Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ἀειθέρος


Ἀειθέρος

σκε΄

Λιοπύρι ἂν ἦτον ἐς ἀεὶ στὴν πλάσι
κι’ ἄθωρ’ ἡ ἀνατολὴ κι’ ἄγνωρ’ ἡ δύσι
κι’ ἀβίγλιστ’ ἡ ἀστρινὴ τῆς νύχτας φτάσι,
τοῦ ἡλιοῦ τὸ λάμπος ποιός νά ’χεν ὑμνήσει;

Κι’ ἐκειὸς ὅπου ἔρμος δὲν ἔχει ξυλιάσει
στὴ νεκρωμένη ὁγρὴ  χειμέρια φύσι,
ἀνέλπιδος πότε θ’ ἀναβλαστήσῃ,
τὸ ἀμάραντον θέρος πῶς νὰ δοξάσῃ;

Εἰς κρύες καρδιὲς βάδισ’ ἄμετρα μίλια,
μέτρησ’ αὐγές, λιογέρματ’, ἀστροσμάρια,
πλέον ἀγαπῶ θέρη ἄδυτα, λιοπύρια.

Τὸ λιόβγαλμά σου εἶδα, γυνή, καθάρια,
φωτοδρολάπι δίχως ἥσκιου μέρος·
γίν’ ἥλιος μου ἀνέσπερος κι’ ἀειθέρος.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Λύρνα


Λύρνα

σκδ΄

Κεῖται μιὰ λίμνη * στὸν ἐρυθρὸ πλανήτη·
ὄχ’ ὑπογείως, * κάτω ἀπ’ τοῦ ἡλιοῦ τὴν σκῆτι
μονάζουν στὸ φῶς * τὰ σκοῦρα ὕδατά της.
Κεῖ ξαπόστασα, * στὴ νεκρωμένη ὀχθιά της,
ἀναμετρῶντας * τῆς γῆς τὴν μαύρη μοῖρα.
Καὶ μὲς στ’ ὄνειρον *  τὸ μήνυμα μοῦ ἐδόθη
πὼς τὴν γυρεύουν, * ποθοῦν τὰ μυστικά της.
Μόλις στῆς ὀχθιᾶς * σταθοῦν τὴ νέρινη ὄψι,
ναί, τὸ μυστικὸ * τῶν μυστικῶν θὰ εὕρουν,
- κι’ ἐκεῖ κι’ ἀλλαχοῦ * καὶ εἰς τὸ πᾶν ἀκέρηον -
τὸν ἑαυτό τους * ποὺ ἀναμετρᾷ τὴν μνήμη.
Ἄλλο δὲν θὰ βροῦν, * κι’ εἶναι ἁπλῶς μιὰ λίμνη
ὅπου θώρησα * στὰ νήνεμα νερά της
τοῦ θνητοῦ λαοῦ * τὴν πολύπικρη πεῖρα.
Μοῦ ἐγνώρισε * στ’ ὄνειρον τ’ ὄνομά της,
Λύρνα τὴν καλοῦν, * τὴν ὀνομάζουν Λύρνα.