Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Εὐχὴ εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον τὸν μυροβλύτην ὑπὲρ Μακεδονίας

Εὐχὴ εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον τὸν μυροβλύτην
ὑπὲρ Μακεδονίας

σκϚ΄

Τοῦ ἡλίου τ’ αὔγασμα, * τὴν μυριοκάνδηλη νυχτιά,
τοῦ πελάγους τὸ γλαυκό, * τοῦ λειβαδιοῦ τὴν χλόη
καὶ τῆς βουνίσιας κρήνης * ῥέον καθάριον ὕδωρ,
ἐντὸς ποθῶ, Δημήτριε, * τῆς φύσεως πᾶν κάλλος.

Ἐδῶ στέκει ὁ οἶκος * ὅπου πατρίδα μου καλῶ,
νυμφεύθη ἡ ψυχή μου * τὸ μυστικό της σῶμα,
πελλαῖος δράκων πνεῦμα * πέρζωσε τὸν κισσό μου,
ἡ χώρα σου, Δημήτριε, * τῶν Μακεδνῶν τὸ δῶμα.

Ἐδῶ εἰμὶ ὁ Νέστωρ * μὲς στοῦ ζοφεροῦ σταδίου
τὸ ἀνήλιαγο κελλί· * τὸ σφαγμένον εἶμ’ ἀρνί,
μὲ κλαίω ζῶντας ἀκόμα, * ζῶντας μὲ μνημονεύω,
ἐντὸς τρέμω, Δημήτριε, * τὸν πάμφριχτον Λυαῖο.

Τῆς γῆς οἱ κεφαλᾶδες * πλήθια Λυαίων κυβερνοῦν
μὲ πλούτου μαῦρα σκῆπτρα, * γητειὲς αὐτολατρείας·
πῶς στ’ ἄμμου τ’ ἀντροκάλιο * δεινοὺς πολεμιστάδες,
ἂν καὶ βαστῶ, Δημήτριε, * πῶς δύναμαι νικήσω;

Ἰδού, ἐθνῶν ἐμπόροι * ἐνώπιον ὄχλου σέρνουσι
τὴν κόρη τῆς Ἑλλάδος· * γυμνώνουν μετὰ χλεύης,
σκίζουν ἀρχαῖες πορφύρες, * ἀρχαία ψυχὴ μολεύουν,
θρηνῶ, φρῖξον Δημήτριε, * τ’ ὄνομ’ αὐτῆς κουρσεύουν.

Γι’ αὐτὴν θὰ πολεμήσω. * Τὸ ψεῦδος, κρῖμ’ ἀσχώρετο
κι’ ἥσκιος βαρύς, θολώνει * τοῦ δίκηου τὸ ἡλιόφως·
στῆς ἀρετῆς τὸν κάμπο * κάθ’ ἄνθος βεβηλώνει
κι’ ἄχρωμ’ ἀνθεῖ, Δημήτριε, * καὶ μήτ’ εὐώδια χύνει.

Τοῦ Λόγου εἶσαι κοίτη, * τὰ οὐρανόθεν ὕδατα,
κῦμα δριμὺ ἀφρίζον, * ἂς ῥεύσωσιν ἐντός μου
γιομίζοντάς με θάῤῥος * τὲς λίμνες ὡς γιομίζουν,
δειλὸς εἰμί, Δημήτριε, * οἱ ποταμοὶ τοῦ κόσμου.

Κι’ ὅταν σταθῶ στὸν ἄμμο, * γύρω εἰς πλάσι ἀνείδωτη,
μακάβρια θ’ ἀνεμίζουν * ματόβρεχτοι χιτῶνες,
θ’ ἀνοιοῦν μαῦρες φτεροῦγες, * μάτια θ’ ἀστράφτουν πείνας,
νύχια γαμψά, Δημήτριε, * κῆρες οἱ ἀνδροφόνες.

Καὶ ἂν μὲ ἀντρειώσῃ * τῶν χειλιῶν σου ἡ ἀνάβρα
κι’ ἀκατέλυτος φανῶ, * πρὸς μὲ ὡς μειδιάσουν
δόξα κι’ ἀλαζονεία * τὸ βλέμμα θ’ ἀποστρέψω·
σὺ νικητής, Δημήτριε, * καὶ ἡ Μακεδονία.

Στὸν θρόνο τοῦ αἰθέρος * ὑπὲρ ἡμῶν, Δημήτριε,
κάμε νὰ μεσιτέψῃς· * ὅτι σὺ ἀξιώθης
ὑπὸ τοῦ Βασιλέως * οὐράνια τὴν πατρίδα.
Φύλαξον, ὦ Δημήτριε, * τὴν ἐπὶ γῆς πατρίδα.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Ὁ τραγουδιστὴς



















Διασκευὴ πεζοῦ ποιήματος
τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου

Εἰς μνήμην

Ἡ πόλις εἶναι ζάλευκη, ἡ πόλις εἶν’ πανώρηα,
ἡ πόλις γέμει μέγαρα, παλάτια μαρμαρένια,
φεγγοβολοῦν τὰ μέγαρα κι’ ἀστράφτουν τὰ παλάτια,
κι’ ὄρη ἁψηλὰ περζώνουν την, βουνὰ τοῦ παραδείσου.
Ἥλιος λάμπει κατάχρυσος, περιπατεῖ τὴν πόλι,
θωρεῖ τὰ ὄρη τρόγυρα καὶ μέσα τὰ παλάτια,
θωρεῖ τὲς πόρτες σφαλιστές, κλειστὰ τὰ παραθύρια,
ψυχὴ μιὰ δὲν ἐθώρησε, νὰ εἰπῇ «Καλὴν ἡμέραν».
Φωτίζει ὁδοὺς κι’ ὀδύρεται καὶ τρίστρατα καὶ κλαίγει,
κι’ ἄλλοτες ὅταν ἔλαμπε πολλοὶ καλημερίζαν,
κι’ ἡ πόλις χαίρετο χαρὲς κι’ ἑγιώρταζε γιορτάσια,
καὶ τώρα κεῖται πάντερμη κι’ ὁμοιάζει νεκρωμένη.
Πνεῦμα Κακὸν ἐπέρασε, Πνεῦμα Κακὸν ἐφάνη,
καὶ τὴν χαρὰ ἐμαρμάρωσε κι’ ἐσβῆσαν τὰ γιορτάσια,
κι’ οἱ ἀνθρῶποι ἐμανταλώθηκαν, στὰ σκότη ἐκλειστῆκαν,
κι’ ἁλυσωθῆκαν οἱ ψυχὲς μὲς στὰ νεκρὰ κορμιά των.

Ξάφνου ἡ σιωπὴ ἀκροῤῥιγεῖ κι’ ἡ σιγαλιὰ ἀναδεύτη,
σαλεύει τοῦ Ἥλιου ἡ νηνεμιά, φῶς ἀνακυματίζει,
κι’ ἕνας τραγουδιστὴς περνᾷ κι’ ἔρμες ὁδοὺς διαβαίνει.
Κάτω πάγει ὁ τραγουδιστὴς κι’ ἀπάνωθέ του ὁ Ἥλιος,
κάτω γελᾷ ὁ τραγουδιστὴς κι’ ἀπάνω κλαίγει ὁ Ἥλιος,
κι’ ὅλον γελᾷ, περιγυρνᾷ, καὶ λέγει τραγουδῶντας
«Ὦ λυγερὸν σπαθάκι μου, ὦ κοφτερὸν σπαθί μου».
Ποιός νά ’ναι; Πόθεν ἔφτασε; Καὶ ποιόν σκοπὸ κατέχει;
Τοῦ Ἔρου εἶν’ διαλαλητής, τοῦ Ἔρου μαντατοφόρος.
Ὁ Ἔρως ὁ ἐρωτεύεται κι’ ὁ πάντα ἐρωτευμένος
ῥωτεύθη ὅλες τὲς ψυχές, ῥωτεύθη ὅλη τὴν πόλι,
τὴν πόλι τὴν βουνοστεφῆ καὶ μαρμαροχτισμένη,
κι’ ἔπεμψε τὸν τραγουδιστή, γιὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ.
Ξαρμάτωτον δὲν πέμπει τον, τοῦ ’δωκεν καὶ δυὸ δῶρα,
δύναμιν ἀκατέλυτη, δύναμι νικηφόρα,
κι’ ἕν’ ἀδαμάντινο σπαθί, σπαθὶ τῆς Ἐμμορφίας,
ποὺ κόβει ὅλες τὲς ἅλυσες καὶ μάγια ξεμαγεύει,
κι’ ἀρματωμένον πέμπει τον, τὴν πόλι νὰ ἐξυπνήσῃ.

Καὶ τὸ λοιπὸν περιγυρνᾷ, τὲς ῥοῦγες παίρνει ἀράδα,
δὲν παύει τὸ περιπατεῖν, τὸ τραγουδεῖν δὲν παύει,
κι’ ἔχει φωνὴ γλυκύτατη, φωνὴ τρανοκαθάρια,
καθάρια ὡσὰν κρηνόνερο, γλυκειὰν ὡς τ’ ἀνθομέλι.
Περνᾷ τὲς πόρτες σφαλιστές, κλειστὰ τὰ παραθύρια,
κι’ οἱ ἁλυσωμένες οἱ ψυχὲς μὲς στὰ νεκρὰ κορμιά των
νιώθουν λόγια γλυκύδωρα, γροικοῦν τὴν μελῳδιά της·
κι’ ὡς ἡ ὥρηα Σουλαμίτιδα ταράχθη τρίσβαθά της,
κεντᾷ ἔρως τὰ σπλάχνα των, δονεῖ τὰ σωθικά των.
Καὶ μιὰ καὶ δυὸ εἰς τὴν ἀρχήν, πλῆθος κι’ ὅλες κατόπιν,
σηκώνονται ἀπ’ τὸν θάνατο, πετάγονται ἀπ’ τὸν ὕπνο,
τὰ παραθύρι’ ἀνοίγουν τα, πόρτες ξεμανταλώνουν,
καὶ μετὰ πόθου χύνονται στὸ φῶς νὰ τὸν ἰδοῦνε…
γυρεύουν, ποῦ τραγουδιστής, γροικοῦνε, ποῦ τραγούδι.
Δὲν εἶναι πλειὸν τραγουδιστὴς καὶ μήτε καὶ τραγούδι,
ἀμ’ εἶναι οἱ ψυχὲς ὀρθές, στὸ ἡλιόφως ξυπνημένες,
τὰ παραθύρια ὀρθάνοιχτα κι’ οἱ πόρτες λιολουσμένες,
ψυχὲς στὸ Φῶς ἐλεύθερες, στὸ Φῶς ἐρωτευμένες.


Σχέδιο ἀπὸ φωτογραφία: Πέτρος Ροῦμπος