Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Τὸ ἀγόρι (Τάγης)


Τὸ ἀγόρι (Τάγης)


σξδ΄


Στῆς Ταρκυνίας τοὺς ἀγρούς, τὰ παχουλὰ χωράφια,
εἷς γεωργὸς πορεύεται, τ’ ὀργώνει ν’ ἀρχινήσῃ.
Κάταστρο δρόμο ὑπάγει τον, μὲ τὴν αὐγοῦλ’ ἀφίχθη,
κι’ αὖθι τὸ στερνοχάραμμα τ’ ὡρηὸν ζευγάρι ζεύει.
Ἐσέρναν μπρὸς τὰ ζωντανὰ κι’ αὐλάκωνε τ’ ἀλέτρι
κι’ ἀνάβγαινε τὸ χῶμα ὁγρὸ κι’ ἡ γῆς μοσχομυρίζει,
ἀμὴ ἐπάρθη τὸ ὑνὶν καὶ βαθυναυλακώνει.
«Χαῖρε!» γροικιέται μιὰ φωνὴ κι’ ἐστράφη ὁ ζευγολάτης,
κι’ ἀναμεσὶς τοῦ αὐλακιοῦ ἐφύτρωσ’ ἕνα ἀγόρι.
Ἐκειὸς τὸ πρῶτο ἐκέρωσε, δεύτερο ἀναῤῥιγάει,
τρίτον ἐβροντοφώναξε κι’ ὠχρὸς πισωπατάει.
Ἀκοῦσαν τον στὰ πέρατα, συντρέχουν οἱ γειτόνοι
κι’ οἱ τῶν γειτόνων γείτονες, βοσκοὶ καὶ ζευγολάτες,
κι’ ἄλλοι εἰς ὀλίγον ἔτρεξαν κι’ ἦρθεν ἡ πόλι ὁμάδι,
κι’ ἦτον ὁ Τάρχων κεφαλή, τῆς πόλεως ὁ κτίστης.
«Παιδί, ποιός εἶσαι; Τί ζητᾷς; Πῶς ἀπὸ γῆς φυτρώθης;»
Καὶ τὸ παιδὶ ἀπεκρίθη του καὶ τέτοια τὸν προστάζει.
«Πέμψε μαντᾶτο, πρώταρχε, στὲς δώδεκα τὲς πόλεις,
νὰ ’ρθοῦν ἀρχόντοι κι’ ἱερεῖς, γραμματικοὺς νὰ φέρουν».
Φτάνουν ἀπὸ τοὺς Βήιους, τοὺς Βόλκους, τὴν Καιρέα,
τὸ Κλούσιον, τοὺς Βολσίνιους κι’ ἀπ’ τὴν Βετουλωνία,
Ποπλώνιον καὶ Κόρτωνα κι’ ἀπὸ τὴν Περουσία,
κι’ ἦρθαν στερνοὶ ἀπ’ τ’ Ἀῤῥήτιον κι’ ἀπὸ τὲς Βολατέῤῥες.
Στέκει τ’ ἀγόριν ἐν σιωπῇ, πέριξ τ’ ἀρχοντολόγι
καὶ κύκλους ὁλοτρόγυρα τῶν Τυῤῥηνῶν τὰ πλήθια.
Τότες κινάει τὴν ψαλμῳδιά, τραγουδιστὰ ’παγγέλλει,
καθάρια ὡς κρήνη τοῦ βουνοῦ, γλυκόγευστα ὡς τὸ μέλι,
κι’ ἄπαυτα λόγους ἔψελνε κι’ ἄπαυτα κεῖνοι ἐγράφαν:
Πῶς νὰ ὁρμηνεύουν τὴν βροντή, τὸν τρομερὸν ἀχό της,
πῶς νὰ ξηγᾶν τὴν ἀστραπὴ σὰν οὐρανοφωτίζῃ,
πῶς ν’ ἀναγνώθουν σωθικά, τῶν σφάγιων τὰ συκώτια,
πῶς νὰ διαβάζουν τὰ πουλιά, τοὺς φτερωτούς των δρόμους,
πῶς νὰ ξεκρίνουν οἰωνούς, θεόσταλτα σημάδια,
πῶς νὰ ὁρίζουν τοὺς ναοὺς καὶ πῶς βωμοὺς νὰ στήνουν,
πῶς νὰ ἐκτελοῦν τὲς λειτουργιές, πῶς καθαρμοὺς νὰ κάμνουν,
καὶ τῶν θεῶν τὴν ὄργητα πῶς νὰ ἐξευμενίζουν.
Κι’ ἄπαυτα λόγους ἔψελνε κι’ ἄπαυτα κεῖνοι ἐγράφαν:
Ποιὰ ἔν’ ἡ φύσις τῶν καιρῶν καὶ πῶς κυλᾷ ὁ χρόνος,
πῶς διαιρεῖται ὁ οὐρανός, ποῦ τῶν θεῶν οἱ τόποι,
πόση τοῦ ἀνθρώπου ἡ ζωή, τοῦ καθενὸς γραμμένο,
πῶς νά ’χῃ κάστρη ἄπαρτα, πόλεις νὰ θεμελιώνῃ.
Τὸν κόσμον ἀνιστόρησε τὸν πέρ’ ἀπ’ τὰ μνημούρια,
σὰν ἀποθάνουν τὶ θὰ ἰδοῦν, τ’ ἄγνωρα ἱνὰ γνωρίσουν,
τὲς τελετὲς πῶς νὰ σωθοῦν, κεῖ νὰ καλωσορίσουν·
κι’ ἄλλα πολλὰ κι’ ἀπ’ τὰ πολλὰ καὶ παραπάνω ἀκόμη.
Ὅντες οἱ λόγοι ἔπαυσαν ἐρώτησεν ὁ Τάρχων.
«Σοφέ, ὁ μοιάζεις μὲ παιδί, ποιό ἔνι τ’ ὄνομά σου;»
Καὶ τὸ παιδὶ ἀπεκρίθη του, οἱ Τυῤῥηνοὶ νὰ μάθουν.
«Εἶμαι τ’ ἀγγόνι τοῦ Διός, νὰ μὲ καλῆτε Τάγη».
Τ’ ὄνομ’ ἀφοῦ ἐξεστόμισε πέφτει νεκρὸ τ’ ἀγόρι,
κι’ ἄξαφνα ἐχάθη καταγῆς ὡς ἄξαφνα ἐφυτρώθη.
Ἐδάκρυσαν οἱ Τυῤῥηνοὶ μὲ τῆς τιμῆς τὸ δάκρυ,
τοὺς ἔκριν’ ἄξιους ὁ Ζεύς, πρεπὰ νὰ τοὺς διδάξῃ,
κι’ ὅλην τὴν γνῶσι ἐσφράγισαν εἰς ἱερὰ βιβλία·
κι’ ὡρκίστηκαν νὰ τὴν φυλοῦν καὶ κατ’ αὐτὴν νὰ διάγουν,
νὰ μνημονεύουν τὸ παιδί, τὸ πάνσοφον ἀγόρι.
 

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Κέλλος ὁ πιτταμνικὸς

Κέλλος ὁ πιτταμνικὸς

σξγ΄


«kellos pittamnikos toler trumusijatei donom»

«Ὁ Κέλλος, τοῦ Πιττάμνου ὑγιός, εἰς τὸν Τρουμουσιάτιν
(ὅπου τὸν ἐθεράπευσεν) προσέφερε τὸ δῶρον».
Κι’ ἄλλον ἂς μὴ καταγραφῇ, θεὸς κι’ ἄνθρωπος ξεύρουν.
(Μήτ’ ἦτον τῆς σαρκὸς φτορὰ κι’ ἀῤῥώστια τοῦ κορμίου,
μήτε καημὸς τοῦ ἔρωτος, τοῦ λογισμοῦ σκοτείνια,
μὸν ἀπ’ τὴν ματαιότηταν λύτρωσε τὴν ψυχή του.)