Ὁ
Καρανὸς
καὶ
τὸ
ληοντάρι
οη΄
Πάνω στ’ Ὀλύμπου τὲς κορφὲς ἥλιος λαμπρὸς καὶ χιόνι,
στὸν κάμπο, στὰ παράπλαγα ὅλ’ καταχνιὰ κι’ ἀντάρα,
φουσσᾶτα δυὸ ἐκρούσανε ὡς λύθηκεν ἡ ἀντάρα.
Πέφτουν οἱ κονταριὲς βροχή, βροντοῦν χαλκᾶ σκουτάρια,
φεγγοκροτοῦν γυμνὰ σπαθιὰ κι’ οἱ σαϊττιὲς σουρίζουν,
τῶν ἀντρειωμένων οἱ ψυχὲς στὸν ᾅδην φτερουγίζουν.
Κι’ οἱ τοῦ Κισσῆ ἐστράφησαν, τοῦ Καρανοῦ νικῆσαν.
Γδύνουν, μαζώνουν τ’ ἄρματα ποὺ ἀλάβωτα πομεῖναν,
κορμάρι ἀσκώνουν σταυρωτὸ κι’ ὁλόγυρα κρεμοῦν τα,
μακρόθε νὰ γνωρίζεται, τῆς μάχης θυμητάριν.
Κι’ ὅλοι τὸ ῥῖξαν στὸ πιοτό, στῆς νίκης τὸ ξεφάντι.
Ληοντάρι μακρυχαίτικο ’π’ τὸν Ὄλυμπον βρουχήθη!
Κλαῖν τὰ σκυλιὰ στὴν ἅλυση κι’ οἱ μαῦροι χλιμιντροῦσιν,
κι’ οἱ ποὺ κοιμοῦνται ξύπνησαν κι’ οἱ ξύπνιοι πεταχτῆκαν,
κι’ ἄλλος γυρεύει τὸ σπαθὶν κι’ ἄλλος ζητᾷ δοξάριν.
Θωροῦν το ἀργὰ καὶ περπατεῖ, γοργὰ κοντοζυγώνει,
θωροῦν γλήγορα κι’ ἔφτασε κι’ ἄντρες ἀλίμονό μας...
«Εἶδες, ἀφέντη Καρανέ, τί ποῖκε τὸ λεοντάριν;
Μήτε ἀνθρώπους πείραξε,
μήτε κτήνη πειράζει,
ἐχούμηξε κι’ ἐσώριασε τῆς νίκης τὸ μνημούρι».
«Σημάδιν ἔνι τῶν θεῶν, μήνυμα τῶν ἀνθρώπων.
Στοῦ νικημένου τὴν αὐλὴ τὴν ἔχθρα σὰν φυτέψῃς,
’π’ τῆς ἔχθρας τὸ πικρόδεντρο καρπὸ πικρὸν θὰ κόψῃς.
Κι’ ἀφήνω εὐχή, παραγγελιὰ στοὺς ὑστερνοὺς ῥηγάδες,
πλήθια ἐχθροὺς κι’ ἂν στρέψουσιν, μύρια
κι’ ἂν καταλύσουν,
ξορκίζω τους πολεμικὰ μνημούρια νὰ μὴν στήσουν».