Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, τὸ
δ’ εὖ νικάτω
Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ὅπου ζῆ ἀναπαυτικὰ
μὲ πλῆθος μάλαμμα ἐντὸς κτήσης τρανῆς,
μήτε πιτσύλισμα προσέχει τῆς βροχῆς,
τὸ νὰ σωριάζωνται τοῦ δάσους τὰ δεντρά.
Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει ζυμωθῆ
μὲ τὲς ὠδῖνες ἀπ’ τῆς πείνας τὸν καιρό,
μ’ ἕναν πατέρ’ ἀπ’ ἔγνοια, δάκρυα, ψαρό,
μὲ μιὰ μητέρα ποὺ ὅλο κλαίγει μοναχή.
Ὅμως καλῶς στὸν ποὺ τὸ πόδι του πατᾷ
μόχτου κι’ ἀπάλης τὴν κοπιαστικὴν ὁδό,
μὰ μὲ τοῦ βιοῦ του τοὺς καημοὺς γιὰ ὑλικὸ
σκάλες σηκώνει νά’ ρθῃ στὸν θεὸ σιμά.
Ἐν Μακεδονίᾳ
«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου» ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΥ. ΣΑΡΡΗΣ
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024
TRISTITÆ
VITA NUOVA
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Ἐστάθην μπρὸς στῆς θάλασσας τὸ ἄπιωτο κρασὶ
ὥσπου μαλλιὰ καὶ πρόσωπον τ’ ὁγρὸ κῦμα μουσκεύει·
οἱ κόκκινες μακρὲς φωτιὲς τῆς μέρας ποὺ τελεύει
καῖγαν στὴν δύσι· τ’ ἄνεμου ὁ αὐλὸς μουντὰ ν’ ἀχῇ·
κι’ οἱ φασαριόζοι γλάροι στὴν στερηὰ εἶχαν χαθῆ:
«Ἀλί!» κραυγάζω, «Ὁ βίος μου στὸν πόνο ἔχει πλεύσει,
καὶ ποιὸς στάρι χρυσὸ ἢ καρπὸ δύνεται νὰ συλλέξῃ
’πὸ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους ἀγροὺς ποὺ ὠδίνουν ἐς ἀεί!»
Χαῖναν πλατιὰ τὰ δίχτυα μου, τρῦπες, ψεγάδια πλήθια,
ὡστόσο τὰ ἐπέταξα ὡς τὴν στερνὴ ῥιξιά μου
ἐντὸς θαλάσσης, κι’ ἔπειτα τὸ τέλος καρτερῶ.
Ὅταν ἰδού! Μιὰ αἰφνίδια λαμπρότης! Κι’
εἶδ’ ἀλήθεια
μέσ’ ἀπὸ τὰ μαυρόνερα, βάσαν’ ἀλλοτινά μου,
λευκῶν μελῶν ν’ ἀνέρχεται τὸ θάμπος τ’ ἀργυρό!
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024
AVE MARIA GRATIA PLENA
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Ὥστε ἡ ἔλευσί Του αὐτή! Νὰ ἰδῶ ἤλπιζα πάλι
σκηνὴ δόξης θεσπέσιας, ὡς ἔχουν διηγηθῆ
γιὰ κάποιονε τρανὸ Θεὸ ποὺ ὡσὰν χρυσῆ βροχὴ
διέῤῥηξε σιδεριὲς βαρειὲς κι’ ἔλουσε τὴν Δανάη:
Ἢ ἕνα θέαμα φριχτὸν ὡς ὅταν ἡ Σεμέλη,
ἀπὸ ἀγάπην ἄῤῥωστη κι’ ἄσβεστη πεθυμιά,
εὐχήθη τὸν Θεὸ νὰ ἰδῇ καθάριον, κι’ ἡ φωτιὰ
ξετέλεψέ τη ἁρπάζοντας τὰ καστανά της μέλη:
Μ’ ὄνειρα τέτοια χαρωπὰ τὸν ἅγιο ἔψαξα τόπο,
καὶ νῦν μὲ μάτια καὶ καρδιὰ γιομᾶτα θᾶμμα στέκω
μὲ τῆς Ἀγάπης τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀντικρυστά:
Κάποιο κοράσι ἐν γόνασι χλωμὸ μὲ δίχως πόθο,
κι’ ἄγγελον εἰς τὸ χέρι του κρίνο νὰ φέρῃ βλέπω,
κι’ ἀπάνωθέ των ζάλευκα Περιστεριοῦ φτερά.
Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024
Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024
Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου
Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου
σοϚ΄
Γεῖς τόπος ἦτο τῆς αὐλῆς, ἀποθηκοῦλα ὀπίσω,
σιδεροστῦλοι τρόγυρα, κισσὸς ἀπανωσκέπη,
δάπεδο κάτω παληακό, τσιμέντο ῥαγισμένο.
Τὸ ἤφερεν, τὸ ξέτασεν, πολλὰ καλοστοχάστη,
ἂν μπόρειε το πέτρα νὰ μπῇ, λίθους ἀτὸς ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ ἔλαβε τὴν ἀπόφασι κι’ εἰς τὸν σκοπὸν ἐστρώθη.
Μαστόρων ἔργα ἐμέτρησε κι’ εἶδ’ ὀπτικὰ μαέστρων,
τὴν πέτρα πῶς ἀργάζονται, πέτρες πῶς συνταιριάζουν,
τὸ πῶς γιομίζουν τοὺς ἁρμούς, πῶς δένουν κι’ ἀλφαδιάζουν.
Σειριὰ τσιμέντα ἐστοίβαξε κι’ ἄμμους χοντρὲς ψηλώνει,
καὶ πλάκες καβαλιώτικες χαμαὶ τὲς ἀραδιάζει.
Ἐβούρτσιζε κι’ ἐξέβγαζε, καθάριες νὰ κολλήσουν,
στὴν σκάφην ἀνακάτωνε κι’ ἔῤῥιχνε τὸ χαρμάνι,
ἔπιανε κι’ ἄφηνε μυστρὶ κι’ ἀνάμεσο τ’ ἀλφάδι,
πλάκα τὴν πλάκα ἐπάταγε, μωσαϊκὸ νὰ γένῃ.
Κι’ ὅντες ἡ στρῶσι ἐτέλεψε βαστάει τὸν χρωστῆρα,
ξασπρίζει γύρω τοὺς ἁρμούς, τοὺς λίθους βερνικώνει,
στράφτουν τοῦ βράχου τὰ νερὰ ποὺ τὸ λευκὸ τὰ ζώνει.
Κι’ ὅσον τὰ χέρια ἐδούλευαν μονολογοῦσ’ ὁ νοῦς του:
«Ἐδῶ οὖζον νὰ γεύωμαι καὶ οἶνον νὰ κερνάω·
πότε μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῶ κι’ ἀκέρηα ν’ ἀθθιβάλλω,
πότε μὲ τ’ ἄστρη νὰ γελῶ, τοῦ ἡλιοῦ πόνους νὰ λέγω,
πότε γενηὲς ν’ ἀνιστορῶ, νεκροὺς νὰ μνημονεύω,
σάμπως περνοῦσαν οἱ παληοί, ἁπλοῖ καὶ μερακλῆδες,
κι’ ἀλάργ’ ἀπ’ τὴν κυρίλα των, πέρ’ ἀπ’ τὰ κοσμικά των».
Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024
«Ἀργανθωνίου μακροβιώτερος»
«Ἀργανθωνίου μακροβιώτερος»
σοε΄
Χαρά σου, Ἀργανθώνιε, τῆς Ταρτησσός αὐθέντη!
Ὀγδόντα χρόνους ῥήγευες, κατὸν εἴκοσι εὑρέθης,
κι’ ἐβόηθησες τοὺς Φωκηανοὺς καὶ καστροετείχισάς τους.
Ὅλοι ζητοῦν τὰ ἔτη σου, ῥεμβάζουν τὰ φλωριά σου,
δέω τὴν ἀγήτρα σου ἀρετή, νείρομαι τὴν καρδιά σου.
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024
Ποῦμα
Ποῦμα
σοδ΄
Τὸ κᾶμμα κάμει κύματα κι’ ἡ ἄσφαλτος
πυρώνει,
κι’ ὅπου τοῦ χόρτου οἱ θάλασσες ἀφρίζουν στ’ ἀκροδρόμι,
γεῖς πύθων ἐσφιχτόζωσε νὰ πνίξῃ τὸ ἐλαφάκι.
Κραυγὴ γροικιέτ’ ὅμοια βροντή, βραχνὸ στοιχειοῦ λαρύγγι·
μολάει ὁ πύθων τὴν λαβή, στὰ χόρτα γοργοχάθη,
τὸ λάφι ἀσκώθη κι’ ἤτρεμε κι’ εἰς τὸ φευγιὸ ἀμπηδάει.
Τὸ ποῦμα κοντοζύγωνε, τοῦ ὄρους τὸ λεοντάρι·
μήτε εἰς τὸν πύθωνα χυμᾷ μήτε κι’ εἰς τὸ λαφάκι,
μὸν δρόμο ὑπάγει, ἀργοπατεῖ, καὶ βασιλοβαδίζει.
Κι’ ὅλον βρουχιέται ἀπόκοσμα καὶ τρομοκαταλύει·
κι’ ἒν ἡ λαλιά του ῥώμη του κι’ ἡ ἀγριωσύνη βιά του,
ἄστρη ὁποὺ καίγουν φονικὸν ἡ κίτρινη ματιά του.
Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024
Ἰαγουάρος
Ἰαγουάρος
σογ΄
Σὰν κατραμένιο κάτεργο μαυρόπαννο
ποὺ ὕπουλ’ ἀρμενίζει στ’ ἀκροπέλαγα,
κι’ ἔχει στὸ νοῦ τὸ κοῦρσος καὶ τὸ φονικό,
γλιστρᾷ ὁ καϊμάνης ὁ κροκόδειλος·
τρόμος, ὅπου τὸν ποταμὸν ἀργόσχιζε.
Στὴν ἀκροχθιά, τὴν ἁψηλὴ κι’ ἀπόκρημνη,
θάνατος ἐκαθότουν, πέρ’ ἀγνάντευε,
κι’ ἐβίγλιζε τὰ ἡλιόφωτα θολόνερα.
Θωρεῖ τὸν καϊμάνην νὰ κατωπερνᾷ
κι’ ὀρθὸς ἀσκώθη, σκύβει στὸ κρημνόχειλον·
στὰ ὀμμάτια του στεῤῥὴ στράφτ’ ἡ ἀπόφασις,
ὁ φόνος λάμπει καὶ τ’ ἀγρέως τὸ ζύγιασμα…
Ἰδού, πηδᾷ! Ἰδού, σαλτάρει ὁ θάνατος!
Βουτάει χρυσοῦς καὶ μελανοκυκλόστικτος.
Ἰδού, βαρειὰ σαγίττα κρούγει ὁ θάνατος!
Ἀφρίζουν τὰ νερὰ κι’ ὁλοτινάζονται,
μέλη ἀναδυόνται καὶ ξαναβυθίζονται,
θεριῶν ἡ ἀπάλη, δυὸ στιγμὲς κι’ ἐτέλεψεν.
Τί θαῦμα νὰ θωρῇς το, νὰ τὸ διαμετρᾷς!
Στραγγίζ’ ὁ ἰαγουάρος ἀπ’ τὰ ὕδατα,
κι’ ἄγρα τὸν θηρευτὴ βαστᾷ στὸ στόμα του.
Χτυπιέται καὶ στριφογυρνᾷ ὁ κροκόδειλος,
μά ’χει τὰ δόντι’ ἀτσάλι, βράχο τὸν λαιμό,
μά ’χει πόδια τανάλιες στὸν ἀνήφορο,
στὴν ζοῦγκλα εἰσέβη, στὴν σκοτείνια χάνεται.
Τοῦ Ἀμαζονίου ῥῆγα, πρωτοθηρευτή,
δός μοι τὲς μπόρεσές σου, δός μοι δύναμι,
φῦσα πνεῦμ’ ἀφοβιᾶς, βρυχήσου ἀπόφασι,
τὸ σερπετὸ τὸ μαῦρο, τὸ φολιδωτό,
τὸ πλέει μὲς στῆς ψυχῆς μου τὰ θολόνερα,
αἰὲν νὰ τὸ φονεύω δίχως δισταγμό·
κι’ ὅσο καὶ νὰ χτυπιέται καὶ νὰ σπαρταρᾷ
μὲ δόντι’ ἀτσάλι νά ’χω το ἀκατέλυτα.
https://youtu.be/hXpOoC2GBvc?si=_adJRlI9BIy4HHnw
Πέμπτη 9 Μαΐου 2024
To Greece
Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Οἱ υἱοὶ σεῖς τῆς Ἑλλάδος! Οἱ σ’ εὐθεῖα γραμμὴ δεμένοι
μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν αἴγλη, καὶ τῆς Σπάρτης τὴν περφάνεια·
κληρονόμοι τοῦ σπινθῆρος ποὺ ἐπυρπόλησε τὸν κόσμο
μὲ νηᾶς Λευτεριᾶς τὲς πρῶτες ἀφυπνιστικὲς ἀχτῖδες·
τέκνα τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ἀπ’ τὴν ἀθάνατη καρδιά σας
ἀναβλύσαν ὅσα ἔχουμ’ ἀπὸ τέχνη καὶ σοφία:
Σεῖς, δίχως ντροπή, μπορεῖτε νὰ βαστᾶτ’ ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἕναν δέσμιο εἰς παραδόσεις καὶ θεοὺς ὄχι δικά σας;
Οὐρανοί! Τάχα ὁ Πηλείδης, ὁ ἀσύφταστος στὴν μάχη,
τὴν ψυχρὴ-τρελὴ ἐξουσία τῶν Θὼρ κι’ Ὄντιν θὰ ἐπροσκύνα;
Θὰ ἔῤῥιπτεν ὁ Ἀγαμέμνων τὴν στραφταλιστή του ἀσπίδα,
κι’ ἄπραγος θὲ νὰ λυγοῦσεν εἰς τὸν βάρβαρο Γουλιέλμο;
Εἶν’ ντροπή σου, Κωνσταντῖνε! Ἄλλο πλειὸ μὴ βασιλεύῃς,
σὺ ὁ δεύτερος Ἱππίας τῶν χωμάτων τῆς Ἀτθίδος!
Σηκωθῆτε ἀπ’ τὰ μνημούρια, σεῖς νεκροὶ τοῦ Μαραθῶνος!
Ἥσκιοι σεῖς τῆς Σαλαμῖνος, τὸ πλατὺ πέλαο πλουμίστε!
Μάρτυρες τῶν ἐλευθέρων πολιορκημένων, βγῆτε,
σεῖς ποὺ ἡ ἱερή σας μνήμη ἀγρυπνᾷ στὲς θερμοπύλες!
Τὴν γενέτειρα Ἑλλάδα μὲ ἀρχαίαν ἀντρειὰ διδάξτε
νὰ περιφρονῇ τὸν Γότθο, ν’ ἀρνηθῇ κιοτῆ εἰρήνη!
Ὡς τὰ χέρια σας στὰ τότε, ἀκατάβλητα καὶ δίκηα,
πλῆξαν τὸν τύραγνο Ξέρξη κι’ ἔφαγε μπρούμυτα χῶμα·
ξεδοντιάσαν τὸν δυνάστη, διαφυλάξαν τοὺς γενναίους·
ἅρπαξαν τὴν νήπια Εὐρώπη ἀπὸ Πέρσικο κιβούρι·
ἔτσι καὶ στὰ τώρ’ ἀνάντιοι τοῦ δεσπότη νὰ σταθῆτε,
καὶ τῆς γῆς σας ξεσηκῶστε παληὰ κλέη ποὺ κοιμοῦνται.
Εἶν’ ἀνάγκη μὲς στ’ αὐτιά σας γλῶσσα νὰ ἐπαναλάβῃ
τὴν προκλητικὴ φοβέρα τῆς Βανδαλικῆς κατάρας;
Πρέπει βάρδος ἢ προφήτης λύρα πένθιμη νὰ κρούσῃ,
ἢ Δελφῶν γρῖφοι νὰ ὑψώσουν τὴν φωτιά σας ποὺ ἀχνοκαίει;
Διέστε ποὺ ἀπειλεῖ ὁ Τεύτων, ὄντας μὲς στὴν ἐνοχή του,
νόμους, τέχνες ποὺ ἦσαν κτίσμα τῶν ἀφτάστων Ἀθηνῶν σας·
νόμους, τέχνες ἰδικά σας, π’ ἅπλωσ’ ἡ Ῥωμαίου δεινότης
στὴν εὐγνώμονα Εὐρώπη ἴσαμε τὴν Βρεταννία·
καὶ μ’ ἰσχὺ τῆς Βρεταννίας πέρασαν τ’ ὠκεάνιο κῦμα
κεῖ ποὺ ἡ νεαρὴ Κολούμπια τὴν εὑρεῖα Δύσι ὁρίζει·
τὶς κτηνώδεις του κοόρτεις, διέστε, ἀμόλησεν ὁ Οὖννος
κατὰ τῆς ἐλευθερίας ἑνὸς Ἑλληνίου κόσμου!
Τὴν τρανὴ Ἰταλία θωρᾶτε πῶς τραβᾷ πάλι στὴν δόξα,
μέχρι στ’ ὄνομα Ῥωμαῖος οἱ μονάρχες νὰ ῥιγοῦνε·
καὶ τὴν φλογερὴ Γαλλία ποὺ εὐγενεῖς ἀξίες ὑψώνει,
κι’ εἰς τὰ ἔθνη τῶν γειτόνων δείχνει πῶς νὰ πολεμοῦνε·
καὶ μὲ πειότερη περφάνεια, μὲ δεσμοὺς ξανανιωμένους,
πῶς οἱ Σάξονες τ’ ἀδέρφια σκιάζουν τοῦ εἰσβολέα τὸ τσοῦρμο!
Ὅλους τούτους νὰ θωρᾶτε – εἶν’ τοῦ νοῦ σας οἱ ἀπογόνοι –
ἡ Ἑλλάς, πηγὴ τῶν πάντων, πίσω θ’ ἀπομείνῃ μόνη;
Σεῖς οἱ Ἕλληνες μὴν πῆτε πὼς χαθῆκαν οἱ ἀντρειωμένοι
ποὺ τὰ κατακτητικά σας στίφη ἄλλοτ’ ὡδηγοῦσαν·
οἱ πεδιάδες σας μὴν πῆτε ἀπὸ ἥρωες πὼς στερέψαν,
μὴ θρηνῆτ’ ὅτι ὁ Κλεισθένης διάδοχο δὲν ἔχει ἀφήσει·
λέγει ψέμματα ἡ γλῶσσα ποὺ καταλαλιὲς σκορπίζει
τέτοιες στὸ Ἑλλήνιο χῶμα, ἐνῷ ζῇ ὁ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ!
Μ’ ἀρχηγὸ τέτοιον θὰ μπόρειε ἡ πατρίδα σας νὰ ζήσῃ
τὴν ἐλευθεριὰ καὶ φήμη τῶν καιρῶν τῶν περασμένων·
Πάλ’ οἱ τύραγνοι θὰ ἐσμεῖγαν ἄξια πλερωμὴ τῆς μοίρας,
κι’ ἡ Ἑλλήνια ἐλευθερία κράτος θὰ εὐλογοῦσ’ Ἑλλήνιο:
Ἕνας Περικλῆς τῆς Κρήτης τὸ δοιάκι θὰ βαστοῦσε,
κι’ ὡς παληὰ ἡ Ἑλλὰς νὰ πλεύσῃ πρὸς τὴν δόξα θὰ μποροῦσε!
Ὄλυμπε νεφοζωσμένε! Εἴθ’ ἡ θεία σου κουστωδία
ὡς παληὰ νὰ κυβερνήσῃ, τ’ ἄλση νὰ στοιχειώσῃ πάλι·
εἴθ’ ὁ Ζεὺς νὰ κεραυνώσῃ τὸ πολεμικὸ τοπίο
ποὺ ποδοπατεῖ ὁ Ὄντιν πάν’ στὸ δύστυχο χορτάρι·
εἴθ’ ἡ πάνοπλη Παλλάδα νὰ ὑψωθῇ μὲ τὴν αἰγίδα
ἀπὸ τοῦ καταπατοῦντος Θὼρ τὴν φάλαγγαν ἀπάνω,
ἐνῷ ἡ τρίαινα τ’ ἀγρίου Ποσειδῶνος, ἡ πρὸς μάχην,
τὸ φριχτὸ ἑρπετὸ νὰ πλήξῃ στὴν ὠκεάνια φωληά του!
Ὤ θεοί! Ἥρωες! Ἄνδρες τῆς Ἑλλάδος! Μπρὸς νὰ βγῆτε
κι’ εἰς τὴν ἕρπουσα τὴν Ὕδρα τοῦ Βοῤῥᾶ ν’ ἀντισταθῆτε:
Ἡ ἰσχὺς τῆς Ἀχαΐας στοὺς αἰῶνες πάντ’ ἀντέχει –
Ὅλα ἰδικά σας εἶναι, παρελθόν, αἷμα, ἡγέτης!
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024
In the Train
Ποίημα
τοῦ Τζαίημς Τόμσον (Μπύς Βανόλις)
Καθὼς ὁρμᾶμε, μὲς στὸ τραῖνο μὲ σβελτάδα,
δέντρη καὶ σπίτια πᾶνε ἀνάντια μας γυρνῶντας,
μὰ οὐράνια ἀστρόσπαρτα ποὺ σκέπουν τὴν ἁπλάδα
πάνω στὲς ῥᾶγες μας φτάνουν πετῶντας.
Ὅλα τὰ ἔμμορφ’ ἄστρη στ’ οὐρανοῦ τὸ βράδυ,
τοῦ Νύχτιου δάσους τ’ ἀσημένια περιστέρια,
πάνω ἀπ’ τὴν γκρίζα γῆ σμάρια πετοῦν ὁμάδι,
τὸ πέταγμά μας συνοδεύουν ταίρια.
Παντοτινὰ μὲ δίχως φόβον θὰ ὁρμᾶμε·
ἂς εἶν’ ἀλάργα ὁ σκοπός, πτῆσι γοργή!
Ὅτι, ἀκριβή, τὰ Οὐράνια ἀντάμα κουβαλᾶμε,
ἐνῷ γλιστρᾷ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας ἡ Γῆ!