Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Ὁ γέρων στὸ περιγιάλι


Ὁ γέρων στὸ περιγιάλι

σκγ΄

Στὴν Ἄννα Μαρία Τ. Κ.

Στὴν τάβλα κρασοπίνει γέρων ἁλιεύς,
φωτάει μοναχοκέρι τὸ καλύβι του,
γροικᾷ φωνές, γλυκόγελ’ ἀχαλίνωτα,
στοῦ ἁρμυρικιοῦ τὴν λόχμην ἀλαφροπατεῖ.
Ῥωτεύονται στὸν ἄμμον ἄνδρας καὶ γυνή,
στοῦ ὑδάτου τ’ ἀκραχείλι φλόγες πήλινες.
Ὀλίγο τοὺς ἐχάρη, τ’ ἄστρη πλειότερο,
στῆς γύμνιας δέθη, ἀκέρηος, τὸν κατάδεσμο
κι’ ἀποτραβιέται κι’ ἂς ταράχτη ὁλόκορμος·
τὸ μονοπάτι, πάει, στὸ ψαροκάλυβο,
τὴν κοῦπ’ ἀναγιομίζει, ῥέμβαζε βουβός.
Τοῦ πρωτογόνου Κάλλους τ’ ἀνακάλημα
ἀπ’ τὰ μνημούρια τοῦ καιροῦ, τὰ ὀρθάνοιχτα,
παληᾶς ἀγάπης πνεύματα ἐσήκωσεν.
Ῥωτεύτη ἐδῶ κάποτες ἀξεσκόλιστος
κι’ ἡ θύμησις, γλυκόπικρη, δακρύζει τον,
στὴν ταπεινὴ κι’ ἀνήλιαστη ψυχοῦλα του
τὸν δρόμο ἀναφεγγίζει τοῦ αἰώνιου.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Ἡ φεγγαροντυμένη


Ἡ φεγγαροντυμένη

σκβ΄

Στὸν Θεοδόση Βολκὼφ

Στ’ ἀρχαίου ῥημαδοκάστρου τὸν ἀγριότοπο
ν’ ἀκουρμαστῇ, πλανιέται, τὰ φαντάσματα,
κι’ ἀπάνω εἰς χλόη κυκλολιθοπερίκλειστη
θωρεῖ ἐγδυμνὸ κορίτσι κι’ ἀνακάθεται·
στ’ ἄργυρον φεγγαρόφως πλέει κατάλουστη,
μυστῶν τραγούδι λέει, λὲς σκάρο τῶν στοιχειῶν.
Τρομάζει γι’ ἀνεράϊδα, σκιάχτη ἀερικόν,
ἔρως κι’ ἁγνότης τὴν περζώνουν σύγκορμη,
δὲν εἶν’ πλάσι ἀλλοκόσμου, ὁμοιάζει σάρκινη,
ἀνθρώπου κόρη καὶ φεγγαρολούζεται.
Θαῤῥεύει ὁ ἄγουρος καὶ φανερώνεται,
λαφιάζει ἡ ἐγδυμνή, γοργοσηκώνεται
κι’ ὅσο τήνε ζυγώνει ὀπισωπατεῖ,
στὰ πόδια της προσπέφτει, τὰ γλυκοφιλεῖ,
κείνη κάμνει νὰ φύγῃ, μεταμέλεται…
(Στὰ βύθη τῆς ματιᾶς του λύκος κι’ ἔτρεχε
σὲ δρογγεμμένα δάση, ἐρήμους ἄνυδρες,
περγιάλια ζαχαρένια, χιόνι’ ἀπάτητα,
ῥηγᾶτα νεραϊδένια κι’ ὀνειρόκηπους,
σὲ τσιμεντένια χάη, πολέμους, μνήματα,
σὲ γένη μαντεμένια καὶ πανσίδηρα,
μὲς στὸν λειμῶνα τοῦ ᾅδη, κάτω ἀπ’ οὐρανοὺς
γαλάζιους, πορφυροῦς, μαύρους κι’ ἀστρόσπαρτους.
Δίχως ἀναπαημὸν ἔτρεχε, ἀείπλανος,
τοῦ ἀρχῆθεν Κάλλους τὸν ντορὸ γυρεύοντας.)
…κι’ ἀχνά, δειλοσκοπῶντας, τοῦ χαμογελᾷ,
τὸ χέρι τοῦ κρατεῖ κι’ ὀρθοστυλώνει τον,
τὸν δρόμο ἀναφεγγίζει τοῦ αἰώνιου.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Ὁ λεμονόκηπος


Ὁ λεμονόκηπος

σκα΄

Στὸν Δημήτριο Δικαῖο

Στῶν περβολιῶν τὴν μέσι λεμονόκηπος,
μιὰ δωδεκάδα δέντρη, σύθαμπον, ἐρμιά,
κι’ ὁλογδυμνὸ κορίτσ’ ἰδοὺ λευκόχερον
εἰς κουνιστὸ θρονὶ πέρα καὶ δῶθε πάει.
Μαλλιὰ μὲ λεμονάνθια καταμάργαρα
στοῦ ὠχροῦ κορμιοῦ τὸν ἄμμον ἀφροχύνονται,
σταυρώνει καὶ λυγίζει κνῆμες καὶ μεριά,
τὰ στήθη ἀναπετάζουν ὡς κορμώνεται,
κι’ ἀγερικόν, ὁμοιάζει, ἀκρελεφάντινο.
Τ’ ἀρχῆθεν Κάλλος ὥρισε ἀπρομάντευτο
κι’ ἐπρόσταξεν ὁ γρῦλλος, μόνος, νὰ λαλῇ,
κι’ εἶπεν ὁ λεμονόκηπος ν’ ἀκινητῇ.
Ὁ κυνηγὸς θωρεῖ τ’ ἅγιον εἰκόνισμα,
προσκυνογονατίζει στὴν ἀγροεκκλησιά,
κι’ ὁ πόνος ὁ ἁψίγλυκος, κατάβαθα,
τὸν δρόμο ἀναφεγγίζει τοῦ αἰώνιου.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

On The Grasshopper And Cricket




















   Ποίημα τοῦ Τζὼν Κὴτς
 
   Στὴν Νικολέττα Σίμωνος
 
   Ἡ ποίησις ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ μηδέποτε πεθαίνει:
   Ὅταν μαραίνῃ τὰ πουλιὰ τοῦ λάβρου ἥλιου ἡ πύρα
   κι’ ἀράζουν στὶς δεντροδροσιές, φωνὴ γροικιέται γῦρα
   σὲ λειβαδιοῦ θαμνόφραχτου χλόη φρεσκοκομμένη.
 
   Εἶν’ τῆς Ἀκρίδος ἡ φωνή – κείνη παίρνει κεφάλι
   στοῦ θέρους τὴν γλυκειὰ βολή, – καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει
   μὲ τὶς χαρές· γιὰ ὡς κουραστῇ ἀπ’ τὸ τρελό της κέφι
   κάτω ἀπ’ ἀγριόχορτο τερπνὸν ἀνέτως ἀναθάλλει.
 
   Ἡ ποίησις ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ ἀναπαημὸ δὲν κάνει:
   Στὸ ἔρμο χειμέριο σύθαμπο, ποὺ ὁ παγετὸς ἀργάζει
   σιωπήν, ἀπ’ τὴ θερμάστρα νά μὲ ἤχους λιγυροὺς
 
   τοῦ Γρύλλου τὸ τραγούδισμα, στὴ ζέστα πάντ’ αὐξάνει,
   κι’ εἰς ἕναν ποὺ ἀποκάρωσε μισάγρυπνος φαντάζει
   σὰν τῆς Ἀκρίδος ὅπου ἀχεῖ σὲ λόφους χλοερούς.
 
   Πίνακας: Joseph Severn

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Νοτίως τῆς Ἑρμιονείας

Νοτίως τῆς Ἑρμιονείας

σκ΄

Στὴν Σοφία Πόταρη

Κῆπος μὲ πλήθια κλαίουσες, σφερδούκλια, κυπαρίσσια,
μὲ ῥοδαριές, δρόγγους, κισσούς, κρῆνες καὶ λιθοδρόμια·
θαῤῥῶ τὴν πόλι ἐγύρευα, νὰ βγῶ στὴν Ἑρμιόνεια,
ἀμὴ πολλὰ ἐδίψασα κι’ ἀπ’ τὸ μαυρόνερο ἤπια.

Κι’ ὠχρὸς στὴν κρήνην ἔγειρα, στὸ πέργερο κοιμιέμαι,
κι’ ἦρθεν χειμῶνας ζάλευκος κι’ εἶδ’ ἄγριαν γῆ θανάτου,
κι’ ὅλ’ ἡ ἀγάπη ἐστράγγιζε, ῥέει στὰ κιβούρια κάτου,
κι’ ὅλο ἐδιψοῦσα, ἐκαίγομουν, ἄνοιξις καὶ πετιέμαι.

Καὶ στρόβιλοι μὲ πέρζωναν, στ’ ἄγουρον φῶς χορεῦαν,
γλακοῦσαν ἀπὸ ῥοδαριές, δρόγγους, κισσοὺς καὶ κρῆνες·
κι’ ὅταν ἐπαύτη ὁ χορὸς μ’ ὡρμήνεψαν οἱ μνῆμες
κι’ ἦσαν οἱ στρόβιλοι ψυχές, κι’ ὀνόματα μοὶ ἐλέγαν.

Καὶ τ’ ὄνομ’ ἀποκρίθην το, μ’ ἐπιτιμοῦν ὁμάδι.
«Πάρωρ’ ἀγέρθης, ἀδελφέ, σήκω νὰ περπατοῦμε,
κοντεύει ἡ Ἑρμιόνεια, τὰ τείχη πειὰ θωροῦμε,
τῶν ὀνειράτων τὸν λαό, τὰ καστροπόρτια τοῦ ᾅδη».

Κι’ ηὕραμε κήπους καρπεροὺς καὶ βοσκοτόπια ὀμπρός μας
καὶ ποταμὸ χρυσάργυρον, κάτου ἀπ’ τὸν λόγον ἥλιο,
κι’ ἔλουζε ἡ γελαστὴ σιωπὴ τῶν δίκηων τὸ βασίλειο,
κι’ ἡ ἐλπὶς σπαρνοῦσε μέσαθε νά ’ναι ὑστερνὸς σταθμός μας.