Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

The Port

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Δέκα μίλια ’πὸ τὸ Ἄρκαμ ἔσμειξα τὸ μονοπάτι
ποὺ τῆς Παραλίας Μπόϋντον στεφανώνει τ’ ἀκρογκρέμι,
κι’ ἤλπιζα σιμὰ στὸ δείλι νά ’χω πλέον πατημένη
τὴν κορφὴν ὅπου τὸ Ἴννσμουθ, στὴν κοιλάδα, βλέπει μάτι.

Κάποιο ἱστίο ἐχανόταν πέρα στοῦ πελάου τὰ μέρη,
ἄσπρον ὅσο ἀρχαίων ἀνέμων σκληροὶ χρόνοι θὰ ξασπρίζαν,
μὰ κακό, οἰωνὸ νὰ φέρῃ ὅπου λέξεις δὲν ὡρίζαν,
τὸ λοιπὸν μήτε φωνάζω, μήτε ὕψωσα τὸ χέρι.

Σάλπαρεν ἀπὸ τὸ Ἴννσμουθ! Παληὰ φήμην ἀντηχῶντας
ἐποχῶν νεκρῶν, σβησμένων. Ὅμως νά μ’ ἀμείωτη βιάση
μὲ ζυγών’ ἡ νύχτα, κι’ ἔχω στὸ σημεῖο ἐκεῖνο φτάσει
ποὺ συχνά, τὴν πέρα πόλι, στέκομαι παρατηρῶντας.

Κεῖ καμπαναριὰ καὶ στέγες – μὰ γιὰ ἰδές! Πῶς ἡ σκοτείνια
σ’ ἀφανῆ στενὰ βουλιάζει, ζοφερὰ ὡσὰν τὸ μνῆμα.



Φωτογραφία: Ἡ οἰκογένεια Λάβκραφτ μὲ τὸν μικρὸ Χάουαρντ

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

The Lamp

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Σὲ γκρεμοὺς κουφαλιασμένους βρέθη ὁ λύχνος πού ’χαν σῆμα

λαξευτό, κι’ ἱερεὺς Θηβαῖος δὲν θὰ μπόρειε νὰ ὁρμηνέψῃ,
κι’ ἱερογλυφικὰ στὰ σπήληα ν’ ἀποπνέουν τρόμου κῦμα
κι’ ἀποτρέπαν κάθε πλάσμα ποὺ ἡ γῆς ἔχει ἀναθρέψει.

Κάτι ἄλλο δὲν εὑρέθη – πλὴν τοῦ μπρούντζινου δοχείου

μὲ παράξενου ἐλαίου ἴχνη ἐντός του ν’ ἀπομένουν·
σκαλιστὸ μ’ ἕλικα γύρω κάποιου ἀσαφοῦς σχεδίου,
καὶ μυστήριαν ἁμαρτία σύμβολα ν’ ἀχνοϋφαίνουν.

Οἱ σαράντα αἰώνων φόβοι δὲν ἐκόψαν τὴν ὁρμή μας,

μὲ τὴν πενιχρή μας λεία καθὼς φεύγαμεν ὁμάδι,
κι’ ὡς ξετάσαμε τὸν λύχνο μὲς στὴν σκοτεινὴ σκηνή μας
ῥίξαμε σπίρτο ἀναμμένο, δοκιμή, στ’ ἀρχαῖο λάδι.

Ἀνεφλέγη – Θεέ μου! … Ὅμως γιγαντομορφὲς ποὺ ὡρίσαν

στὸ τρελό του φῶς, μὲ τρόμο τὶς ζωές μας καψαλίσαν.

The Messenger

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Τὸ πλάσμα, εἶπε, θὰ φανῇ στὶς τρεῖς τὴ νύχτα ἐκείνη
μέσ’ ἀπὸ τῆς λοφοπλαγιᾶς τ’ ἀρχαῖο κοιμητήρι·
μὰ ὡς κούρνιαζα στῶν δρυόξυλων τ’ ἀκμαῖο λαμποπύρι,
τὸν ἑαυτό μου ὡρμήνευα δὲν δύνεται νὰ γίνῃ.

Σαφῶς, ἐστοχαζόμουν το, ἀστεϊσμὸ σκαρώνει
κάποιος ποὺ εἶν’ ἀδύνατον στ’ ἀλήθεια νὰ κατέχῃ
τὸ παλαιὸ τὸ σύμβολον, ἐκ τοῦ καιροῦ τὰ βένθη,
ποὺ τὶς ψηλαφιστὲς μορφὲς τοῦ σκότους λευτερώνει.


Δὲν τὸ ἐννοοῦσε σοβαρά -δέν- μ’ ἄναψα ἕν’ ἀκόμη
λυχνάρι ὡς ἀνηφόριζεν ὁ ἀστροφόρος Λέων
ἀπὸ τὸν Σήνκοκ ποταμό, κι’ ἔκρουε καμπάνα πλέον
ἡ ὥρα τρεῖς – καὶ ἡ φωτιὰ σιγόσβηνε, ἀποσώνει.


Τότε κάτι στὴν πόρτα μου κροτάλισε μὲ προσοχή –
κι’ ὡς φλόγ’ ἀκέρηο μ’ ἔφαγεν ἡ ἀλήθεια ἡ φρικιαστική!