Ἰνὼ
Ϟε΄
Στὸ περιγιάλι κάθομουν, στὸν ἄμμον καὶ δειπνοῦσα,
εἶχα φωτιὰ νὰ ζεσταθῶ, κρασὶν ποὺ μὲ κερνοῦσα,
εἶχα καὶ κόρην ἔμμορφη γιὰ νὰ γλυκοφιλήσω.
Τὸ μαῦρο δάσος πίσω μου, σεντόνι νὰ μᾶς κρύψῃ,
τὸ πήγαιν' ἔλα τοῦ γιαλοῦ γιὰ νὰ μᾶς ποκοιμήσῃ.