Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Στὸν Κωνσταντῖνο Κατσίφα



Στὸν Κωνσταντῖνο Κατσίφα

σλ΄

Γεῖς καβαλλάρης γνάντευε, θώρειε τοὺς Βουλιαράτες,
γένεια σγουροπυῤῥόξανθα, καστρογιοφύρια πλάτες,
κι’ ἀητόβλεπος ἐκύκλωνε νηὸ νὰ κοντοζυγώνῃ,
κι’ ὡς ξανταρώθη του, φαντός, σκιάζετ’ ὁ νηός, κερώνει.

«Μὴ σκιάζεσαι, βρὲ Κωνσταντῆ, μὴν πῇς στοιχειὸν ἢ Χάρο,
κι’ ὁ Πύῤῥος εἶμ’ ὁ Μολοσσός, μ’ ἐπέμψαν νὰ σὲ πάρω·
ψηλάθε σ’ ἐβιγλίσαμε στῆς θνητουριᾶς τὸν πάτον,
σὲ δικηοκρίναμε ἀδερφό, νὰ ὁρίσῃς στὸ φουσσᾶτον.

Καρδιοψυχώσου, γυιόκα μου, σῦρε ν’ ἀντρειοτελέψῃς,
στὴν βίβλον ἥρως νὰ γραφτῇς, μ’ αἷμα νὰ ξαντιμέψῃς·
κι’ ἀντάμα ἡμεῖς συντρέχομε κι’ ἄφαντοι καρτεροῦμε
ὁμάδι νὰ καλπάσωμε, στὰ Ἠλύσια ν’ ἀφιχθοῦμε».

Κι’ ὁ Κωνσταντῖνος ἔσυρε, τουφεκισμὸς γροικήθη…
Εἰς τ’ ὄρδινό του ἐτάξαν τον, «Πανάξιος» ἐβουήθη,
τοῦ ’δωκαν μαῦρον καὶ σπαθί, νέκταρ τὸν ἐκεράσαν,
πνευμάτω ἀγέλη ἐφτέρνισαν, προσήλια ἀγριοκαλπάσαν.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Προφητεία


Προφητεία

σκθ΄

Σμείγ’ ἡ κυρὰ τοῦ γδικιωμοῦ τὸ βλέμμα τοῦ κοράκου·
σκαιὰ γοργοφτερούγισε κι’ ἐκ τὸ βουνὸ κατέβη,
καὶ γύρους τρεῖς ἐγύρισε, τὰ ἐρείπια ἐθώρα κάτου,
γκρεμίσματ’ ἀγναντεύει ὁ κόραξ τῆς Νεμέσεως.

Κι’ ἐστάθη στῆς καστροεκκλησιᾶς τὸν ῥαγισμένο τροῦλλο –
π’ ἄλλοτε ὑψώνετο σταυρός, μετὰ ἐπυργώθη Γάμμα
κι’ ἀλάστορες ἐκήρυξαν τὸν Ἕλληνα γασμοῦλο
καὶ μαύρην ὕβρι τάμμα – ὁ κόραξ τῆς Νεμέσεως.

Κι’ ἐβίγλιζε τὸ ἄπειρον μὲ κρυογυαλένια μάτια,
γιομᾶτα χλεύη θριαμβευτοῦ, γιομᾶτα δίκης κῦμα –
ὦ μεταπόλις τῆς ψευτιᾶς μ’ ἀθέμελα παλάτια
σ’ ἄθεστο ἐκλείστης μνῆμα – ὁ κόραξ τῆς Νεμέσεως.

Κι’ ἀφοῦ εὐφράνθη ὄλεθρο κι’ ἐχόρτασε τὴν πτῶσι
φριχτὸν ἔκρωξε τὸν κρωγμό, τὴν ἐρημιὰ στοιχειώνει·
στὸ ἀστροφόρο αἰώνιον, ὕμνο ν’ ἀφιερώσῃ,
τὴν κεφαλή του ὑψώνει ὁ κόραξ τῆς Νεμέσεως.