Μέγας
ἐπιτάφιος
πδ΄
Ἀλέξανδρος ψυχομαχᾷ κάτω στὴν Βαβυλῶνα
κι’ οἱ φίλοι γιὰ στερνὴ φορὰν ἦρθαν νὰ τόνε δοῦσι,
κι’ ὅλοι καλὰ τὸ νιώσανε, δὲν εἶναι γιὰ νὰ ζήσῃ.
Γεῖς τῶν συντρόφων θάῤῥεψεν καὶ τὸν νεκρὸ ῥωτάει.
«Ἀντίς σου ἀξὸν νὰ κυβερνᾷ τοῦ κόσμου τὸ καράβι,
Ἀλέξανδρε, ποιόν
βούλεσαι κι’ ἂν λάχῃ κι’ ἀποθάνῃς;»
«Φίλοι, τὸν δυνατώτερον κι’ ἂν λάχῃ κι’ ἀποθάνω».
Καὶ πάλε δὲν ὡμίλησεν, πάλε
μεταμιλεῖ τους.
«Βλέπω σπαθιὰ νὰ σέρνωνται, μαχαίρι' ἀκονισμένα,
καὶ μέγας ἐπιτάφιος θέλει στηθῆ γιὰ μένα».