Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Αἰγόκερως


Αἰγόκερως

σνβ΄

Βουνὸ μακρόθε φαίνεται, ὄρος βιγλίζει ὄρη,
πατοῦν στὸ πέλαο τὰ ῥιζά, δράχνει ἡ κορφὴ τὰ νέφια,
πρωτοθωροῦν το τ’ ἄρμενα, ξεκρίνουν το τ’ ἀστέρια.
Λιάζεται στὴν κορφὴν ἀητός, σκιάζεται κάτω ἀγρίμι,
σηκώθη κι’ ἐφτερούγισε, τοῦ ἀγριμιοῦ ἀνακράζει.
«Πίνουν τὸν ἥλιο οἱ φτερωτοὶ κι’ οἱ ἄφτεροι τοὺς ἥσκιους».
Τὸ ἀγρίμι δὲν ὡμίλησε κι’ ἐβάλθη ν’ ἀνεβαίνῃ,
καὶ μήτε πίσω ἀγνάντευε, μήτε ἁψηλὰ κοιτάζει.
Δεύτερην ἐφτερούγισε κι’ ἀνάμπαιζε τὸ ἀγρίμι.
«Γιὰ ἰδὲς τ’ ἀγριοκάτσικο, θρόνον ἀητοῦ ζηλεύει».
Ἐσιώπησεν ὁ αἴγαγρος κι’ εἰς τὰ μισὰ ζυγώνει,
βρίσκει τὸ κάθε πέρασμα, τὸ κάθ’ ἐμπόδιο ἀργάζει.
Καὶ τρίτην ἐφτερούγισε καὶ μ’ ὄργητα τοῦ κρένει.
«Ἀνέμυαλος ὁ νείρεται καὶ ἀψηφᾷ τὴν φύσι».
Κειὸ ἐπήδα κι’ ἐσκαρφάλωνε, πρὸς τὴν κορφὴ σιμώνει.
Γοργοχαμήλωσ’ ὁ ἀητός, κορφὴ νὰ πρωτοπιάσῃ,
κι’ ὁ τράγος πρωτοπάτησε, τὰ κέρατα τοῦ δείχνει,
κι’ ἐστύλωσε κι’ ὡμίλησε, τοῦ ἀητοῦ κοφτὰ ποκρίθη.
«Ἂν ἀποκάμῃς νὰ πετᾷς ἀλλοῦ νὰ ξαποστάσῃς,
κι’ ἐγὼ κατέχω τὴν κορφή, λημέρι μου βαστῶ την,
κι’ ὕπαγε βρὲς πειὸ χαμηλά, κατώτερ’ ἀπὸ μένα.
Φτερὰ ἡ φύσις σοῦ ’δωκεν καὶ τὰ φτερὰ περφάνεια,
κι’ ἐμὲ πεῖσμα ἀκατέλυτο, περφάνειες νὰ γκρεμίζω».

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Νεοελληνικῆς μυθολογίας ἀνάγνωσμα


Νεοελληνικῆς μυθολογίας ἀνάγνωσμα

σνα΄

Προοίμιον

Νύχτα δροσερή, νύχτα μ’ εὐώδια κι’ ἄστρα·
μόνος κάθεται στὸν κῆπο κι’ ἀναγνώθει
θρύλους παλαιοὺς π’ ἄλλοτες ἐβαδίζαν,
ἀξεδιάλυτοι, στοὺς κόσμους τῶν ἀνθρώπων.

Τροπάρια

Λάμια ὁλοκόκκινα φορεῖ, τὸν ὁδοιπόρο ἁρπάζει.
Φωτιὲς πηδοῦν στὰ μνήματα, βρυκόλακες ξυπνᾶνε.
Ποδάρια καβαλλοῦν παπᾶ, ξέπνοο σ’ ἐρμιὲς τὸν πᾶνε.
Βοσκᾷ ὁ ἀράπης θησαυρό, χρυσᾶ φλωριὰ ὀρδινιάζει.

Σηκώθη ἀνεμοστρόβιλος, νεράϊδες καὶ χορεύουν.
Στρίγγλες στὴ μπαρμπαριὰ ἀρμενᾶν, τρώγουν ἀνθρώπων σκώτια.
Ψέλνουν διαβόλοι λειτουργιὰ καὶ τὸ ξωκκλήσι ἐφώτα.
Σμερδάκια μπαίνουν στὸ μαντρί, τὰ γίδια μαρκαλεύουν.

Δαιμόνοι ἐστῆσαν μακελλειό, πωλοῦν κρηὰς καὶ μαυρίζει.
Αἷμα τὸ ἄδικον βογγᾷ καὶ γδικιωμὸν γυρεύει.
Φέρνει φουσσᾶτα ξωτικῶν μάγος καὶ θεραπεύει.
Γραῖα ἡ πανοῦκλα τριγυρνᾷ, σωριάζει ὅποιον ἀγγίζει.

Μαῦρο σκυλὶ στέκει σ’ ὁδὸ καὶ φράζει τὸν διαβάτη.
Πίνει ὁ νεκρὸς στὴν Ἀρνησιὰ καὶ λησμονᾷ τὴν ζῆσι.
Οἱ μύλοι γέμουν παγανά, ποιὸς κεῖ ν’ ἀποκοτήσῃ.
Πλαγιάζει τὴν ξωθιὰ ὁ νηὸς καὶ λειώνει στὸ κρεββάτι.

Λαλεῖ στὸν τροῦλλο πετεινός, μαῦρος, κάποιος πεθαίνει.
Ἐσύρθη ὄφις μὲ κέρατα καὶ οἱ κυνηγοὶ κερώνουν.
Σ’ ὀχθιὰ μουγκρίζει ὁ Γήταυρος κι’ οἱ χωρικοὶ παγώνουν.
Αὐγ’ ηὗρε τὸν Ἀνήλιαστο, μάρμαρο εὐθὺς πομένει.

Βγαίνει στοιχειὸ τοῦ πηγαδιοῦ καὶ καβαλλάρης τρέχει.
Γελᾷ βρέφος τελώνιο, δόντια ἄγρια φανερώνει.
Μαμμὴ νεράϊδαν ξεγεννᾷ, τὸ κάλλος τὴν θαμπώνει.
Θρηνοῦν κόρες μαρμάρινες, μιά των μυλόρδος ποὺ ἔχει.

Ἔξοδος

Κυβέρνησ’ ὁ ἀλλόκοσμος τὴν φύσι αὐτοῦ τοῦ τόπου,
ὣς πού ’ρθαν κοσμοδιορθωτές, νοῦ φέραν ἀπ’ τὴν Δύσι.
Πρόσταξαν δεισιδαιμονιὲς ὁ ἄνθρωπος νὰ σβήσῃ,
κι’ ἐποίησαν τὸν ἄνθρωπο τρόμο τρανὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Εἰς τὴν Πόρνην (ἀπόσπασμα)



Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ
(Ἀπόδοσις τῶν προοιμίων καὶ τῶν δύο πρώτων οἴκων)

Προοίμιον Ι

Χριστέ, Θεέ, ὁ ἐκάλεσες τὴν πόρνη θυγατέρα,
κι’ ἐμὲ ὑγιόν σου ἀνάδειξε μέσ’ ἀπὸ τὴν μετάνοια,
σὲ δέομαι νὰ σώζῃς με
ἀπ’ τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν.

Προοίμιον ΙΙ

Βαστοῦσε μὲ κατάνυξιν τὰ πόδια σου ἡ πόρνη
κι’ ὅλη μετάνοια ἐφώναζε, σέ, τῶν κρυφῶν τὸν γνώστη,
Χριστέ, ποὺ εἶσαι ὁ Θεός,
«Τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου βαθιὰ πῶς ν’ ἀτενίσουν,
μάτια ποὺ ὅλους τοὺς πλάνεσαν;
Πές μου ἐσὲ τὸν σπλαχνικὸ πῶς τάχα νὰ ἱκετέψω,
κτίστη μου, ποὺ σ’ ἐξώργισα;
Ἀμὴ δέξου γιὰ σχώρεσιν, δέσποτ’, αὐτὸ τὸ μύρον
καὶ δώρισέ μου ἄφεσιν ἀπὸ τὴν καταισχύνη
κι’ ἀπ’ τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν».

Οἶκοι

α΄
Τ’ ἀρώματα ὡς ῥαντίζονται ἀπανταχοῦ εὐωδιάζουν,
ὅμοια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γροικῶντας τα ἡ πόρνη,
λόγια ποὺ εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς πνοὴ ζωῆς προσφέρουν,
ἐμίσησε τὴν δυσωδιὰ ποὺ ἀνάβρυζεν ὁ βιός της,
ἀφοῦ τὴν καταισχύνη της ἐμέτρησεν ἀτή της
καὶ τὴν ὀδύνη ὅπου γεννοῦν τὰ τέτοια ἐστοχάσθη·
ὅτι θλῖψις ἀβάσταγη τοὺς πόρνους κεῖ πλακώνει,
τέτοιος κι’ ἐγώ, πανέτοιμος, πρὸς συμφορὲς βαδίζω.
Αὐτὲς τὴν πόρνη ἐπτόησαν κι’ ἄλλο δὲν μένει πόρνη,
ὅμως τί κι’ ἂν πτοοῦμαι γώ, νά, παραμένω ἀκόμη
μὲς στὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν.

β΄
Δὲν λογαριάζω τὰ κακὰ ποτὲ ν’ ἀπαρατήσω,
κι’ οὔτε θυμοῦμαι τὰ δεινὰ τὰ μέλλω ν’ ἀντικρύσω,
τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ μήτε ποὺ συλλογιέμαι,
πῶς δῶ κι’ ἐκεῖ μ’ ἐζήτησε ποὺ αὐτόβουλος πλανιέμαι.
Ὅτι κεῖνος γιὰ χάρι μου, ὅπου τοὺς πάντες τρέφει,
μὲ Φαρισαῖο συγκάθεται, μαζί του γευματίζει,
κι’ ἅγιο θυσιαστήριον τὴν τάβλα φανερώνει
ὅπως σκυμμένος πάνω της χαρίζει κι’ ἀποσώνει
κάθε ὀφειλὴ τῶν χρεωστῶν, νὰ δυνηθῇ ὁ καθένας
μὲ θάῤῥος μπρός του νὰ εἰπῇ «Δέσποτα, λύτρωσέ με
ἀπ’ τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν».