Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Gifts










Ποίημα
τοῦ Τζαίημς Τόμσον (Μπύς Βανόλις)


Δὸς σἄντρα ἕνα ἄλογο νὰ δύνεται νὰ ἱππεύῃ,
δὸς σἄντρα ἕνα πλεούμενο νὰ τὸ καλαρμενίζῃ·
τὴν θέσι καὶ τὸν πλοῦτο του, τὴν ῥώμη, τὴν ὑγειά του,
πάνω σὲ γῆν ἢ θάλασσα κεῖνος δὲν θὰ λυγίζῃ.

Δὸς σἄντρα τὸ τσιμπούκι του νὰ πίνῃ τὸν καπνό του,
δὸς σἄντρα τὸ βιβλίο του νὰ κάτσῃ νὰ διαβάζῃ:
κα
μὲ μιὰ γαληνὴ χαρὰ τὸ σπιτικό του λάμπει,
κιἂς γύρωθε κάμαρη πολὺ φτωχὴ φαντάζῃ.

Δὸς σἄντρα μία κοπελλιὰ γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσῃ,
ὅπως ἐγώ, ἀγάπη μου, ἐσένα ἀγαπῶ·
καὶ μὲ τῆς Μοίρας τὸν παλμὸ τρανώνει καρδιά του,
πάνω στὴν γῆ, στὴν θάλασσα, μέσα στὸ σπιτικό
.

 

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

The Wine of Love


 










Ποίημα τοῦ Τζαίημς Τόμσον (Μπύς Βανόλις)

μουσικὴ εἶναι οἶνος τῆς Ἀγάπης,
κι’
εἶντὸ τραγούδι τῆς Ἀγάπης γιορτή:
κιὅταν Ἀγάπη παρακάθεται στὸν δεῖπνο,
Ἀγάπη κάθεται πολύ:

Πολὺ κάθεται κιἐγείρεται πιωμένος,
ὅμως ὄχι ἀπτὴν γιορτὴ κιἀπὸ τὸν οἶνο·
παραπαίει ἀπτὴν ἴδια τὴν καρδιά του,
τ
πλούσιο καὶ μέγἈμπέλι κεῖνο
.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Μόρα

Μόρα

σοα
΄

Ἄστρωσε, πυκνοβράδιασε κι’ ὕπνου ζυγώνει ὥρα,
ἀνάβουν φῶτα στὲς ὁδούς, στὰ πανωθύρια σβηόνται,
οἱ ὀλίγοι ὅπου ξαγρυπνοῦν, πειότεροι νὰ κοιμιῶνται.
Εἰς τὸ δωμάτιο μπήκαμεν, ἐγὼ κι’ ὁ ἀδελφός μου·
στ’ ἀκροτοιχιὸ ἡ κλίνη του τὴν πόρταν ἀντικρύζει,
στ’ ἄλλο ἀκροτοίχι ἡ κλίνη μου λοξοθωρεῖ τὴν πόρτα.
Ἐκειὸς στρώνει, κλινόγειρεν κι’ εὐθὺς ἀποκοιμήθη,
ἐγὼ στρώνω, κλινόγειρα κι’ ὁ ὕπνος ξεμακραίνει,
κι’ ἐπαίδευα συλλογισμούς, σκέψεις λογιῶ ἐβαστοῦσα,
κι’ ὅπως θωρεῖς τὰ πέλαγα τὴν πόρταν ἐθωροῦσα.
Κι’ ἂς ἦτον βράδυ ἔβλεπα, τ’ ἀλάφρωνε φωταύγεια,
λίγο ἀπ’ τὰ φῶτα στὲς ὁδούς, λίγο ἀπ’ τὴν φεγγαράδα.
Τότε τὸ πρᾶμμαν ἤλλαξεν, σὰν συγνεφιὰ μ’ ἡλιόφως,
κι’ ἀπὸ τὴν πόρτα πό ’χασκε ῥουφήχτηκ’ ἡ φωταύγεια,
κι’ ἦρθαν σκότη ἀκατέλυτα, ὁλόπηχτη μαυρίλα·
κῦμα κακοῦ ἀφροχείλιζε καὶ κίνδυνο ξερνοῦσε,
τὸ βλέμμα μου ἀγκύρωσε καὶ ῥῖγος μ’ ἐτρυποῦσε.
Τὰ σκότη ἀργοβάδισεν, ἀπ’ τὴν μαυρίλα ἐβγῆκε
κι’ ἐστύλωσε μπρὸς στὸ κελλί, στεκόταν στὸ κατώφλι.
Δὲν ἦτο νηά, δὲν ἦτο γρηά, στὸ ἀναμεσὶς γυναῖκα,
μήτ’ ἁψηλή, μήτε κοντή, θωριὰ συνηθισμένη,
λευκὴν ἐφόρειε νυχτικιὰ μὲ γκρίζα λουλουδάκια
κι’ ὣς τὰ μεριὰ τῆς ἔπεφτεν κι’ ἐπάτει γυμνοπόδα·
κι’ εἶχε μαλλιὰ κατάμαυρα κι’ ἦσαν ὀρθά, μπλεγμένα,
κι’ ὀμμάτια γαλανόγκριζα κι’ ὁλόγυρα κατράμι,
κι’ ἐβίγλιζαν στὸ πουθενά, ὡσὰν τῶν ποθαμένων.
Φόβος καὶ περιέργεια ἐντός μου ἀμάχη στῆσαν,
μὰ ἐμάζεψα τὰ θάῤῥητα κι’ ὡμίλησά της κι’ εἶπα.
«Κι’ ἂς εἶσαι ἄνθρωπος φτυστός, δὲν εἶσαι τῶν ἀνθρώπων.
Ποιά εἶσαι; Κάτι δαίμονας! Δῶ πέρα τί γυρεύεις;
Δῶ κόσμος εἶν’ ἀνθρωπινός, νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς».
Μ’ ἐκοίταζε, ἀντικοίταζα, τὰ ὀμμάτια μας κολλῆσαν,
δὲν μ’ ἀποκρίθη στὰ μιλῶ, πλήθια στιγμὲς κυλῆσαν.
Δυὸ βήματ’ ἀργοβάδισεν, ἐδιάβη τὸ κατώφλι,
στὴν κλίνη ἐστάθη τ’ ἀδελφοῦ, μπρὸς στ’ ἀκροκάγκελλά της,
κι’ ὁ τρόμος μὲ περίζωνε καὶ πάλι ὡμίλησά της.
«Στοιχειὸ καὶ βδέλυγμα τῆς γῆς, γενηὰ τῶν μαύρων ἥσκιων,
τὸν ἀδελφό μου τί θωρεῖς; Κακὸ νὰ μὴν τολμήσῃς.
Γοργὰ ὀπισωπάτησε, χάσου στὸν ἄβυσσόν σου».
Ἁρπαχτικὸ τὸν κοίταζε, μ’ ὄργητα τὴν κοιτοῦσα,
καὶ μήτε νὰ μ’ ἀποκριθῇ κι’ ὅλον στιγμὲς κυλοῦσαν.
Τρία βήματ’ ἀργοβάδισεν στὸ κλινοκεφαλάρι
κι’ ἀνέβασε τὸ γόνα της στὸ στῆθος τ’ ἀδελφοῦ μου,
κι’ ἀνέβασε καὶ τ’ ἄλλον της, τὸ στῆθος του πλακώνει,
κι’ ἐπῆρεν ὕφος πέρφανο, φούσκωνε μ’ ἀλαζόνεια.
Τρόμου μὲ δένουν ἅλυσες, τὰ μέλη καταλυόνται,
μὰ ὁ κίνδυνος μ’ ἐκέντριζε, τὰ μέλη ξανανιώνει,
πῶς νὰ παλέψῃ τὸ στοιχειὸν ὁ νοῦς ἀνερωτιέται,
κι’ ἀπὸ τὰ νεῦρα ἔκλαιγα κι’ εἶπα της φρενιασμένος.
«Σύ, Μόρα, τρισκατάρατη, δαιμόνισσα τοῦ ὕπνου,
κατέβα ἢ σοῦ ῥίχνομαι, τελειώνω ἢ τελειώνεις».
Τὸ σκέπασμά μου ἐτράβηξα, κίνησα νὰ χυμήξω,
ὅταν φωνὴν ἀγροίκησα κι’ ὅλα διὰ μιᾶς ἐσβῆσαν.
«Τί σοῦ συνέβη, ἀδελφέ, κι’ ἔτσι μὲ νεῦρα κλαίγεις;»
Τὰ φῶτα εὐθὺς ἀνάψαμε, τὰ ἔγιναν φηγοῦμαι,
κι’ ὣς νῦν δὲν ἐλησμόνησα, καθάρια τὰ ἐνθυμοῦμαι.