ θύματός του. Ἐτοῦτος νὰ βρίσκεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ ἑαυτοῦ του ὅμως ὄχι ὅσο τὸ μωρὸ ἀλλὰ παρέκει. Οἱ θέσεις τῶν φυλάκων θὰ σχημάτιζαν κατὰ κάποιο τρόπο μία κλιμακωτὴ πυραμίδα, ἀπὸ τὸν κορυφαῖο ὣς τοὺς ἀκραίους, στὸ κέντρο τῆς ὁποίας θὰ βρισκόταν ὁ ἴδιος.
     Ἄραγε ποιός ἦταν ὁ ἐχθρός; Ἐδῶ θὰ ἔπαιζε ῥόλο σημαντικὸν ἡ φαντασία τοῦ ζωγράφου, ποτὲ δὲν ἀργάστηκε ἰδιαιτέρως τοῦτο τὸ κομμάτι τοῦ ἔργου, τὸ σχεδίαζε ὅμως κάπως ἔτσι. Ἀπὸ τὸν πέριξ φόρτο τῆς ἐπιπλώσεως ἢ τῶν παλαιῶν ἀντικειμένων ἢ τῶν ἔργων καὶ συνέργων, μέσα ἀπὸ κρυψῶνες στὸ ἡμίφως, κάτω ἀπὸ σύμβολα μυστικιστικά, ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τοὺς τοίχους καὶ τὴν ὀροφή, νὰ ξεμυτίζουν διάφορα, πῶς νὰ τὰ πῇ, τέρατα, ἀλλοκοσμικὰ ὄντα, ἐνσαρκωμένοι τρόμοι, μορφοποιημένες φοβίες, φαντάσματα ὑλοποιημένα. Κάποια νὰ ἔχουν φανερωθῆ τελείως, μερικὰ μισοκρυμμένα καὶ ἄλλα ἁπλῶς λάμποντες ἐν σκότει ὀφθαλμοί. Νὰ κυκλώνουν ἀπὸ ὅλες τὲς πλευρὲς τὴν νοητὴ πυραμίδα τῶν φυλάκων καὶ ἀπέναντι στὸν κάθε φύλακα νὰ σέρνωνται τοὐλάχιστον δύο ἐξ αὐτῶν, τῶν ὀντοτήτων, ἴσως καὶ περισσότερες.
     Ὅτι ἦσαν τὰ πλάσματα ὅπου βοσκοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀμφιλύκη ὥσμε τὰ βένθη τῶν σκοταδιῶν. Καὶ ἡ μεγάλη μητέρα τῶν σκοτερῶν πέπλων, μήτε καλὴ μήτε κακὴ ἁπλῶς ἀνέγνωρη, τὸν καλοῦσε νὰ διαβῇ τὸ σύνορο καὶ νὰ πάῃ ὁλοένα καὶ παραπέρα, στὲς ἐρημιὲς τῆς ἀμφιλύκης. Τὸν ὡρμήνευε «Εἶσαι ἀπὸ ἐμᾶς» καὶ τὸ ἔνιωθε πὼς ἦταν ἀπὸ αὐτούς, ὅμως συνάμα ἀνῆκε κι’ ἀλλοῦ, σὲ ἐπικράτειες ὅπου αὔγαζαν ὁλόφωτα ῥηγᾶτα. Καὶ ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς τώρα ἦταν παιδὶ τοῦ αἰωνίου θέρους καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ βαδίζῃ ἐκεῖ. Καὶ ἤλπιζεν ὅτι οἱ φύλακές του θὰ τὸν προστατεύουν πάντα, ζῶντες καὶ νεκροί. Ἐκεῖνοι ἦσαν βιγλάτορες σκότους καὶ φωτός, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, θηρευτὲς ἀσύφταστοι καὶ ἐπιστήμονες τοῦ φόνου, ὅλων τῶν ὄντων ὅλων τῶν κόσμων. Καὶ κάτι βαθύτερο… ἡ πλέον λατρεμμένη του συντροφιά. Θὰ ὠνόμαζε τὸν πίνακα «Οἱ φύλακες τοῦ ποιητοῦ» καὶ ἂν δὲν ἐτύχαινε ζωγράφος νὰ τὸν φτειάξῃ, θὰ τὸν ζωγράφιζε μὲ τὰ δικά του χρώματα, μὲ λέξεις, ὥστε νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὴν περίεργη κουστωδία ποὺ στριφογυρνοῦσε καὶ τριβόταν στὰ πόδια του ζητῶντας τροφή.