Ὁ
ἥλιος
φανερώνει
Ϟβ΄
«Νά ’χα πινέλλο τὴν ματιὰ καὶ τὴν καρδιὰ πινάκι,
πάνω της νὰ ζωγράφιζα τ’ ὥρηον σου τὸ κορμάκι».
Δὲν μ’ ἀποκρίθ’ ἡ λυγερὴ μὸν παρατᾷ τὴν κλίνη,
γυμνώθη ’πὸ τὰ ῥοῦχαν της καὶ τὰ μαλλιά της λύνει.
Ῥίχνει στοὺς ὤμους φοινικιὰ χλαμύδα τοῦ πολέμου,
κράνος μὲ φοῦντα τρομερὴ φορεῖ στὴν κεφαλή της,
κι’ εἰς τὸ χεράκι της βαστᾷ καλόξυστο κοντάριν.
Κι’ ἔτσι στὸ φέγγος ἔλαμπεν, γυμνὴ κι’ ἀρματωμένη,
Κύπρη συνάμα κι’ Ἀθηνᾶ, ξανθὸς τῆς νύχτας ἥλιος.
Κάποιου κεριοῦ τρεμόπαιξεν ἡ φλόγα πριχοῦ σβήσῃ,
πάνω της νὰ ζωγράφιζα τ’ ὥρηον σου τὸ κορμάκι».
Δὲν μ’ ἀποκρίθ’ ἡ λυγερὴ μὸν παρατᾷ τὴν κλίνη,
γυμνώθη ’πὸ τὰ ῥοῦχαν της καὶ τὰ μαλλιά της λύνει.
Ῥίχνει στοὺς ὤμους φοινικιὰ χλαμύδα τοῦ πολέμου,
κράνος μὲ φοῦντα τρομερὴ φορεῖ στὴν κεφαλή της,
κι’ εἰς τὸ χεράκι της βαστᾷ καλόξυστο κοντάριν.
Κι’ ἔτσι στὸ φέγγος ἔλαμπεν, γυμνὴ κι’ ἀρματωμένη,
Κύπρη συνάμα κι’ Ἀθηνᾶ, ξανθὸς τῆς νύχτας ἥλιος.
Κάποιου κεριοῦ τρεμόπαιξεν ἡ φλόγα πριχοῦ σβήσῃ,
ἡ νύχτ’ ἀποτραβήχτηκεν κι’ ὁ ἥλιος φανερώνει
κορμιὰ γυμνά, σὰν ζωγραφιά, μ’ εὐδαιμονιὰν ὁπόση
στεφανωμένα ἐκείτουνταν στὸ λιθινὸν ἐξώστη.