Κυριακή 10 Απριλίου 2022

The Doer of Good


 










Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ἦτον ἡ ὥρα τῆς νυκτὸς καὶ ἦτο μόνος.

Καὶ ἐβίγλισεν εἰς τὰ πέρατα τὰ τείχη πόλεως κυκλικῆς καὶ ἐβάδισε πρὸς τὴν πόλι.

Καὶ μόλις ἐζύγωσεν ἀγροίκησεν ἐντὸς τῆς πόλεως τὸν βηματισμὸ τοῦ ἐν χαρᾷ ποδιοῦ, καὶ τὸν γέλωτα τοῦ ἐν ἀγαλλιάσει στόματος καὶ τὸν δυνατὸν ἀχὸ πολλῶν λαγούτων. Καὶ ἔκρουσε τὴν πύλη καὶ μετὰ βεβαιότητος ὅτι οἱ φρουροὶ ἤθελον ἀνοίξει εἰς Αὐτόν.

Καὶ ἀντίκρυσεν οἶκον ὁ ὁποῖος ἦτο μαρμάρινος καὶ εἶχεν ὡραίους στύλους μαρμάρινους εἰς τὴν πρόσοψί του. Οἱ στῦλοι ἦσαν στολισμένοι μὲ στεφάνους, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἔκαιγαν δαυλοὶ κέδρινοι. Καὶ εἰσέβη ἐντὸς τοῦ οἴκου.

Καὶ ὅταν διέσχισε τὴν αἴθουσαν ἀπὸ χαλκηδόνιο καὶ τὴν αἴθουσαν ἀπὸ ἴασπι, καὶ ἐπάτησε τὴν μεγάλην αἴθουσα τῶν συμποσίων, εἶδε νὰ κεῖται εἰς ἀνάκλινδρο θαλασσοπόρφυρο εἷς τοῦ ὁποίου οἱ πλόκαμοι ἦσαν στεφανωμένοι μὲ ῥόδα ἐρυθρᾶ καὶ τοῦ ὁποίου τὰ χείλη ἦσαν ἐρυθρᾶ ἕνεκα τοῦ οἴνου.

Καὶ ἦλθεν ὄπισθεν αὐτοῦ καὶ ἄγγιξε τὸν ὦμον αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί ζῇς κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἀπόκρισι καὶ εἶπε, «Ὅμως ἤμουν κάποτε λεπρός, καὶ μ’ ἐγιάτρεψες. Πῶς ἀλλιῶς νὰ ζῶ;»

Καὶ Ἐκεῖνος ἐξέβη ἐκ τοῦ οἴκου καὶ πάλιν ἦλθεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ.

Καὶ ἐντὸς ὀλίγου εἶδε κάποια τῆς ὁποίας τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔνδυμα ἦσαν ἐντόνως βαμμένα καὶ τῆς ὁποίας τὰ πόδια ἦσαν ζωσμένα μὲ μαργαριτάρια. Καὶ ὄπισθεν αὐτῆς ἀκολουθοῦσεν, ἀργὰ ὡσὰν κυνηγός, νέος ἀνὴρ ἐνδεδυμένος μὲ μανδύα δίχρωμο. Τὸ λοιπὸν τὸ πρόσωπο τῆς γυναικὸς ἦτον ὅπως τὸ ὡραῖο πρόσωπο ἑνὸς εἰδώλου, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ νέου ἀνδρὸς ἔλαμπαν πλήρεις λαγνείας.

Καὶ Ἐκεῖνος ἀκολούθησε γοργὰ καὶ ἄγγιξε τὸ χέρι τοῦ νέου ἀνδρὸς καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί θωρεῖς τὴν γυναῖκα τούτη καὶ μὲ τέτοιον τρόπο;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτὸν καὶ εἶπε, «Ὅμως ἤμουν κάποτε τυφλός, καὶ μοὶ ἔδωκες τὸ φῶς μου. Πρὸς τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ θωρῶ;»

Καὶ Ἐκεῖνος ἐτάχυνε καὶ ἄγγιξε τὸ ἐντόνως βαμμένο ἔνδυμα τῆς γυναικὸς καὶ τῆς εἶπε, «Δὲν εὑρίσκεται ἄλλη ὁδὸς ἵνα βαδίσῃς πλὴν τῆς ὁδοῦ τῆς ἁμαρτίας;»

Καὶ ἡ γυνὴ ἐστράφη καὶ ἐγνώρισεν Αὐτόν, καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπε, «Ὅμως σὺ ἐσυγχώρησες τὲς ἁμαρτίες μου, καὶ ἡ ὁδὸς εἶναι ὁδὸς εὐχάριστη».

Καὶ Ἐκεῖνος ἐπέρασεν ἐκτὸς τῆς πόλεως.

Καὶ μόλις εἶχε περάσει ἐκτὸς τῆς πόλεως εἶδε καθισμένον εἰς τὴν ἄκρη τοῦ δρόμου νέον ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἐθρηνοῦσε.

Καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἄγγιξε τοὺς μακριοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν του καὶ τοῦ εἶπε, «Διατί θρηνεῖς;»

Καὶ ὁ νέος ἀνὴρ ἐσήκωσε τὴν κεφαλή του καὶ ἐγνώρισεν Αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἀπόκρισι, «Ὅμως ἤμουν κάποτε νεκρός, καὶ μὲ ἀνέστησες ἐκ νεκρῶν. Τί ἄλλο νὰ πράξω παρὰ νὰ θρηνῶ;»


Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

The Cats


 
















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Βαβελικὲς λιθοδομὲς τ οὐράνια πυργαγγίζουν,
φλόγες τῆς ματαιότητος σὲ δῖνες κάτω ἀνάφτουν·
σὲ τοῦβλο, πέτρα, μύκητες φαρμακεροὶ ἀνθίζουν,
λύχνοι ποὺ τρεμοφέγγουνε, νεκρόφωτα ποὺ στράφτουν.

Θηόρατες μαῦρες γέφυρες λιγδοποτάμια στέφουν,
συρματοϊστοὶ ἀπὸ πράγματα ἀνέκφραστα ὑφασμένοι·
βύθη κατακομβῶν ἐξ ὧν τὰ ὁγρὰ χάη παρέχουν
ῥέμματα ζώσας δυσωδιᾶς, στὸν ἥλιο ποὺ πεθαίνει.

Χρώματα καὶ λαμπρότητα, ἀσθένεια καὶ σῆψις,
στριγγλιὲς καὶ κουδουνίσματα, κομφούζιο ἐν παρανοίᾳ,
προσεύχοντὄχλοι ἐξωτικοὶ εἰς ξένων θεῶν τὶς πίστεις,
συμφ
ύρματα ὅλο κακοσμιὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀσφυξία.

Γατῶν φουσσᾶτα ἀπτὰ στενὰ τὰ νυχτοβραδιασμένα,
στοῦ φεγγαριοῦ τὸ φωταυγὲς γέρνουν λιγνὲς κιοὐρλιάζουν,
κραυγάζοντας τὰ μέλλοντα μορφάζουν κολασμένα,
τὸ βάρος τοῦ Πλουτώνιου κιἄλικου ῥούνου κράζουν.

Πύργων τρανῶν, πυραμιδῶν κισσόπλεχτ θανή των,
σὲ δρόμους χορταρόφραχτους βουτᾶνε νυχτερίδες·
γυμνὲς κομμένες γέφυρες, ποτάμια ποὺ βοή των
φωνὴ δὲν σμείγει ὡς οἱ πλατειὲς τραβιοῦνται πλημμυρίδες.

Στὴν ἀποσκιὰ τοῦ φεγγαριοῦ καμπαναριὰ ἐρειπώνουν,
πλέον σπηλαίων στόμια τὰ βρύα καταφράζουν,
κι’
εἰς τὸ νερό, στὸν ἄνεμον ἀπόκρισιν ὀρθώνουν
μ
όνον οἱ γάτες οἱ λιγνὲς ποὺ στὴν ἐρμιὰν οὐρλιάζουν!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

The Artist

 















Ποίημα τῆς Αἴμυ Λόουελ


Γιατὶ δαμάζεις τὸν ἑαυτό σου ἐντὸς χρυσῶν καὶ πορφυρῶν;
Γιατὶ ξεθωριάζεις τὸν ἑαυτό σου μὲ πτυχωτὰ μετάξια;
Δὲν ἐννοεῖς ὅτι μπορῶ νἀγοράσω μπροκὰρ εἰς ὅποιου ὑφασματοπώλου τὸ κατάστημα,
Κιὅτι ἀσφυκτιῶ μέσα στὸ λυκόφως ὅλων αὐτῶν τῶν χρωμάτων.
Πόσο λευκὴ θὰ ἤσουν, κιἐντυπωσιακή
Πόσο γαλήνια·
Ὅμως οἱ καμπύλες σου θἀνάβρυζαν πρὸς τὰ ἐπάνω
Ὡς διάφανος πίδαξ ἐκτοξευθέντος νεροῦ,
Θἀναῤῥιγοῦσες ὡς ἐκτινασσόμενο ῥάντισμα νεροῦ,
Θὰ ἐδίσταζες, καὶ θὰ ὑποτροπίαζες, καὶ θὰ ἔτρεμες.
Κιἐγὼ μᾶλλον ὁμοίως θὰ ἔτρεμα,
Παρατηρῶντας.

Μύρηκος βαφὲς καὶ πούλιες
Κιὡστόσο θαῤῥῶ πὼς θὰ μποροῦσα νὰ βαστάξω τὴν ὀμορφιά σου ἀνήσκιωτη.


Μύρηξ: Γένος μαλακίων ἀπὅπου ἔβγαζαν τὴν πορφυρῆ βαφή.