Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Ἐρείπιον

Ἐρείπιον

σξζ΄

Διὲς ἕνα μέρος, ἂν μὲ εἰπῇς, τί νὰ σὲ εἰπῶ, καλέ μου,
ὅπου τὸ κοσμοτέλειωμα πατεῖ στὴν κοσμογέννα·
ὁ γέρων κεῖ στερνοβογγᾷ, τὸ βρέφος πρωτοκλαίγει,
κι’ ἔνι ὁ χρόνος γέροντας, ὁ χρόνος καὶ τὸ βρέφος,
τὸ δείλι μήτρα τοῦ μωροῦ, τοῦ γέρου νεκροκλίνη.
Κονίαμα ὠχροφαιό, τοῦβλο ξεγυμνωμένο,
τὸ κεραμίδι πράσινο, σενάζι σκεβρωμένο,
συνάμα ὀρθό, κατάγερον, καὶ καταγῆς ῥιγμένο.

Βρίσκεται τόπος, ἂν ἰδῇς, νὰ δείξω σε, καλέ μου,
ὅπου τὰ μύρια βλέμματα σμεῖξαν τὰ μύρια μάτια·
καιροὺς βουβὰ ὡμίλησαν, στὰ φωναχτὰ ἐσιωπῆσαν,
τρίσβαθα τοίχους πότισαν καὶ τρόγυρα τοὺς δρόμους,
τὰ μεσημέρια ξεχειλοῦν καὶ ξανακουβεντιάζουν.
Ἡ καγκελλόπορτα σκουριὰ κι’ αὐλὴ ἀτσαλιασμένη,
χαμαὶ τὰ τζάμια θρύψαλα, ἐσώθυρ’ ἀνοιγμένη,
τ’ ἄβατο τῶν παραθυριῶν θέα φανερωμένη.

Ὀμπρός σου ἔπος κι’ ὄλεθρος! Κλᾶψε μας, ἀκριβέ μου,
κλᾶψε μας καί ὁλόχαρος, κλᾶψε γιομᾶτος θλῖψι·
κι’ ὅσον μετρᾷς τὸν οἶκο του μολόγα καὶ τὸν κτίστη,
τὸν μαστορεύει ἔρωτες κι’ ὄνειρα λιθοχτίζει,
π’ ὅλο τὰ δέρνει στρόβιλος, σεισμὸς τὰ τανταλίζει.
Διές, στὸν βοῤῥᾶ ὁ θεῖος νοῦς, ἡ ἅγια ὕλη στὸν νοτιά,
σ’ ἀνατολὴ τ’ ἀθάνατα, πέρα στὴν δύσι τὰ θνητά,
κι’ ἐσταυρωμένη ἀναμεσὶς τοῦ Κόσμου ἡ ἀνθρωπολογιά.


Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Γεῖς

Γεῖς


σξϚ΄

«Τί κάθεσαι σειριὰ νυχτιὲς κι’ ὁλοθωρεῖς τ’ ἀστέρια».
«Ὅτι ἀνιμένω τὴν βροχήν, ὅντες ν’ ἀστράψῃ πέρα».
«Κι’ ἂν ξαστεριὰ ποῦ σύγνεφα, δίχως τα ποῦ οἱ στάλες».
«Κάποτες πάλιν ἔβρεξε στοῦ σκοταδιοῦ τὴν ξέρα·
κι’ ἦσαν τὰ φῶτα σύγνεφα κι’ οἱ φωταχτῖδες στάλες
καὶ τῆς νυχτιᾶς οἱ ἀστραρμαθιὲς λειβάδια τ’ ἀνθισμένα».
«Καὶ ποιός ὁ ποὺ φωτόβρεξε κι’ οἱ νυχταγροὶ φυτρῶσαν;»
«Ὁ πρωτολιός, ὁ μεγαλιός, ἥλιος ὁ Γεῖς κι’ ἀληθολιός».

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

The City


 










Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ἦτον χρυσῆ καὶ τρανωμένη
ἐκείν’ ἡ πόλις τοῦ φωτός·
μία εἰκόν’ ἀναρτημένη
μέσα στὰ βένθη τῆς νυκτός·
τόπος ὁμοῦ τοῦ θαυμαστοῦ, τῆς δόξης,
καὶ μαρμαρόλευκος κάθε ναός.

Τὴν ἐποχὴ σύρω ἀπὸ μνήμης
π’ ἀνέτειλε στοὺς ὀφθαλμούς·
τρελὸς καιρὸς παραφροσύνης,
ἡμέρες ποὺ μουδιάζ’ ὁ νοῦς
ὡς ὁ χειμών, λευκόπεπλος, φρικώδης,
προελαύνει μὲ μανίες, παιδεμμούς.

Πειὸ ὡρηὰ κι’ ἀπ’ τὴν Σιὼν λογιόταν
στὰ οὐράνια ὡς ἔφεγγε ψηλά,
τοῦ Ὠρίωνος τὰ βέλη ὅταν
συσκότισάν μου τὴν ματιά,
χύνοντας ὕπνον ὅλο μ’ ἀχνὲς μνῆμες
θολῶν στιγμῶν πό ’χουν παρέλθη πειά.

Μέλαθρα μ’ ἀρχοντιὰ φτειαγμένα
μ’ ἀνάγλυφα νὰ τὰ κοσμοῦν,
κι’ ἦσαν γαλήνια ὑψωμένα
σ’ ἐξῶστες σπάνιους νὰ πατοῦν,
καὶ μυρωδᾶτοι λιόφωτ’ ἦσαν κῆποι
μὲ θαύματα παράξενα ν’ ἀνθοῦν.

Οἱ δρόμοι της μ’ ἐσαγηνέψαν
μὲ θώρι ἐκθαμβωτικό·
ψηλὲς ἁψῖδες μ’ ὡρμηνέψαν
πὼς μιὰ φορὰ κι’ ἕναν καιρὸ
πλανήθηκα ἐν ἐκστάσει κάτωθέ των,
κι’ εἰς κλίμα εὐφράνθην εἰδυλλιακό.

Ἐντὸς τῶν πλατειῶν στημένα
πλῆθος γλυπτὰ ὁμοταγῆ·
ἀρχηγικοί, μὲ πλούσια γένεια,
ἄνδρες σπουδαῖοι μιὰ ἐποχή –
μὰ εἷς ἔστεκε σπασμένος, διαλυμένος,
τσακίστ’ ἡ γενειοφόρος κεφαλή.

Μὲς στὴν λαμπρὴ πόλι γυρνῶντας
δὲν ἔσμειξα ψυχὲς θνητές·
μὰ ἡ φαντασιά μου, ὑποχωρῶντας
μπροστὰ στῆς μνήμης τὶς ἀρχές,  
χάζευε τὶς φιγοῦρες στὶς πλατεῖες,
κι’ ἐθαύμαζε τὶς λίθινες θωριές.

Τὴν ἀχνὴ χόβολη ἐφυσοῦσα
ποὺ ἔκαιγε μὲς στὸ μυαλό,
καὶ νὰ βαδίσω ἐμοχθοῦσα
αἰώνων πίσω τὴν ὁδό·
μὲς στ’ ἄπειρο λεύτερα ν’ ἀλητέψω,
νὰ μπῶ στὸ παρελθὸν δίχως φραγμό.

Φριχτὸ προαίσθημα μ’ ἁρπάζει
τότε μὲς στὴν ψυχὴ γοργόν,
δυσοίωνο πρωὶ ὡς χαράζει
κι’ ἁπλώνει φῶς ἐρυθρωπόν,
κι’ ἐν πανικῷ ἐμάκρυν’ ἀπ’ τὴν γνῶσι
τρόμων λησμονημένων καὶ νεκρῶν.