Κοσμοκοντάκιον Σπύρου Σιούλα
Τὸ ποίημα ὡς συμμετοχὴ στὸ "ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ" τοῦ Ῥομαντικοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ποίημα
τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Ἦτον ἤδη ἀρχαῖο στὴν αὐγὴ τῆς Βαβυλῶνος·
ὑπὸ τοῦ τύμβου ἄγνωστο πόσο καιρὸ ἐκοιμήθη,
μὰ ἐν τέλει ἡ σκαπάνη μας ἔσυρεν ἀπ’ τὴν λήθη
τοὺς γρανιτένιους πλίνθους του κι’ εἶδε τὸ φῶς τοῦ αἰῶνος.
Ἦσαν πλακόστρωτ’ ἀχανῆ καὶ τοῖχοι θεμελίων,
πλάκες σαθρὲς κι’ ἀγάλματα, νὰ δείχνουν λαξεμμένα
κάποιων ἀλλοτινῶν καιρῶν ὄντα παραμυθένια
ποὺ κεῖνται τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἐκτὸς ὁρίων.
Κι’ εἴδαμε λιθινὰ σκαλιὰ κατωφερῆ ν’ ἁπλώνωνται,
μέσῳ πύλης μισόφραγης ἐκ δολομίτου σκαλιστοῦ,
πρὸς κάποιο ἄντρο μελανὸ τοῦ ἀενάου σκοταδιοῦ
ποὺ ἀρχαῖες γραφὲς κι’ ἀρχέγονα μυστήρια συνοφρυώνονται.
Ἀνοίξαμ’
ἕνα πέρασμα – μὰ ἐῤῥίξαμε τρελὸ φευγιὸ
μόλις
κάτωθ’ ἀκούσαμε ποδιῶν βαρὺ βηματισμό.
Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Σὲ κάποι’ ἀρχαῖα πράγματα τὸ ἀχνάρι ἐνυπάρχει
μιανῆς οὐσίας θολερῆς – πέραν μορφῆς καὶ μάζης·
λεπτὸς αἰθήρ, ἀδύνατο μὲ λόγια νὰ ὀνομάζῃς,
μὰ δένεται μὲ κάθε ἀρχὴ στὸν χωροχρόνο ποὺ ἄρχει.
Ἕνα σημάδι συνοχῶν ἀχνῶν, κεκαλυμμένων
ποὺ τὰ ἔξω μάτια δὲν μποροῦν σαφῶς νὰ ξεχωρίζουν·
ἀπὸ διαστάσεις σφαλιστὲς τὸ παρελθὸν ποὺ ὁρμίζουν,
καὶ δίχως μὲ κρυφὰ κλειδιὰ ἄβατον παραμένουν.
Ὡς τὰ λοξὰ ἡλιάχτιδα λάμπουν, πῶς συγκινοῦμαι,
σὲ ὑποστατικὰ παληὰ ποὺ λόφο ἀντιθωρᾶνε,
καὶ βάφουν μὲ ζωὴ μορφὲς ποὺ ἀκίνητες βαστᾶνε
ἐδῶ κι’ αἰῶνες πειὸ ὑλικὲς ἀπ’ ὅσον ἐννοοῦμε.
Στὸ ἀλλόκοτον ἐκεῖνο φῶς νιώθω πὼς δὲν ἀπέχει
ὁ στέρηος ὄγκος ποὺ ὡς πλευρὲς τὶς ἐποχὲς κατέχει.
Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Βαβελικὲς λιθοδομὲς τὰ οὐράνια
πυργαγγίζουν,
φλόγες τῆς ματαιότητος σὲ δῖνες κάτω ἀνάφτουν·
σὲ τοῦβλο, πέτρα,
μύκητες φαρμακεροὶ ἀνθίζουν,
λύχνοι ποὺ τρεμοφέγγουνε, νεκρόφωτα
ποὺ στράφτουν.
Θηόρατες μαῦρες γέφυρες λιγδοποτάμια στέφουν,
συρματοϊστοὶ ἀπὸ πράγματα ἀνέκφραστα ὑφασμένοι·
βύθη κατακομβῶν ἐξ ὧν τὰ ὁγρὰ χάη παρέχουν
ῥέμματα ζώσας δυσωδιᾶς, στὸν ἥλιο ποὺ πεθαίνει.
Χρώματα καὶ λαμπρότητα, ἀσθένεια
καὶ σῆψις,
στριγγλιὲς καὶ κουδουνίσματα, κομφούζιο
ἐν παρανοίᾳ,
προσεύχοντ’ ὄχλοι ἐξωτικοὶ εἰς ξένων θεῶν τὶς πίστεις,
συμφύρματα ὅλο κακοσμιὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀσφυξία.
Γατῶν φουσσᾶτα ἀπ’ τὰ στενὰ τὰ νυχτοβραδιασμένα,
στοῦ φεγγαριοῦ τὸ φωταυγὲς γέρνουν λιγνὲς κι’ οὐρλιάζουν,
κραυγάζοντας τὰ μέλλοντα μορφάζουν κολασμένα,
τὸ βάρος τοῦ Πλουτώνιου κι’ ἄλικου
ῥούνου κράζουν.
Πύργων τρανῶν, πυραμιδῶν
κισσόπλεχτ’ ἡ θανή των,
σὲ δρόμους χορταρόφραχτους βουτᾶνε νυχτερίδες·
γυμνὲς κομμένες γέφυρες, ποτάμια
ποὺ ἡ βοή των
φωνὴ δὲν σμείγει ὡς οἱ πλατειὲς τραβιοῦνται πλημμυρίδες.
Στὴν ἀποσκιὰ τοῦ φεγγαριοῦ καμπαναριὰ ἐρειπώνουν,
πλέον σπηλαίων στόμια τὰ βρύα καταφράζουν,
κι’ εἰς τὸ νερό, στὸν ἄνεμον
ἀπόκρισιν ὀρθώνουν
μόνον οἱ γάτες οἱ λιγνὲς ποὺ στὴν ἐρμιὰν οὐρλιάζουν!
Ποίημα τῆς Αἴμυ
Λόουελ
Γιατὶ δαμάζεις τὸν ἑαυτό σου ἐντὸς χρυσῶν καὶ πορφυρῶν;
Γιατὶ ξεθωριάζεις τὸν ἑαυτό σου μὲ πτυχωτὰ μετάξια;
Δὲν ἐννοεῖς ὅτι μπορῶ ν’ ἀγοράσω μπροκὰρ εἰς ὅποιου ὑφασματοπώλου τὸ κατάστημα,
Κι’ ὅτι ἀσφυκτιῶ μέσα στὸ λυκόφως ὅλων αὐτῶν τῶν χρωμάτων.
Πόσο λευκὴ θὰ ἤσουν, κι’ ἐντυπωσιακή –
Πόσο γαλήνια·
Ὅμως οἱ καμπύλες σου θ’ ἀνάβρυζαν πρὸς τὰ ἐπάνω
Ὡς διάφανος πίδαξ ἐκτοξευθέντος νεροῦ,
Θ’ ἀναῤῥιγοῦσες ὡς ἐκτινασσόμενο ῥάντισμα νεροῦ,
Θὰ ἐδίσταζες, καὶ θὰ ὑποτροπίαζες, καὶ θὰ ἔτρεμες.
Κι’ ἐγὼ μᾶλλον ὁμοίως θὰ ἔτρεμα,
Παρατηρῶντας.
Μύρηκος βαφὲς καὶ πούλιες –
Κι’ ὡστόσο θαῤῥῶ πὼς θὰ μποροῦσα νὰ βαστάξω τὴν ὀμορφιά σου ἀνήσκιωτη.
Μύρηξ: Γένος μαλακίων ἀπ’ ὅπου ἔβγαζαν τὴν πορφυρῆ βαφή.
Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Μὲς στ’ ὄνειρό μου ἁδρὸ πουλὶ ἀλλόκοτ’ ἀχνομίλει
γιὰ μαῦρο κῶνο ἀναμεσὶς τῶν πολικῶν ἐρήμων·
μόνος, μουντός, βαριοπατεῖ τοῦ πάγου τ’ ἀντιστύλι,
καὶ ἀγριοβόρια αἰώνια μ’ οὐλὲς κι’ ἀλλοίωσι ντύνουν.
Δῶθε ὄντα δὲν πορεύονται, γέννημα τοῦ πλανήτου,
καὶ μόνον κάτωχρες αὐγὲς κι’ ἥλιοι ξεθωριασμένοι
τὸν βράχο τὸν λακκώδη καῖν, ὅπου τὴν πρωταρχή του
οἱ Παλαιοὶ πολὺ ἀμυδρὰ τὴν εἶχαν μαντεμμένη.
Ματιὰ ἀνθρώπου ἂν ἔβλεπεν, ἁπλῶς θὰ διερωτᾶτο
τί Φύσεως κτίσμα σύνθετον ὁ τύμβος ποὺ ἀγναντεύει·
μὰ τὸ πουλὶ ἀνιστόρησε μέρη ἀχανῆ, ποὺ κάτω
ἀπὸ μιλιοῦ παγόπεπλα γέρνει, κλωσσᾷ, ἐνεδρεύει.
Θέ βόηθα τὸν ὀνειρευτὴ πού ’δε μὲ ὁράματα τρελὰ
σὲ κρυσταλλένια βάραθρα κεῖνα τὰ μάτια τὰ νεκρά.
Ἐξκάλιμπερ
σξβ΄
Σὰν τὸ γυμνὸ Ἐξκάλιμπερ, τὸ λιθοστερηωμένο,
ποὺ γλείφει το ψιλόβροχον, τυλίγουν το οἱ ἀντάρες,
τὸ οὐδεὶς νὰ εὑρέθη σύρῃ το, τὸ οὐδεὶς ν’ ἀποτραβήξῃ,
τὸ οὐδεὶς χεροζυγιάσῃ το, περάσῃ στὴν ζωστρή του,
νὰ εἰπῇ του «Εἶμ’ ὁ ῥῆγας σου καὶ σὺ ἡ δύναμίς μου»,
οὕτως ὀρθὴ ἐλούετον, στητὴ καὶ γυμνωμένη.
Κι’ ἦτο ἡ κορμοστασιὰ σπαθί, πέτρα οἱ λουτροψηφῖδες,
κι’ οἱ ὑδροῤῥοὲς ψιλόβροχον κι’ οἱ ὑδρατμοὶ ἀντάρες.
Κι’ ἐπόθουν νά ’μπω εἰς τὸ λουτρό, νὰ τὴν
σφιχταγκαλιάσω,
στήθια νὰ σμείξουν κι’ ἂς κοπῶ, χέρια νὰ πισωπιάσω,
νὰ εἰπῶ της «Εἶμαι μοῖρα σου καὶ σὺ κρυφὴ ψυχή μου».
Ἀστικὸ
σονέττο ΙΙ
σξα΄
Τὸ ἀμπαζοὺρ γυαλὶ βιτρὼ κι’ ὠχρὸ τὸ φῶς του,
εἷς ἀμφορεὺς πάνω σ’ ἰωνικὴ κολῶνα,
μὲ στόφα ἀνάγλυφη μπερζέρα πολυθρόνα
ὅπου γυμνὴ κάπνιζε ἀνέμελα ἐμπρός του.
Ἑνότης χώρου καὶ κορμιοῦ ποὺ ὕφαιν’ ἐντός του
μιὰ ὥσμε τὰ βένθη τῆς ψυχῆς ἄληστ’ εἰκόνα,
κι’ ἀπ’ τοῦ καπνοῦ της τὴν γαλαζωπὴ κορῶνα
γυμνογραφία ὣς τὰ γραπτὰ τοῦ γήρατός του.
«Ὁ αἰσθητιστὴς» εἶπε «βαρειὰ καταλαλιά·
ὅτι οἱ βαθύγνωμοι ῥηχοὺς μᾶς τελαλίζουν,
ἀνάξιους τάχα πρὸς μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Τὸ κάλλος ὕπερθεν γιά ἐδῶ, μι’ ἀλήθεια ἁπλῆ,
πὼς τ’ ἀπερίζωστα τοῦ νοῦ δὲν συνορίζουν·
σοφὰ τὸ Πᾶν τὰ πάντα κρύβει στὴν μορφή».
Ἐδῶ
σξ΄
Ὄχι μὲς σ’ ἀσυγνέφιαστους μυρόπνοους ἀγρούς,
ἐν ἀλυπίᾳ ὁλόφωτου κι’ ἀσπίλου παραδείσου,
ὅμως ἐδῶ, σ’ ἄνυδρη ἐρμιά, ποὺ αὐγάζ’ ἡ ἁβρὴ
μορφή Σου,
ἐπὶ τῆς τέφρας τῆς παχειᾶς ὀνείρων στοὺς καιρούς.
Ἐδῶ, ἐδῶ Σὲ ἀγαπῶ, κι’ ὁλογδυμνός, Κυρία,
προσγονατίζω καὶ φιλῶ τὰ πόδια Σου γυμνά,
ψυχή μου ἡ λυκομύητος ἐνώπιο Σου ἀλυχτᾷ,
τετράξανθε τοῦ Αὐγούστου ἀνθέ, ὁδός μου ὑπεραγία.
Δός μοι τὸ ὕδωρ, νὰ λουστῶ, τῶν ἀστερομματιῶν Σου.
Βρέξε, πυκνά, εἰς τὰ βύθη μου τοῦ λόγου Σου σπορά.
Κάλεσ’ ἐμὲ τὸν πάντερμον, ἔνδον μὰ βροντερά.
Φέξε τὰ κορμοηλιάχτιδα, τὸ ἡλιοχαμόγελό Σου.
Ἐδῶ, ποὺ ἀγέρι πνιγηρὸ λυσσομανάει καυτό,
κι’ ὡς φυέται νηὸ κάθ’ ὄνειρον φλέγει το ἀποκαΐδια,
φυλάττω Σου δεντρόκηπο, μ’ ἥσκιους κι’ ἀνθοστολίδια,
δρόσους, κρῆνες γλυκόπιοτες, ἐδῶ, ποὺ Σ’ ἀγαπῶ.
Ἀστικὸ
σονέττο
σνθ΄
Οἱ τοῖχοι ἐλάμπαν μὲ τὸ σμαραγδένιο χρῶμα
καὶ οἱ μπερντέδες βαθυκόκκινοι ταφτάδες,
πέριξ χαλκοί, πίνακες, κρύσταλλα σ’ ἀράδες,
κι’ ἡ ὡρηὰ στοῦ φλόγινου τοῦ καναπὲ τὸ στρῶμα.
Μοίραζε τσάϊ μὲ πορσελάνινο σερβίτσιο
κι’ ἀφέλειες πέφταν ἀπ’ τὸ εὔμορφο κεφάλι,
«Μὰ ἂς μιλήσουμε γιὰ ποίησι καὶ πάλι»,
τρίσχαρα μάτια ὅλο εὐγένεια, πλάνη, βίτσιο.
Ἄχ! Καὶ νὰ ἐγνώριζεν ἡ «Ἂρ Ντεκὸ» κυρία
πόσο στερφέψαν τῆς ποιήσεως τὰ μεράκια…
Ἐνθάδε ἡ σὰρξ γιὰ μόνη στρέχει ὀπτασία.
Κεῖνος τὸ βένγκε ὀβὰλ τραπέζι ἀναμετροῦσε,
τὰ σκαλιστὰ μ’ ὅλο μπορντοῦρες ποδαράκια,
κι’ ἂν δυὸ γυμνῶν κορμιῶν τὸ πάθος θὰ βαστοῦσε.
Ποίημα
τῆς Αἴμιλυ Ντίκινσον
Ἐλπὶς εἶναι τὸ πουπουλένιο πλάσμα
ὅπου κουρνιάζει μέσα στὴν ψυχή,
καὶ ᾄδει τὸν σκοπὸ δίχως τὰ λόγια,
κι’ ἀναπαημὸ ποτέ του δὲν κρατεῖ,
κι’ ἡδύτερα γροικιέται στ’ ἀγριοκαίρι·
κι’ ἐπίπονο δρολάπι χρεία νὰ ’ρθῇ
στ’ ἀχαμνοπούλι σάστισμα ἵνα φέρῃ
ποὺ ἐβάσταξε πολλοὺς μὲ θαλπωρή.
Τ’ ἄκουσα στὴν κατάψυχρη ἐπικράτεια,
σ’ ἀπόξενης θαλάσσης τὰ νερά·
ἀμή, ποτέ, σ’ ὅποια ἐσχατιὰ κι’ ἂν βρέθῃ,
ψιχίο δὲν μοῦ ἐζήτησε σταλιά.