Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Κοσμοκοντάκιον Σπύρου Σιούλα


Κοσμοκοντάκιον Σπύρου Σιούλα

σνα΄

Ἀπαγγέλων: Ἀναγνώστης ἐφημερίδος ἐν ἔτει 2021
Χορός: Ἡρὼ καὶ Λέανδρος ὡς γυμνὰ φάσματα

Προοίμιον Ι

Α: Ὡραία Σμύρνη, μπροστὰ στὸ στρατηγεῖο,
ἔρως ὁ μὴ περαιωθεὶς ἐγύρεψε τὸν θάνατο,
τὴν ἀλυπία τῶν νεκρῶν στὸ μαῦρο κῦμ’ ἀναζητήσας.
Χ: «Ἔρως λαφρύς, ἀστεῖος, δὲν εἶν’ ῥομάντζο ἡ ζωή»,
αἰῶνες δυὸ κι’ ὁ κήνσωρ, στυγνός, καταλαλεῖ.

Προοίμιον ΙΙ

Α: Θεσσαλονίκη, μὲς στὸ ξενοδοχεῖο,
τ’ ἁλυσωμένα ὄνειρα περαίωσε στὸν θάνατο·
ἀπέδρασεν ἐκ ζωντανῶν τὴν σκοτοζῶσι τερματίσας.
Χ: «Τοῦ λόγου θῦμ’ ἀστεῖον, μὲ φύσι νευρασθενική»,
ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ, εἴρων, συκοφαντεῖ.

Οἶκοι

Α: Ἀγγελική, Σπυρίδων, Λέανδρος καὶ Ἡρώ,
ἔρωτες μυριοπρόσωποι, λύχνος καὶ ὕδωρ·
γυμνὴ ἡ Εὐρυνόμη, στὸν λάγνο της χορό,
χειρότριψε τὸν ἄνεμο, βγῆκ’ ὁ Ὀφίων.
Κι’ ὁ πρωτογεννημένος πρωτόπραξε τὸν πόθο,
πόθος ἡ πρώτη πρᾶξις, τοῦ Παντὸς ἡ ἀνάβρα·
στρόβιλος κερασφόρος, τὸ πηδηχτό του νιώθω,
μὴ ὢν ὁ ποὺ ἀρνιέται τοῦ χοροῦ του τὴν λάβρα.
Χ: Τὸ Πᾶν ἀπομαγεύθη, ἰδοὺ μπακκαλικὴ φτηνή!
Αἰῶνες δυὸ ὁ κήνσωρ πραμμάτεια διαλαλεῖ.

Α: Γυμνὴ φωτιὰ μὲ χλαίνη, βράδυ, καιρὸς ψυχρός,
στὴν μαυρομμάταν ἔσβηνε, κόρη τῆς πλύστρας·
θάνατος καθ’ ἡμέραν, κι’ ὁ πόλεμος φριχτός,
ζόφος τὸ ἡλιόφως, τ’ ἄλλαξαν μὲ φῶς τῆς νύχτας.
Ἔρως, τὸ ἔρμο κλῆμα ποὺ πειότερ’ ὁρμανιάζει
στ’ ἀνήλιον τοῦ θανάτου, χρωμολάμπει, φυλλώνει·
κισσὸς ὀνειροπλεύστης, τσαμπιὰ ὀνειροστοιβιάζει,
στὴν τέφρα ὀνειροσπέρνει, γῆν ὀνείρου φυτρώνει.
Χ: Θαλασσοπνίγ’ ἡ ῥέμβη, μένε στῆς τέφρας τὴ στερηά!
Αἰῶνες δυὸ κι’ ὁ κήνσωρ ἀκόμα σᾶς γελᾷ.

Α: Ἔπειτα ἡ ἀῤῥώστια, τοῦ ἔρου ξολοθρεμμός,
ἐχάθ’ ἡ ὥρηα Ἑλένη του κι’ ἄπαρτ’ ἡ Τροία·
σὲ χέρσα γῆ ἡ ψυχή του, πλανιέται ἥρως τρελὸς
ποὺ περιπαίζουνε στοιχειά, πλοῦτος κι’ ὑγεία.
Δυὸ χρόνους νὰ παλεύῃ στὸ σύνορο τοῦ ᾅδη,
κι’ ὅλα γύρω ἐκλειδῶναν, «φθισικὸς» ἀντηχοῦσαν·
στοὺς τόπους τῆς Νιγρίτας θολόπικρο μαγνάδι,
τὰ ὄνειρα στὴ Νύμφη τὸν Βισάλτη καλοῦσαν.
Χ: Δρᾶμα τους τ’ ὄνειρό σας, στὸ δρᾶμα σας ἐκπλήρωσι.
Ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ στρεβλώνει τὴν τιμή.  

Α: Ῥίχνουν παιχνίδια πλάνης, ἀστράγαλους πολλούς,
ῥόμβους, μῆλα ὁλόχρυσα, σβοῦρες, καθρέφτες·
βίους μᾶς παζαρεύουν, μὲ μόχτο, μισερούς,
καὶ τὰ μαχαίρια τους γυμνά, ἔντιμοι ψεῦτες.
Κι’ ὡστόσο μᾶς γελοῦνε, ἄπαυτα ὄχι, κι’ ὅλους·
κάποτ’ ὁ μέγας ἄβαξ κι’ οἱ πεσσοὶ τοῦ Αἰῶνος
ἀνοιγοκλείνουν στῆλες καὶ φανερώνουν δόλους,
δείχνουν κήπους θανάτου καὶ λειμῶνες ἀγῶνος.
Χ: Ἄσπρα καὶ μαῦρα πιόνια τὸν ἴδιον ἔχουν βασιληά.
Ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ γνωρίζει μὰ σιωπᾷ.

Α: Ἄναρχος στ’ ἀστροφόρο, αὐτόχειρας ἀμνός,
τιτάνων γυψοπρόσωπων τὴν ζῶσι λύνει·
κρότος τοῦ περιστρόφου, τῆς λευτεριᾶς ὁδός,
δὲν ἤπιε αἷμα ἡ κάμα τους, σφάγιο νὰ γίνῃ.
Ῥηγάδες οἱ ἀνθρῶποι κι’ αὐτόβουλοι διαλέγουν
ποῦ θὰ παρακαθίσουν καὶ ποιὸν δεῖπνον ἀρνοῦνται·
πολλοὶ τὸ ξημερώνουν, κάποιοι νωρὶς ποὺ φεύγουν,
λίγοι, μπρὸς στὸ κατώφλι, χαιρετοῦν καὶ κοιμοῦνται.
Χ: «Παλλάδιον», ἡ Παλλάδα καρδιὰν ἔσωσε ζωντανή.
Αἰῶνες δυὸ ὁ κήνσωρ στὴν «κόψι» προσκαλεῖ.

Ἐξόδιος

Α: Σπυρίδωνα κι’ Ἀγγέλα, Λέανδρε καὶ Ἡρώ,
δυὸ τοῦ Παντὸς οἱ ἀμπελουργοί, θεοὶ πυρφόροι.
Χ: Ἡ ἀρετὴ κι’ ὁ ἔρως, ζεῦγος μ’ ἀγρὸν κοινό,
σπορεῖς αὐτῶν οἱ ὄψεις μας, μεῖς ἀθλοφόροι.
Α: Ὁ ἆθλος εἶν’ τ’ αὐλάκι, ἀνύπαρχτο μπροστά σας,
κι’ ὅσο κι’ ὅπου περνᾶτε μίλια πίσω θ’ ἁπλώνῃ.
Χ: Κλῆμα στὸ Πᾶν θεριεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ καρδιά μας,
ἀμπέλι ὀνειροφόρο μὲς στ’ ἀστέρια ῥιζώνει.
Α: Δῶ ἄρχοντες τῆς τέφρας αἰῶνες δυὸ μᾶς κυβερνοῦν.
Χ: Ἔχουν κι’ ἕναν παληάτσο, σᾶς ψέγει καὶ γελοῦν.

Τὸ ποίημα ὡς συμμετοχὴ στὸ "ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ" τοῦ Ῥομαντικοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

The Dweller


 










Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ἦτον ἤδη ἀρχαῖο στὴν αὐγὴ τῆς Βαβυλῶνος·
ὑπὸ τοῦ τύμβου ἄγνωστο πόσο καιρὸ ἐκοιμήθη,
μὰ ἐν τέλει ἡ σκαπάνη μας ἔσυρεν ἀπ’ τὴν λήθη
τοὺς γρανιτένιους πλίνθους του κι’ εἶδε τὸ φῶς τοῦ αἰῶνος.

Ἦσαν πλακόστρωτ’ ἀχανῆ καὶ τοῖχοι θεμελίων,
πλάκες σαθρὲς κι’ ἀγάλματα, νὰ δείχνουν λαξεμμένα
κάποιων ἀλλοτινῶν καιρῶν ὄντα παραμυθένια
ποὺ κεῖνται τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἐκτὸς ὁρίων.

Κι’ εἴδαμε λιθινὰ σκαλιὰ κατωφερῆ ν’ ἁπλώνωνται,
μέσῳ πύλης μισόφραγης ἐκ δολομίτου σκαλιστοῦ,
πρὸς κάποιο ἄντρο μελανὸ τοῦ ἀενάου σκοταδιοῦ
ποὺ ἀρχαῖες γραφὲς κι’ ἀρχέγονα μυστήρια συνοφρυώνονται.

Ἀνοίξαμ’ ἕνα πέρασμα –  μὰ ἐῤῥίξαμε τρελὸ φευγιὸ
μόλις κάτωθ’ ἀκούσαμε ποδιῶν βαρὺ βηματισμό.


Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Continuity


 










Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Σὲ κάποιἀρχαῖα πράγματα τὸ ἀχνάρι ἐνυπάρχει
μιανῆς οὐσίας θολερῆς πέραν μορφῆς καὶ μάζης·
λεπτὸς αἰθήρ, ἀδύνατο μὲ λόγια νὰ ὀνομάζῃς,
μὰ δένεται μὲ κάθε ἀρχὴ στὸν χωροχρόνο ποὺ ἄρχει.

Ἕνα σημάδι συνοχῶν ἀχνῶν, κεκαλυμμένων
ποὺ τὰ ἔξω μάτια δὲν μποροῦν σαφῶς νὰ ξεχωρίζουν·
ἀπὸ διαστάσεις σφαλιστὲς τὸ παρελθὸν ποὺ ὁρμίζουν,
καὶ δίχως μὲ κρυφὰ κλειδιὰ ἄβατον παραμένουν.

Ὡς τὰ λοξὰ ἡλιάχτιδα λάμπουν, πῶς συγκινοῦμαι,
σὲ ὑποστατικὰ παληὰ ποὺ λόφο ἀντιθωρᾶνε,
καὶ βάφουν μὲ ζωὴ μορφὲς ποὺ ἀκίνητες βαστᾶνε
ἐδῶ κιαἰῶνες πειὸ ὑλικὲς ἀπὅσον ἐννοοῦμε.

Στὸ ἀλλόκοτον ἐκεῖνο φῶς νιώθω πὼς δὲν ἀπέχει
στέρηος ὄγκος ποὺ ὡς πλευρὲς τὶς ἐποχὲς κατέχει.


Κυριακή 10 Απριλίου 2022

The Doer of Good


 










Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ἦτον ἡ ὥρα τῆς νυκτὸς καὶ ἦτο μόνος.

Καὶ ἐβίγλισεν εἰς τὰ πέρατα τὰ τείχη πόλεως κυκλικῆς καὶ ἐβάδισε πρὸς τὴν πόλι.

Καὶ μόλις ἐζύγωσεν ἀγροίκησεν ἐντὸς τῆς πόλεως τὸν βηματισμὸ τοῦ ἐν χαρᾷ ποδιοῦ, καὶ τὸν γέλωτα τοῦ ἐν ἀγαλλιάσει στόματος καὶ τὸν δυνατὸν ἀχὸ πολλῶν λαγούτων. Καὶ ἔκρουσε τὴν πύλη καὶ μετὰ βεβαιότητος ὅτι οἱ φρουροὶ ἤθελον ἀνοίξει εἰς Αὐτόν.

Καὶ ἀντίκρυσεν οἶκον ὁ ὁποῖος ἦτο μαρμάρινος καὶ εἶχεν ὡραίους στύλους μαρμάρινους εἰς τὴν πρόσοψί του. Οἱ στῦλοι ἦσαν στολισμένοι μὲ στεφάνους, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἔκαιγαν δαυλοὶ κέδρινοι. Καὶ εἰσέβη ἐντὸς τοῦ οἴκου.

Καὶ ὅταν διέσχισε τὴν αἴθουσαν ἀπὸ χαλκηδόνιο καὶ τὴν αἴθουσαν ἀπὸ ἴασπι, καὶ ἐπάτησε τὴν μεγάλην αἴθουσα τῶν συμποσίων, εἶδε νὰ κεῖται εἰς ἀνάκλινδρο θαλασσοπόρφυρο εἷς τοῦ ὁποίου οἱ πλόκαμοι ἦσαν στεφανωμένοι μὲ ῥόδα ἐρυθρᾶ καὶ τοῦ ὁποίου τὰ χείλη ἦσαν ἐρυθρᾶ ἕνεκα τοῦ οἴνου.

Καὶ ἦλθεν ὄπισθεν αὐτοῦ καὶ ἄγγιξε τὸν ὦμον αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί ζῇς κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἀπόκρισι καὶ εἶπε, «Ὅμως ἤμουν κάποτε λεπρός, καὶ μ’ ἐγιάτρεψες. Πῶς ἀλλιῶς νὰ ζῶ;»

Καὶ Ἐκεῖνος ἐξέβη ἐκ τοῦ οἴκου καὶ πάλιν ἦλθεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ.

Καὶ ἐντὸς ὀλίγου εἶδε κάποια τῆς ὁποίας τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔνδυμα ἦσαν ἐντόνως βαμμένα καὶ τῆς ὁποίας τὰ πόδια ἦσαν ζωσμένα μὲ μαργαριτάρια. Καὶ ὄπισθεν αὐτῆς ἀκολουθοῦσεν, ἀργὰ ὡσὰν κυνηγός, νέος ἀνὴρ ἐνδεδυμένος μὲ μανδύα δίχρωμο. Τὸ λοιπὸν τὸ πρόσωπο τῆς γυναικὸς ἦτον ὅπως τὸ ὡραῖο πρόσωπο ἑνὸς εἰδώλου, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ νέου ἀνδρὸς ἔλαμπαν πλήρεις λαγνείας.

Καὶ Ἐκεῖνος ἀκολούθησε γοργὰ καὶ ἄγγιξε τὸ χέρι τοῦ νέου ἀνδρὸς καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί θωρεῖς τὴν γυναῖκα τούτη καὶ μὲ τέτοιον τρόπο;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτὸν καὶ εἶπε, «Ὅμως ἤμουν κάποτε τυφλός, καὶ μοὶ ἔδωκες τὸ φῶς μου. Πρὸς τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ θωρῶ;»

Καὶ Ἐκεῖνος ἐτάχυνε καὶ ἄγγιξε τὸ ἐντόνως βαμμένο ἔνδυμα τῆς γυναικὸς καὶ τῆς εἶπε, «Δὲν εὑρίσκεται ἄλλη ὁδὸς ἵνα βαδίσῃς πλὴν τῆς ὁδοῦ τῆς ἁμαρτίας;»

Καὶ ἡ γυνὴ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτόν, καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπε, «Ὅμως σὺ ἐσυγχώρησες τὲς ἁμαρτίες μου, καὶ ἡ ὁδὸς εἶναι ὁδὸς εὐχάριστη».

Καὶ Ἐκεῖνος ἐπέρασεν ἐκτὸς τῆς πόλεως.

Καὶ μόλις εἶχε περάσει ἐκτὸς τῆς πόλεως εἶδε καθισμένον εἰς τὴν ἄκρη τοῦ δρόμου νέον ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἐθρηνοῦσε.

Καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἄγγιξε τοὺς μακριοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν του καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί θρηνεῖς;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐσήκωσε τὴν κεφαλή του καὶ ἐγνώρισεν Αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἀπόκρισι, «Ὅμως ἤμουν κάποτε νεκρός, καὶ μὲ ἀνέστησες ἐκ νεκρῶν. Τί ἄλλο νὰ πράξω παρὰ νὰ θρηνῶ;»


Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

The Cats


 
















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Βαβελικὲς λιθοδομὲς τ οὐράνια πυργαγγίζουν,
φλόγες τῆς ματαιότητος σὲ δῖνες κάτω ἀνάφτουν·
σὲ τοῦβλο, πέτρα, μύκητες φαρμακεροὶ ἀνθίζουν,
λύχνοι ποὺ τρεμοφέγγουνε, νεκρόφωτα ποὺ στράφτουν.

Θηόρατες μαῦρες γέφυρες λιγδοποτάμια στέφουν,
συρματοϊστοὶ ἀπὸ πράγματα ἀνέκφραστα ὑφασμένοι·
βύθη κατακομβῶν ἐξ ὧν τὰ ὁγρὰ χάη παρέχουν
ῥέμματα ζώσας δυσωδιᾶς, στὸν ἥλιο ποὺ πεθαίνει.

Χρώματα καὶ λαμπρότητα, ἀσθένεια καὶ σῆψις,
στριγγλιὲς καὶ κουδουνίσματα, κομφούζιο ἐν παρανοίᾳ,
προσεύχοντὄχλοι ἐξωτικοὶ εἰς ξένων θεῶν τὶς πίστεις,
συμφ
ύρματα ὅλο κακοσμιὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀσφυξία.

Γατῶν φουσσᾶτα ἀπτὰ στενὰ τὰ νυχτοβραδιασμένα,
στοῦ φεγγαριοῦ τὸ φωταυγὲς γέρνουν λιγνὲς κιοὐρλιάζουν,
κραυγάζοντας τὰ μέλλοντα μορφάζουν κολασμένα,
τὸ βάρος τοῦ Πλουτώνιου κιἄλικου ῥούνου κράζουν.

Πύργων τρανῶν, πυραμιδῶν κισσόπλεχτ θανή των,
σὲ δρόμους χορταρόφραχτους βουτᾶνε νυχτερίδες·
γυμνὲς κομμένες γέφυρες, ποτάμια ποὺ βοή των
φωνὴ δὲν σμείγει ὡς οἱ πλατειὲς τραβιοῦνται πλημμυρίδες.

Στὴν ἀποσκιὰ τοῦ φεγγαριοῦ καμπαναριὰ ἐρειπώνουν,
πλέον σπηλαίων στόμια τὰ βρύα καταφράζουν,
κι’
εἰς τὸ νερό, στὸν ἄνεμον ἀπόκρισιν ὀρθώνουν
μ
όνον οἱ γάτες οἱ λιγνὲς ποὺ στὴν ἐρμιὰν οὐρλιάζουν!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

The Artist

 















Ποίημα τῆς Αἴμυ Λόουελ


Γιατὶ δαμάζεις τὸν ἑαυτό σου ἐντὸς χρυσῶν καὶ πορφυρῶν;
Γιατὶ ξεθωριάζεις τὸν ἑαυτό σου μὲ πτυχωτὰ μετάξια;
Δὲν ἐννοεῖς ὅτι μπορῶ νἀγοράσω μπροκὰρ εἰς ὅποιου ὑφασματοπώλου τὸ κατάστημα,
Κιὅτι ἀσφυκτιῶ μέσα στὸ λυκόφως ὅλων αὐτῶν τῶν χρωμάτων.
Πόσο λευκὴ θὰ ἤσουν, κιἐντυπωσιακή
Πόσο γαλήνια·
Ὅμως οἱ καμπύλες σου θἀνάβρυζαν πρὸς τὰ ἐπάνω
Ὡς διάφανος πίδαξ ἐκτοξευθέντος νεροῦ,
Θἀναῤῥιγοῦσες ὡς ἐκτινασσόμενο ῥάντισμα νεροῦ,
Θὰ ἐδίσταζες, καὶ θὰ ὑποτροπίαζες, καὶ θὰ ἔτρεμες.
Κιἐγὼ μᾶλλον ὁμοίως θὰ ἔτρεμα,
Παρατηρῶντας.

Μύρηκος βαφὲς καὶ πούλιες
Κιὡστόσο θαῤῥῶ πὼς θὰ μποροῦσα νὰ βαστάξω τὴν ὀμορφιά σου ἀνήσκιωτη.


Μύρηξ: Γένος μαλακίων ἀπὅπου ἔβγαζαν τὴν πορφυρῆ βαφή.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Antarctos












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Μὲς
στὄνειρό μου ἁδρὸ πουλὶ ἀλλόκοτἀχνομίλει
γιὰ μαῦρο κῶνο ἀναμεσὶς τῶν πολικῶν ἐρήμων·
μόνος, μουντός, βαριοπατεῖ τοῦ πάγου τἀντιστύλι,
καὶ ἀγριοβόρια αἰώνια μοὐλὲς κιἀλλοίωσι ντύνουν.

Δῶθε ὄντα δὲν πορεύονται, γέννημα τοῦ πλανήτου,
καὶ μόνον κάτωχρες αὐγὲς κιἥλιοι ξεθωριασμένοι
τὸν βράχο τὸν λακκώδη καῖν, ὅπου τὴν πρωταρχή του
οἱ Παλαιοὶ πολὺ ἀμυδρὰ τὴν εἶχαν μαντεμμένη.

Ματιὰ ἀνθρώπου ἂν ἔβλεπεν, ἁπλῶς θὰ διερωτᾶτο
τί Φύσεως κτίσμα σύνθετον τύμβος ποὺ ἀγναντεύει·
μὰ τὸ πουλὶ ἀνιστόρησε μέρη ἀχανῆ, ποὺ κάτω
ἀπὸ μιλιοῦ παγόπεπλα γέρνει, κλωσσᾷ, ἐνεδρεύει.
 
Θέ βόηθα τὸν ὀνειρευτὴ πούδε μὲ ὁράματα τρελὰ
σὲ κρυσταλλένια βάραθρα κεῖνα τὰ μάτια τὰ νεκρά.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Ἐξκάλιμπερ

Ἐξκάλιμπερ

σξβ΄

Σὰν τὸ γυμνὸ Ἐξκάλιμπερ, τὸ λιθοστερηωμένο,
ποὺ γλείφει το ψιλόβροχον, τυλίγουν το οἱ ἀντάρες,
τὸ οὐδεὶς νὰ εὑρέθη σύρῃ το, τὸ οὐδεὶς ν’ ἀποτραβήξῃ,
τὸ οὐδεὶς χεροζυγιάσῃ το, περάσῃ στὴν ζωστρή του,
νὰ εἰπῇ του «Εἶμ’ ὁ ῥῆγας σου καὶ σὺ ἡ δύναμίς μου»,
οὕτως ὀρθὴ ἐλούετον, στητὴ καὶ γυμνωμένη.
Κι’ ἦτο ἡ κορμοστασιὰ σπαθί, πέτρα οἱ λουτροψηφῖδες,
κι’ οἱ ὑδροῤῥοὲς ψιλόβροχον κι’ οἱ ὑδρατμοὶ ἀντάρες.
Κι’ ἐπόθουν νά ’μπω εἰς τὸ λουτρό, νὰ τὴν σφιχταγκαλιάσω,
στήθια νὰ σμείξουν κι’ ἂς κοπῶ, χέρια νὰ πισωπιάσω,
νὰ εἰπῶ της «Εἶμαι μοῖρα σου καὶ σὺ κρυφὴ ψυχή μου».


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ἀστικὸ σονέττο ΙΙ

Ἀστικὸ σονέττο ΙΙ

σξα
΄

Τὸ ἀμπαζοὺρ γυαλὶ βιτρὼ κι’ ὠχρὸ τὸ φῶς του,
εἷς ἀμφορεὺς πάνω σ’ ἰωνικὴ κολῶνα,
μὲ στόφα ἀνάγλυφη μπερζέρα πολυθρόνα
ὅπου γυμνὴ κάπνιζε ἀνέμελα ἐμπρός του.
Ἑνότης χώρου καὶ κορμιοῦ ποὺ ὕφαιν’ ἐντός του
μιὰ ὥσμε τὰ βένθη τῆς ψυχῆς ἄληστ’ εἰκόνα,
κι’ ἀπ’ τοῦ καπνοῦ της τὴν γαλαζωπὴ κορῶνα
γυμνογραφία ὣς τὰ γραπτὰ τοῦ γήρατός του.

«Ὁ αἰσθητιστὴς» εἶπε «βαρειὰ καταλαλιά·
ὅτι οἱ βαθύγνωμοι ῥηχοὺς μᾶς τελαλίζουν,
ἀνάξιους τάχα πρὸς μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Τὸ κάλλος ὕπερθεν γιά ἐδῶ, μι’ ἀλήθεια ἁπλῆ,
πὼς τ’ ἀπερίζωστα τοῦ νοῦ δὲν συνορίζουν·
σοφὰ τὸ Πᾶν τὰ πάντα κρύβει στὴν μορφή».


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ἐδῶ

Ἐδῶ

σξ
΄

Ὄχι μὲς σ’ ἀσυγνέφιαστους μυρόπνοους ἀγρούς,
ἐν ἀλυπίᾳ ὁλόφωτου κι’ ἀσπίλου παραδείσου,
ὅμως ἐδῶ,  σ’ ἄνυδρη ἐρμιά, ποὺ αὐγάζ’ ἡ ἁβρὴ μορφή Σου,
ἐπὶ τῆς τέφρας τῆς παχειᾶς ὀνείρων στοὺς καιρούς.

Ἐδῶ, ἐδῶ Σὲ ἀγαπῶ, κι’ ὁλογδυμνός, Κυρία,
προσγονατίζω καὶ φιλῶ τὰ πόδια Σου γυμνά,
ψυχή μου ἡ λυκομύητος ἐνώπιο Σου ἀλυχτᾷ,
τετράξανθε τοῦ Αὐγούστου ἀνθέ, ὁδός μου ὑπεραγία.

Δός μοι τὸ ὕδωρ, νὰ λουστῶ, τῶν ἀστερομματιῶν Σου.
Βρέξε, πυκνά, εἰς τὰ βύθη μου τοῦ λόγου Σου σπορά.
Κάλεσ’ ἐμὲ τὸν πάντερμον, ἔνδον μὰ βροντερά.
Φέξε τὰ κορμοηλιάχτιδα, τὸ ἡλιοχαμόγελό Σου.

Ἐδῶ, ποὺ ἀγέρι πνιγηρὸ λυσσομανάει καυτό,
κι’ ὡς φυέται νηὸ κάθ’ ὄνειρον φλέγει το ἀποκαΐδια,
φυλάττω Σου δεντρόκηπο, μ’ ἥσκιους κι’ ἀνθοστολίδια,
δρόσους, κρῆνες γλυκόπιοτες, ἐδῶ, ποὺ Σ’ ἀγαπῶ.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ἀστικὸ σονέττο

Ἀστικὸ σονέττο

σνθ΄

Οἱ τοῖχοι ἐλάμπαν μὲ τὸ σμαραγδένιο χρῶμα
καὶ οἱ μπερντέδες βαθυκόκκινοι ταφτάδες,
πέριξ χαλκοί, πίνακες, κρύσταλλα σ’ ἀράδες,
κι’ ἡ ὡρηὰ στοῦ φλόγινου τοῦ καναπὲ τὸ στρῶμα.
Μοίραζε τσάϊ μὲ πορσελάνινο σερβίτσιο
κι’ ἀφέλειες πέφταν ἀπ’ τὸ εὔμορφο κεφάλι,
«Μὰ ἂς μιλήσουμε γιὰ ποίησι καὶ πάλι»,
τρίσχαρα μάτια ὅλο εὐγένεια, πλάνη, βίτσιο.

Ἄχ! Καὶ νὰ ἐγνώριζεν ἡ «Ἂρ Ντεκὸ» κυρία
πόσο στερφέψαν τῆς ποιήσεως τὰ μεράκια…
Ἐνθάδε ἡ σὰρξ γιὰ μόνη στρέχει ὀπτασία.
Κεῖνος τὸ βένγκε ὀβὰλ τραπέζι ἀναμετροῦσε,
τὰ σκαλιστὰ μ’ ὅλο μπορντοῦρες ποδαράκια,
κι’ ἂν δυὸ γυμνῶν κορμιῶν τὸ πάθος θὰ βαστοῦσε.


254

 












Ποίημα τῆς Αἴμιλυ Ντίκινσον

Ἐλπὶς εἶναι τὸ πουπουλένιο πλάσμα
ὅπου κουρνιάζει μέσα στὴν ψυχή,
καὶ ᾄδει τὸν σκοπὸ δίχως τὰ λόγια,
κι’ ἀναπαημὸ ποτέ του δὲν κρατεῖ,

κι’ ἡδύτερα γροικιέται στ’ ἀγριοκαίρι·
κι’ ἐπίπονο δρολάπι χρεία νὰ ’ρθῇ
στ’ ἀχαμνοπούλι σάστισμα ἵνα φέρῃ
ποὺ ἐβάσταξε πολλοὺς μὲ θαλπωρή.

Τ’ ἄκουσα στὴν κατάψυχρη ἐπικράτεια,
σ’ ἀπόξενης θαλάσσης τὰ νερά·
ἀμή, ποτέ, σ’ ὅποια ἐσχατιὰ κι’ ἂν βρέθῃ,
ψιχίο δὲν μοῦ ἐζήτησε σταλιά.