Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Θυσία


Θυσία

σμ΄

Ὡς στήλη ἁγνόφαντου φωτὸς κι’ ἀχτιδανθὸς τοῦ ἡλίου,
κι’ ὡς νύχιας μπόρας κεραυνὸς κι’ ἄχραντη αὐγὴ λειμῶνος,
κι’ ὡς ἐρμοκέρι ὁποὺ φωτάει τὴν προσευχὴ κελλίου,
θά ’ρθῃ βουβὴ κι’ ὁλόγυμνη, στὰ σκότη ὡς γέρνω μόνος.

Γυμνὸς θὰ πέσω ἐν γόνασι, μηροὺς θὰ στηθαγγίξω,
θ’ ἀνακαλέσω ἀκρόγλωσσα τοῦ ἔρωτος τὸ δαιμόνιο,
τὸ ἀφροπλασμένο σῶμα της στὰ μπράτσα θὰ τυλίξω,
ματιῶν, κορμιῶν σχῆμα νοητό, τρίγωνον ἀμβλυγώνιο.

Κι’ ὡς χορευτὲς θὰ στρέψουμε κι’ ὡς ὀρθωθῶ θὰ πέσῃ,
λάμψι τοῦ ἀπείρου ὡς ἁπλωθῇ τὸ πᾶν θ’ ἀποθαυμάσω,
τοῦ ὅλου τὸ θεῖον τύπωμα καὶ τῆς ἑστίας τὴν μέσι,
χείλη ὥσμε ἀκροδάχτυλα μὲ ὑγρὴ φωτιὰ θ’ ἀργάσω.

Σεπτὰ κατόπιν θὰ διαβῶ τὲς πύλες τῆς ἁρμύρας,
κι’ ὡς δράκων εἰς γυμνὸ κλαδὶ γύρω μου θὰ κρεμάσῃ,
θὰ λειαίνουν σκάφες πήλινες οἱ χτύποι θείας λύρας
ὥσπου ὡς βροχὴ ἐν κύμασι στὴν σάρκα ἡ σὰρξ περάσῃ.

Στρόβιλος τότε θέλει ἀρθῆ στὴ νύχτα τὴν μεγάλη,
τ’ ἄστρα, θεοὶ πυρίκορμοι, θὰ ἰδοῦν τὰ ψυχοαχνάρια,
νὰ παίζουν δυὸ φωτόσφαιρες, ἡ μιὰ γύρω ἀπ’ τὴν ἄλλη,
στιγμὲς εἰς μιὰ νὰ σμείγωνται, ν’ ἀστράφτουν πειὸ καθάρια.

Μὰ κι’ οἱ ἀσώματοι θεοὶ θὰ ἰδοῦν σ’ ἄφτορη φύσι
κυνηγητό, ἀγκαλόγελα παιδιῶν στ’ ἄνωρο δείλι,
πολλὰ θὰ εὐφρανθῇ ἡ κυρά, κάλλος θ’ ἀντιδωρίσῃ·
κι’ αὔριο θὰ εἰποῦν οἱ φίλες της «Ἀπόψε λάμπεις, φίλη!»

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

In A Garden




















Ποίημα τῆς Αἴμυ Λόουελ

Ἀναβλύζον ἐκ τῶν στομάτων λιθίνων ἀνδρῶν
ὥστε ν’ ἁπλωθῇ ξέγνοιαστα κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
μέσα σὲ γρανιτόχειλες λεκάνες,
ὅπου ἴριδες τσαλαβουτοῦν τὰ πόδια των
καὶ θροΐζουν στὸ πέρασμα τοῦ ἀνέμου,
τὸ νερὸ γεμίζει τὸν κῆπο μὲ τὴν φούρια του,
ἐν μέσῳ τῆς γαλήνης κοντοκομμένων γρασσιδιῶν.

Ὑγρασία μυρίζουν οἱ φτέρες σὲ λίθινες σήραγγες,
ὅπου σταλάζουν καὶ ῥαντίζουν τὰ συντριβάνια,
μαρμαρινὰ συντριβάνια, κιτρινωπὰ ἀπ’ τὸ πολὺ νερό.

Καταβρέχοντας βρυοκηλιδωτὰ σκαλοπάτια
πέφτει, τὸ νερό·
καὶ ὁ ἀέρας νὰ πάλλεται μὲ δαῦτο·
μὲ τὸ κελάρυσμα καὶ τὴν ῥοή του·
μὲ τὸ πηδηχτό, καὶ βαθύ, δροσερὸ μουρμουρητό του.

Καὶ εὐχήθηκα γιὰ νύχτα καὶ γιὰ σένα.
Ἐπιθυμοῦσα νὰ σὲ δῶ μέσα στὴν πισσίνα,
λευκὴ καὶ γυαλιστερὴ μέσα στὸ ἀσημόστικτο νερό.

Ἐνόσῳ τὸ φεγγάρι πήγαινε πάνω ἀπ’ τὸν κῆπο,
ψηλὰ στὴν ἁψῖδα τῆς νύχτας,
καὶ τῶν πασχαλιῶν ἡ εὐώδια ἦταν βαρειὰ μὲ τὴν σιγαλιά.

Νύχτα καὶ τὸ νερό, καὶ σὺ στὴν λευκότητά σου, λουομένη!


Φωτογραφία: Bachrach
"MS Lowell 62 (5), Houghton Library, Harvard University"