Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ἔξοδος – Κάθοδος


Ἔξοδος – Κάθοδος

σμϚ΄

Τέταρτος ὄροφος στὴν Ἴωνος Δραγούμη,
λύχνοι παληομοδίτικοι, κόκκινος τοῖχος,
γαλάζιο ἀνάκλιντρο, πάτωμα σανιδένιο.
Κάθεται ὁλόγυμνη, μόλις ἀπ’ τὸ λουτρό της,
τετράξανθη, λευκόδερμη, βλέμμα μελένιο,
νέα, χαζεύει, φίλων της στὸ κινητό της.
Ἡ ἀκροματιὰ ζωγρεύει νέο κείμενό του
κι’ ἀναρωτιέται ἂν γιὰ ἐκείνη γράφῃ μήπως.
Δὲν θὰ κυλήσῃ στῆς ἐλπίδος τὸ λαγούμι,
τηλεφωνεῖ, ντύνεται, βάφεται καὶ βγαίνει.

Τὸ χέρι του ὕψωσε στὸν δρόμον ὡς προφήτης,
μπῆκε στ’ ἁμάξι, «Κέντρο» τοῦ ὁδηγοῦ προστάζει,
μιὰ ταμπακιέρα, νευρικά, στὰ χέρι’ ἀλλάζει.
«Ἐδῶ»… τ’ ἁμάξι φεύγει, ἄναψε τσιγάρο,
τέταρτος ὄροφος, σβηστὰ ὅλα τὰ φῶτα,
κι’ ὅμως, γιὰ ἐκείνην ἔγραφε στὸ κείμενό του.
Ἡ ἀλικομέλανη ἑσπέρα πλέον βαθαίνει,
βαθαίνει ὁ πόνος στὴν καρδιά, ἄχνη τὰ χνῶτα,
ψῦχος στ’ ἀνήλιο τῆς ἐλπίδος τὸ λαγούμι…
ἔρμος τὴν Ἴωνος Δραγούμη κατεβαίνει.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Μιὰ νύχτα στὸ μπαράκι


Μιὰ νύχτα στὸ μπαράκι
                       
σμε΄

Βράχια σκορπᾷ μὲς στὴ νυχτιὰ πλανήτης πατρικός,
λαὸς βαριόμοιρος καὶ πάει, σκύβει, βαδίζει τεθλιμμένος,
πομπὴ στὴν ἀστροκαταχνιά, πενθεῖ, λαὸς μαυροντυμένος,
τὴν μεσοναστρικὴ σιωπὴ ῥιγάει θρῆνος πνιχτός.

Πάνωθε τὸν βιγλίζουνε ἀγγέλοι τοξευτές,
τὸν ὁδηγοῦν γιὰ πλερωμή, νηὰ γῆ, κορμιὰ νηὰ νὰ φορέσῃ,
κι’ εἰς τῶν δακρύων τὸ βάπτισμα, γυμνή, κάθε ψυχὴ νὰ πέσῃ,
ὅπου μολεύτη μ’ ὕβρισες καὶ μαῦρες τελετές.

«Μὴ φεύγῃς, φίλη, ἕν’ ἀκόμη νὰ κεράσω…
γιατί ὁ θάνατος, οἱ ἀῤῥώστιες, οἱ πολέμοι;
Φτώχεια καὶ ἄδικο, ζωὴ βασανισμένη,
λίγες χαρές· πές μου, καὶ ποιὸ νὰ πρωτοπιάσω».

Κεῖ τώρα πύργοι γυάλινοι καὶ πολιτεῖες λαμπρές,
γνῶσι, ἐπιστῆμες, γράμματα, τέχνες, ψευτοηδονῶν λατρεία,
κλειστὸς ὁ ἀνθὸς τῆς ἀρετῆς, ὕβρις, σκιὰ ἡ ἐλευθερία,
κι’ οἱ μάγοι, ὡς τότε, κυβερνοῦν μὲ ἅλυσες βαρειές.

«Ξέρω γώ, νά ’μαστε φυλὴ ἀποστασίας,
φύσι τιτανικὴ ἐντός μας νὰ φυτρώνῃ.
Κι’ ὣς νὰ φωτίσῃ ἐμπρὸς ἔρως ὅπου ἀνυψώνει
νὰ ἐκτίουμε ποινὴ ἀρχαίας ἁμαρτίας».

«Χτὲς ὠνειρεύτηκα πομπὴ λαοῦ στ’ ἀστέρια,
σὲ κρύα τροχιὰ νεκρὸ πλανήτη, σκορπισμένο·
δίπλα μου ἐβάδιζε κορίτσι δακρυσμένο,
ματιὲς σταυρώσαμε κι’ ἐσφίξαμε τὰ χέρια».

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Γιὰ σένα (Περίπατος)


Γιὰ σένα (Περίπατος)

σμδ΄

Πές μου, θερμοπαρακαλῶ, μίλα μου, σ’ ἱκετεύω.
Εἶμαι σπασμένο ἄγαλμα μπρὸς στὰ γυμνά σου πόδια,
εἶμαι πατάρι σκοτεινὸ στὶς φωτεινές σου γρίλιες,
φόβος διαβάτη ἔρημου στοῦ δειλινοῦ τὴν ὥρα.
Ὅταν στραγγίζ’ ἡ ὕστατη βαθύχρωμη πορφύρα
τῆς πόλεως ὁ ἀλλόκοτος ἀχὸς μὲ περιζώνει,
φαντάζει πέρ’ ἀλαργινὴ ἡ ἀχτῖδα τῆς αὐγῆς σου.
Ὁ Ἄρης μπαίνει στὸν Σκορπιό, ῥώμη βουτᾷ στὰ πάθη,
βουβὸς στὴν γῆ στυλώνομαι καὶ ἀτενίζω τ’ ἄστρη,
κι’ ὅλ’ ἡ φωτιά των σύγκορμη δὲν καίει ὡς τοῦ κορμιοῦ μου.
Σπιθοβολῶντας φλέγομαι, σύμπαν ἀκέρηο λάμπω,
καὶ διαστέλλομαι γοργὰ κι’ ἀστροπορῶ γιὰ σένα.

Κατηφορίζω τὴν Συγγροῦ, πατῶ τὴν Ἐγνατία,
δὲν εἶναι γύρω κτήρια, μήτ’ ἅμαξες κι’ ἀνθρῶποι,
μόνον περβόλια μυστικὰ κι’ ὀνειροκῆποι μίλια,
θολοὶ κι’ ἀποβροχάρηδες μὲ μονοπάτια γέμουν.
Στὶς ἄνορες ἐκτάσεις των πόρτα ξεκρίνω μία.
Κυρία, ὑποδέξου με! Κυρία, ἄνοιξέ μου!
Νὰ περατώσω τὴν ψυχὴ στὴν σάρκινή σου ἀγκάλη.
Ἰδού, νεκρὰ σωριάζονται τ’ ἄλογα τῶν αἰώνων,
κι’ ἰδού, οἱ λόγχες τοῦ κακοῦ ἐπλέξαν μ’ ἀνθοσμάρια,
ἥλιος μόλις μ’ ἐθώρησε τὸ ἡλιακό σου βλέμμα.
Βράχος ἤμουν ἀδέσποτος καὶ ἄνυδρος πλανήτης,
κι’ ὅλο γεμίζ’ ὠκεανούς, δασώνομαι γιὰ σένα.

Δὲν ντρέπομαι ὁλόγυμνος στὰ μάτια σου νὰ μείνω,
δειλοὺς ὁ ἔρως δὲν τιμᾷ καὶ ντροπαλοὺς δὲν στέργει,
κι’ ἂν θέλῃς χάσου, σβῆσε με, φεύγα, λησμόνησέ με.
Μὲς στὸ κελλί μου τ’ ἀχαμνὸ καίγει τὸ μονοκέρι
κι’ ὁ ἥσκιος μου σὰν φάντασμα τὸν ἥσκιο σου γυρεύει,
νὰ σμείξουν μπρὸς στήθια γυμνά, πίσω στὶς πλάτες χέρια.
Ἐδῶ σιωπή, ἐδῶ θανή, τοῦ κάτω κόσμου στάχτη,
σκαλίζω ἐντός της ποιήματα, σκάλιζε τὴν ἀγάπη,
κι’ ἄλλο ῥηγᾶτον ἄπαρτο στὴν στάχτη δὲν φυτρώνει.
Κισσὸς μὲ φύλλα κόκκινα κι’ ὁ οὐρανὸς δακρυώνει,
πίνω ἀπ’ τὸ ποτήρι μου τοῦ Βάκχου πύρινο αἷμα,
ἐλπίδα ὁμοῦ μ’ ἀπόγνωσι θὰ ὀνειρευτῶ· γιὰ σένα.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Τοξεύτρα


Τοξεύτρα

σμγ΄

Λῦσε τὴν φλογινὴ σαγίττα, τί ἀνιμένεις;
Γυμνὸς ὁλόκορμος, στόχο μακρόθεν δίνω,
τὸ δόρυ ἀπίθωσα καὶ τὸ σκουτάρι ἀφήνω,
λευτέρωσε τὸ πῦρ, τὴν κόρδα νὰ κραδαίνῃς.

Κάμε ν’ ἀμοληθῇ, νὰ κάψῃ τὸν ἀγέρα
ξιφάρι πύρινο κι’ ἔρχοντας νὰ σφυρίζῃ,
νῆμα φωτιᾶς π’ ὁρμᾷ καὶ τὴ νυχτιὰ σπιθίζει
φλογοβολῶντας καὶ φαντὴ σὲ ὁρίζει πέρα.

Στέκεις γυμνὴ ὅλη νεῦρο, σ’ ἔχω ἰδεῖ, σὲ νιώθω,
μάγισσα τῆς σιωπῆς, στὰ βένθη τῶν ὀνείρων,
ποιήτρα ἐμήρισσα, στῶν φοινικιῶν τὸν γῦρον,
παρθένα ἱέρεια νὰ σκορπᾷς ἀνόσιο πόθο.

Κατάφλογη περνᾷς στῆς πόλεως τὸ μελίσσι,
καίγεις τοὺς σερνικούς, φλόγα ὅπου τρώει τὰ δάση,
νὰ πιῇ φωτιὰ ὁ ποιὸς καὶ ποιὸς νὰ ξεδιψάσῃ,
ποιός, δίχως τέφρα νὰ γενῇ, νὰ σὲ συλήσῃ.

Γιὰ τ’ ἀντροπλῆθος σὺ δὲν εἶσαι καμωμένη·
θωροῦν τὸ κάλλος στὸ κορμί, οὐκ οἶδαν κάλλος
τ’ ὅπου βλασταίνει στὴν ψυχή, οὐράνιο θάλος,
κάλεσμα τῶν μυστῶν, βάτος σου καιομένη.

Λῦσε τὴν φλογινὴ σαγίττα, στεῖλε νά ’ρθῃ,
κι’ ἔπειτα δεῦρο ἐλθέ, νὰ μὲ νεκραναστήσῃς,
κι’ ἀπ’ τὴν θανή της νηὰ ζωὴ νὰ μ’ ἀναβλύσῃς·
πρᾶξε με μύστην ἢ σκιὰ στοῦ ἅιδη τὰ βάθη.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Στίχοι ἐπάνω στὸ «Ὅσο μπορεῖς» τοῦ Κ.Π. Καβάφη


Στίχοι ἐπάνω στὸ «Ὅσο μπορεῖς»
τοῦ Κ.Π. Καβάφη

σμβ΄

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀκέραιος πρόσωπο καὶ ταυτότης·
ζῇ ἀληθῶς μόνον ἐντός, οἰκεῖος ὁ ἑαυτός του,
κι’ εἶν’ μὲς στὰ μύρια χθαμαλά, στὰ ἔκτακτα σπουδαῖα,
πρᾶξις κάθε του κίνησις, κάθε ὁμιλιά του λόγος,
καὶ φύλλο δὲν σβαρνίζει τον ὁ στρόβιλος τοῦ κόσμου.

Κι’ ἂν ἄχτιστος κι’ ἀνόητος τέτοιος παντοῦ θὰ μένῃ,
στῆς ἀγορᾶς τὸ πέλαγος ἢ στῆς ἐρμιᾶς τὴν λίμνη·
τὸ ἔνδον ἂν δὲν ὥρισε τὰ ἐκτὸς πῶς νὰ μετρήσῃ,
κεῖνα θὰ στρέφουν δῶ καὶ κεῖ τὰ ἡνία τῆς ζωῆς του,
κι’ ἀπρόσωπος ὅσο μπορεῖ θὰ ζῇ μὲ προσωπεῖα.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Via combusta


Via combusta

σμα΄

Ζυγός, τοῦ Κρόνου ἡ δύναμις, εἰς πτῶσι ὁ Ἥλιος·
Αἰγόκερως, τοῦ Κρόνου ῥῆγα σου ἡ ἑστία·
πικρὸς αὐθέντης στῆς ψυχῆς σου τὴν πορεία,
τὸ προγενέθλιο κρῖμα, βιὸς βαρὺς κι’ ἀνήλιος.

Ἀπ’ τὰ μικρᾶτα γηρασμένος, κρόνιος, μόνος,
τοῦ Νόμου ἀείποτε τ’ ἄγρυπνο νιώθεις βλέμμα,
κι’ ὁπόταν θέλῃς ὑψωθῆ πέφτει ἄγριο πέλμα,
τὸ πρόσωπό σου καταγῆς βρωμίζει ὁ πόνος.

Ὄξω ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὰ μελίσσια ξωρισμένος,
ἥσκιοι σοφῶν καὶ ποιητῶν σὲ συντροφεύουν,
τὰ ἡλιόγελα σκορποῦν κι’ οἱ κρῆνες των στερεύουν,
μελανοχίτωνας, κορμὶ ψυχή, ντυμένος.

Κι’ ἀναίτια εὐφραίνεσαι μ’ ἄρματα καὶ φουσσᾶτα,
κι’ ἀπόκρυφοι σὲ θέλγουν λόγοι καὶ μαγεῖες,
φαιοὶ ὀνειρότοποι, τοῦ ἀλλόκοσμου ἱστορίες,
κυλοῦν τὰ βράδια μαῦρα ἐνύπνια γεμᾶτα.

Ψυχρὸς στὸν ἔρω, κροῦστα πάγου στὴν καρδιά σου,
στὸν ἔρω ἀμώνεις, μὲ τὸν ἔρω ἀναθαῤῥεύεις,
μὰ κι’ ἂν μιὰν ἄνασσ’ ἀβασίλευτη γυρεύῃς
«Μενέ, μενέ, θεκέλ, φαρσὶν» στὴν ζυγαριά σου.

Καὶ ψηλαφεῖς τὰ καστροπόρτια τοῦ θανάτου·
ποιοὶ ἀνέμοι τρῶν τὲς ἀδειανὲς πατημασιές σου,
καὶ ἂν λιμνάζῃ ἐντός των θλῖψις κι’ αἷμα σκέψου,
κι’ ἂν σὲ καταλαλῇ θρηνοῦσ’ αὐδὴ στοχάσου.

Πύρινος δρόμος σοῦ ’λαχε στὴν γῆ νὰ ὁρίσῃς
κεῖθε ὅπου μάγοι κι’ ἱεροφάντες, λέν, γεννιῶνται,
κι’ ὅλα μ’ ἀπάλη, δίχως τύχη, καταχτιῶνται·
τὴν κεκαυμένη ὁδὸ σοῦ ’μελλε νὰ βαδίσῃς.

Κι’ εἶδες τὸ σερπετὸ στὸν ἄμμο νὰ φιδίζῃ,
κι’ εἶδες τὸ ἀχνάρι του, δεξιὰ ζερβὰ πῶς πάει,
κι’ ὅμως, στεῤῥό, πάντα σ’ εὐθεῖα προχωράει·
τὸν χρόνο-φίδι μὲς στὸν βιό σου πῶς λυγίζει.

Γίνης χαλύβδινος, ῥωτεύθης τὴν ἰδέα,
σεβάστης κάθ’ ὀρθὸ στοῦ αἰῶνος τὴν συλία,
οἶκο, παράδοσι, πατρίδα καὶ θρησκεία,
λάξευσες πρόσωπο, στοῦ δρεπανιοῦ τὴν θέα.

Ὦ Κρόνε πάτερ, δικαστὴ καὶ θεσμοθέτη,
κρόνιο παιδὶ στὰ κάτεργά σου ταξειδεύω,
τ’ ἄλγη, τὰ δῶρα σου, μὲ λόγο ξαντιμεύω·
ἁγνὸ παιδί, ποὺ ἀκέρηα ἀγάπη καταθέτει.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Παιδικὰ φαναράκια


Παιδικὰ φαναράκια

ΙΙΙ

Μπρατισλάβα – Π.Α.Ο.Κ. 10:00 μ.μ.
    
«Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶπες ὅτι εἶστε;»
     «Εἴμαστε μιὰ ὁμάδα παιδιῶν, κύριε, στὸ ψυχιατρεῖο Σταυρούπολης, ἀπὸ Θεσσαλονίκη, καὶ φτειάχνουμε τοῦτα τὰ παιδικὰ φαναράκια».
     «Ἀλήθεια; Κι’ ἐγὼ ἀπὸ Θεσσαλονίκη εἶμαι. Χαριτωμένα φαίνονται, πῶς δουλεύουν;»
     «Εἶναι ἁπλό, κύριε, τὰ πατᾶτε καὶ ἀνάβουν, τὰ ξαναπατᾶτε καὶ σβήνουν».
     «Πόσο κοστίζουν;»
     «Πέντε εὐρώ, κύριε».
     «Μιὰ στιγμὴ νὰ φορέσω τὰ γυαλιά μου, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ξεχωρίζω τὰ κέρματα».
     «Βεβαίως, κύριε, περιμένω, καὶ συγνώμη ἂν σᾶς ἐνώχλησα».
     «Γιατί τὸ λὲς αὐτό;»
     «Γιατὶ ὁ κύριος στὸ μπὰρ μοῦ ἐπέτρεψε νὰ πουλήσω, ἀρκεῖ νὰ μὴν ἐνοχλῶ τὸν κόσμο».
     «Ὄχι, δὲν μ’ ἐνώχλησες, ὁρίστε, δύο καὶ δύο τέσσερα κι’ ἕνα πέντε».
     «Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κύριε, ποιό θὰ πάρετε;»
     «Γιὰ νὰ δοῦμε… αὐτό».
     «Καλὴ ἐπιλογή, κύριε, εἶναι ὁ McQueen, γειά σας!»
     «Γειά σου, καὶ καλὴ ἐπιτυχία!»
Τὸ κορίτσι μὲ τὶς ξανθὲς πλεξοῦδες, τὰ γυαλιὰ καὶ τὸ καπελλάκι, προχώρησε παρακάτω, πέρα ἀπὸ τὸ μπάρ, πρὸς μία μητέρα μὲ δύο ἀγόρια ὅπου ἔβλεπαν μὲ ἀγωνία τὸ παιχνίδι. Περιεργάστηκαν τὰ φαναράκια ὥραν ἀρκετή, ὑπῆρξε καὶ μιὰ μικρὴ διακοπὴ στὸν ἀγῶνα, καὶ πῆραν ἕνα. Κατόπιν δοκίμασε τὴν τύχη της στὰ μπροστινὰ τραπέζια μὲ τὶς «μπαλαδόφατσες» ἀλλὰ τύχη δὲν εἶχε. Στὸ τραπέζι πλησίον τῆς εἰσόδου κάποιος φάνηκε νὰ τὴν ἀκούῃ πρὸς στιγμήν, ἂν καὶ ὄχι προθύμως. Καὶ ἐνῷ πάλευε νὰ τὸν πείσῃ ὁ Πανθεσσαλονίκειος ἔχασε μία σημαντικὴ εὐκαιρία. Ὅλοι τινάχτηκαν ἀπὸ τὰ τραπέζια καὶ τὸ μπὰρ βλαστημῶντας ἀπογοητευμένοι. Τὸ κορίτσι μὲ τὶς ξανθὲς πλεξοῦδες, τὰ γυαλιὰ καὶ τὸ καπελλάκι, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἀπεσύρθη σιωπηλὰ ἐν ὀχλοβοῇ. Κι’ εὐθὺς μετὰ τὴν ἔξοδό της ὅλοι ξανακάθισαν, ἐσιώπησαν κι’ ἔσκυψαν τὸ κεφάλι. Ἦταν μία εὐκαιρία πράγματι σημαντική· ἄχαστη.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Φωτογραφία ΙΙΙ























Οἰκογενειακὴ φωτογραφία ἄνευ περιγραφῆς, μὲ ἄγνωστα σ' ἐμένα πρόσωπα.
Ἂν καὶ ἡ ἡμέρα φαίνεται ἡλιόλουστη, τὰ παιδιὰ μᾶλλον ἄκεφα. Ἐδῶ, σὲ τούτη τὴν πόλι, δὲν λάμπει τὸ ὑπέροχο λαγαρὸ φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸ ἀττικὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα φῶς θολὸ μεταφυσικῆς μελαγχολίας. Ἕνεκα φύσεως τὸ προτιμῶ.


Φωτογραφία ἱστολογίου 

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ἡ περόνη τῆς ἀθανασίας


Ἡ περόνη τῆς ἀθανασίας

ΙΙ

Σοῦ ἔτυχε ποτὲ νὰ ἔχῃς τραβήξει τὴν περόνη καὶ νὰ κρατᾷς σφιχτὰ στὴν φοῦχτα σου τὴν χειροβομβίδα; Καὶ ἐνῷ τὴν κρατᾷς νὰ νιώσῃς σχεδὸν ἀνεπαίσθητα καὶ ἄνευ βεβαιότητος, γιὰ μία καταραμένη στιγμή, πὼς σοῦ ξέφυγε τὸ δάχτυλο ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια; Καὶ τὰ δευτερόλεπτα ν’ ἀρχίσουν νὰ μετροῦν καὶ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ἀπὸ τὸ 4 καὶ μετὰ ἴσως ὅλα τελειώσουν… Καὶ ἡ σκέψις σου νὰ ἐκραγῇ καὶ νὰ τρέχῃ μὲ ἀσύλληπτη ταχύτητα σὲ χιλιάδες πράγματα. Καὶ ν’ ἁπλώνεται στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο σὰν κῦμα ὁποὺ ἡ γοργότητα τοῦ φωτὸς ὁμοιάζει μπροστά του μ κινησία.
     Παρακάτω στὴν θητεία του, σὲ μιὰν ἄλλη μονάδα, ὁ λοχίας  καθόταν στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ γραφείου του ἀπολαμβάνοντας τὸ στερνὸ ἡλιόφως τῆς δύσεως, ὅπως ἔβρεχε τοὺς ὀπωρῶνες μὲ τὶς ῥοδακινιές. Ἄναψε τσιγάρο καὶ κάπνιζε, ἀναστοχαζόμενος τὸ περιστατικό. Πρῶτα τὸ ἀστεῖον τοῦ πράγματος. Εἶδε ὡς τρίτος τὸν ἑαυτό του νὰ φωνάζῃ «Μοῦ ἔφυγε, τὴν ῥίχνω!» καὶ τὸν ἀνθυπολοχαγὸ δίπλα του «Ἰδέα σου εἶναι, κράτα την», καὶ φυσικὰ τὸ μέγα πλῆθος γαλλονιῶν, ἀστεριῶν καὶ φλογῶν νὰ βουτᾷ πανικόβλητο στὸ χιόνι. Χαμογέλασε! Ὅμως ἐκεῖ, ὁ μὲν νοῦς στὸ χιόνι τὰ δὲ μάτια στὸ δείλι, ἄρχισε νὰ κατανοῇ τὴν ἀθανασία. Ὅτι δηλαδὴ ἡ πραγματικὴ ἀθανασία, ὅθεν ἡ ἀληθινὴ ὕπαρξις, ἡ ὁποία φέρει τὸν νοῦ σὲ ἀπόλυτη, πλήρη ἐλευθερία, δὲν εἶναι τὸ ἀπεριόριστον τοῦ χρόνου ἀλλὰ ὁ ἐκμηδενισμὸς τοῦ χρόνου. Καὶ ὅσον ὁ χρόνος συῤῥικνώνεται ὁ νοῦς καλπάζει καὶ ξεδιπλώνεται μὲ τέτοιες πρωτόφαντες δυνάμεις ὁποὺ φαντάζει κάποιου εἴδους θεός. Καὶ ὅταν ὁ χρόνος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον τότε μόνον ὁ νοῦς θὰ ὑπάρχῃ, ἀληθῶς ὁ κύριος, καὶ θ’ ἀστράφτῃ σὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο! Ἡ σχέσις ἀντίστροφη. «Ἄ!» εἶπε σβήνοντας τὸ τσιγάρο, «Δὲν θέλω νὰ ζήσω γιὰ πάντα, ὄχι, ἀλλὰ νὰ σκορπίσω παντοῦ στὸ πάντα, κρυμμένος μέσα σὲ μιὰ στιγμή». Καὶ ἔκτοτε προσπαθεῖ νὰ παίζῃ μὲ τὸν χρόνο.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Φωτογραφία ΙΙ















Συγγενεῖς χωρισμένοι, συγγενεῖς λησμονημένοι, μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή.
Ἐμεῖς ἐγίναμε Μακεδόνες, ἐκεῖνοι Κρητικοί. Οἱ Πεχλιβάνηδες.
(Πῶς ἔγραφαν κάποτε οἱ Ἕλληνες)


Φωτογραφία ἱστολογίου

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Θερινὸ δῶρο


Θερινὸ δῶρο

Ι

Εἶχε τὸ συνήθειο πρὸς τὰ τέλη Αὐγούστου ἢ κάπου μέσα στὸν Σεπτέμβρη νὰ κατεβαίνῃ στὸ ἐξοχικὸ γιὰ ἕνα Σαββατοκύριακο, ἐντελῶς μόνος. Δὲν ἐπικοινωνοῦσε τηλεφωνικῶς μὲ κανέναν μήτε καὶ ἤθελε παρέες· ἀπομόνωσις. Γέμιζε τὴν ὥρα του μελετῶντας Πλάτωνα καὶ μὲ μακρυνοὺς περιπάτους, νὰ τὸν συντροφεύῃ πάντα τὸ δάσος δίπλα, μὲ τὸ κῦμα ἀρχεγόνου μυστηρίου ὁποὺ ἀνέδυεν, ὅμως πρωτίστως μὲ τὴν κάθοδο στὴν θάλασσα. Ἐκεῖ, στὴν γνωστὴ μὲν παραλία ἀλλ’ ἀρκετὰ μακριὰ ἀπὸ τοὺς λιγοστοὺς λουομένους, κολυμποῦσε τ’ ἀπογεύματα πολύ, καὶ κατόπιν ἐπάνω στὸν ἄμμο βυθιζόταν προσπαθῶντας ν’ ἀναπλάσῃ, μὲ ἐργαλεῖα του τὴν σκέψι καὶ τὴν ὅρασιν, ἕνα τοπίο παρθένο, μιὰν αἴσθησι «μυκηναϊκῆς» ἐποχῆς, λὲς καὶ νὰ ἔβλεπε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ πὼς ζυγώνουν τὰ κάτεργα τῶν λαῶν τῆς θάλασσας, ἴσως καὶ οἱ Μίνυες ἥρωες ἀργοναῦτες.
     Τὸ ἀπόγευμα ἐκεῖνο, ἂν καὶ ἀρχικῶς μόνος, ἀπέκτησε ἀργότερα παρέα. Ἕνα νεαρὸ ζευγάρι, τοῦ τύπου τῶν δεινῶν κολυμβητῶν οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται ν’ ἀνοίγωνται, μὲ βατραχοπέδιλα καὶ μάσκες, στὰ βαθιά. Δὲν τοὺς ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία, ἄλλως τε τὴν περισσότερην ὥρα ἦσαν χαμένοι, εἶδε ὅμως ἢ νὰ ποῦμε καλύτερα, ἕνεκα ἀποστάσεως, ἔνιωσε πὼς τὸ κορίτσι ἐνίοτε τὸν κοιτοῦσε μὲ λοξὲς ματιὲς καὶ πὼς μᾶλλον ἦταν ὄμορφο καὶ καλλίγραμμο, ἔτσι ἔμοιαζε. Ὁ ἥλιος ἔδυε πλήρης μεγαλείου καὶ σὲ σημεῖα ἔλαμπε πολὺ ἐπάνω στὸ διάφανο νερὸ ὅταν ἀποφάσισαν νὰ βγοῦν καὶ κολυμποῦσαν ἀργὰ πρὸς τὴν ἀκτή. Τὸν πλησίαζαν, ὁ ἄντρας σὲ ἀρκετὴ ἀπόστασι ἀλλὰ τὸ κορίτσι πρὸς τὸ μέρος του.  Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ ἐννόησε ὅτι ἐρχόταν καταπάνω του, ἐξεπλάγη· μὰ δὲν μὲ βλέπει; Θὰ συγκρουστοῦμε! Εἶπε νὰ παραμερίσῃ, τέλος ἐστάθη πατῶντας γερὰ στὸν βυθό. Προσπέρασε κοντά του, ξυστὰ ποὺ λένε, καὶ ἂν ἅπλωνε τὰ χέρια τὴν ἔπαιρνε ἀγκαλιά. Κολυμποῦσε νωχελικά, γεμάτη χάρι καὶ παρατήρησε μὲ λεπτομέρεια τὸ κορμί της. Ἦταν μετρίου ἀναστήματος, ἀντικειμενικὰ καλλίγραμμη καὶ ἐλαφρῶς, σὲ σημεῖο μὴ ἀπωλείας θηλυκότητος, γυμνασμένη. Μόλις πέρασε ὁλόκληρη γύρισε ἀπότομα τὸ κεφάλι της καὶ τὸν κοίταξε κατάβαθα στὰ μάτια. Εἶχε λαμπερὰ μάτια καὶ ὄμορφο πρόσωπο, τὰ μαλλιά της ἀνοιχτὰ καστανά, πιασμένα κοτσίδα, ἔλαμπαν στὸν ἥλιον ὑγρὰ ὁμοίως. Ἐκεῖνο τὸ βλέμμα νὰ λησμονηθῇ ἀδύνατον, ὁ χρόνος δὲν βγαίνει πάντα νικητής. Ἀναμφιβόλως βαθύτατα ἐρωτικὸ μὰ καὶ κάτι πέραν αὐτοῦ σὰν νὰ ἔλεγε «Σοῦ τάζω, θὰ δῇς… πίστεψέ με γιὰ σένα… νὰ θυμᾶσαι…»
     Βγῆκαν στὴν ἀμμουδιὰ καὶ σκουπίστηκαν καλά. Πέρα μακριὰ κάποιοι, σχεδὸν κουκκίδες, ἔπαιζαν βόλλεϋ. Καί ἐκεῖνος τραβήχτηκε πρὸς τὰ ῥηχά, δὲν γνώριζε γιατί ἁπλῶς ἔτσι τὸ ἔνιωσε, ὅμως δὲν βγῆκε παρὰ ἔμεινε περὶ τὰ δέκα μέτρα μέσ’ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἔσκαγε γαλήνια τὸ κῦμα. Τὰ γένεια του βαρειὰ ἀπὸ τὸ ἁρμυρὸ νερὸ καὶ τὰ μαλλιά του γυρισμένα πρὸς τὰ πίσω καὶ στεκόταν ὄρθιος πατῶντας στὸν βυθὸ καὶ κρυφοκοιτῶντας ἐνίοτε τὸ κορίτσι, ἀναλογιζόμενος τὸ περίεργο βλέμμα της. Ὁ φίλος της ἄρχισε νὰ παλεύῃ μὲ τὰ πράγματά τους καὶ τὸν ἐξοπλισμό, τέσσερα πέντε μέτρα παρέκει, στραμμένος πρὸς τὸ γήπεδο τοῦ βόλλεϋ, ὥστε νὰ μαζέψῃ νὰ φύγουν, ἐνῷ ἐκείνη στεκόταν ὀρθή, σὲ εὐθεῖα γραμμὴ μὲ τὸν μοναδικὸ πλέον κολυμβητή. Πρῶτα ἔβγαλε τὸ ἐπάνω μέρος ἀπὸ τὸ μαγιό της καὶ ἀκολούθως σκύβοντας, μὲ γρήγορη κίνησι, καὶ τὸ κάτω καὶ ὅταν σηκώθηκε ξανὰ ἔστεκε πλέον μπροστά του ὁλόγυμνη. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ μία ἀπὸ τὶς στερνὲς φωτιὲς τοῦ ἡλίου ἔπεσε στὸ κορμί της καὶ ἔβαλε τὸ χέρι της προστασία νὰ ἡσκιάσῃ τὰ μάτια της. Ἔμεινε ἔτσι τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξῃ κἄν, σὰν νὰ ἔπαιρνε πόζα. Ἐνόσῳ τὴν ἔβλεπε σκεφτόταν πὼς ἴσως ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ καρδιά της νὰ χτυποῦσε δυνατά, γεμάτη ταραχὴ καὶ ἔξαψι. Ὁ ἴδιος δὲν αἰσθάνθηκε τίποτα σεξουαλικό, ἀλλὰ ἡ καρδιά του ἔλειωσε γεμίζοντας ζεστασιά. Πλέον καλῶς ἐννοοῦσε τὸ  πρότερο βλέμμα της. Τοῦ εἶχε κάνει ἕνα δῶρο θερινό, δῶρο θερινῶν ἀναμνήσεων, μία ἄγνωστη πρὸς ἕναν ἄγνωστο. Τὸν εἶχε κάνει κοινωνὸ τοῦ κάλλους της γιατὶ ἔτσι, γιατὶ τὸ θέλησε, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εὕρισκε ἐξαιρετικὰ ὄμορφο καὶ ἁγνό. Κατόπιν ντύθηκε γοργὰ καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἀπεχώρησαν… χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξῃ κἄν.
     Τὸ βράδυ, ξαπλωμένος στὸ σπίτι, σκέφτηκε πάλι τὸ γεγονός. Στιγμιαίως ἀναρωτήθηκε ἂν τὸν σκεφτόταν τὸ κορίτσι. Παντελῶς ἀνόητη σκέψις, φυσικὰ τὸ κορίτσι ἀγαποῦσε ἢ ἔστω ἐπιθυμοῦσε τὸν φίλο της, αὐτὸ τὸ ὁποῖο συνέβη ἦταν θηλιὰ στὸν χρόνο, ὅπως εἶχε διαβάσει σὲ κάποιο βιβλίο, μιὰ μικρὴ αἰωνιότητα νὰ χάνεσαι μέσα στὰ δύσκολα. Δὲν θὰ τὸ κατέστρεφε μὲ σκέψεις τιποτένιες ἀντρικές. Σηκώθηκε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ψυγεῖο μιὰ μπύρα, κάθισε στὸ μπαλκόνι ἀνοίγοντας πρῶτα τὴν μπύρα καὶ ὕστερα τὸν Φαίδωνα τοῦ Πλάτωνος. Ἀπόψε τὸ πρόγραμμα εἶχε κάταστρον οὐρανὸ Χαλκιδικῆς καὶ ἀθανασία. «Ἴσως κάποτε γράψω γιὰ σένα» εἶπε, καὶ ξεκίνησε νὰ διαβάζῃ.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Θυσία


Θυσία

σμ΄

Ὡς στήλη ἁγνόφαντου φωτὸς κι’ ἀχτιδανθὸς τοῦ ἡλίου,
κι’ ὡς νύχιας μπόρας κεραυνὸς κι’ ἄχραντη αὐγὴ λειμῶνος,
κι’ ὡς ἐρμοκέρι ὁποὺ φωτάει τὴν προσευχὴ κελλίου,
θά ’ρθῃ βουβὴ κι’ ὁλόγυμνη, στὰ σκότη ὡς γέρνω μόνος.

Γυμνὸς θὰ πέσω ἐν γόνασι, μηροὺς θὰ στηθαγγίξω,
θ’ ἀνακαλέσω ἀκρόγλωσσα τοῦ ἔρωτος τὸ δαιμόνιο,
τὸ ἀφροπλασμένο σῶμα της στὰ μπράτσα θὰ τυλίξω,
ματιῶν, κορμιῶν σχῆμα νοητό, τρίγωνον ἀμβλυγώνιο.

Κι’ ὡς χορευτὲς θὰ στρέψουμε κι’ ὡς ὀρθωθῶ θὰ πέσῃ,
λάμψι τοῦ ἀπείρου ὡς ἁπλωθῇ τὸ πᾶν θ’ ἀποθαυμάσω,
τοῦ ὅλου τὸ θεῖον τύπωμα καὶ τῆς ἑστίας τὴν μέσι,
χείλη ὥσμε ἀκροδάχτυλα μὲ ὑγρὴ φωτιὰ θ’ ἀργάσω.

Σεπτὰ κατόπιν θὰ διαβῶ τὲς πύλες τῆς ἁρμύρας,
κι’ ὡς δράκων εἰς γυμνὸ κλαδὶ γύρω μου θὰ κρεμάσῃ,
θὰ λειαίνουν σκάφες πήλινες οἱ χτύποι θείας λύρας
ὥσπου ὡς βροχὴ ἐν κύμασι στὴν σάρκα ἡ σὰρξ περάσῃ.

Στρόβιλος τότε θέλει ἀρθῆ στὴ νύχτα τὴν μεγάλη,
τ’ ἄστρα, θεοὶ πυρίκορμοι, θὰ ἰδοῦν τὰ ψυχοαχνάρια,
νὰ παίζουν δυὸ φωτόσφαιρες, ἡ μιὰ γύρω ἀπ’ τὴν ἄλλη,
στιγμὲς εἰς μιὰ νὰ σμείγωνται, ν’ ἀστράφτουν πειὸ καθάρια.

Μὰ κι’ οἱ ἀσώματοι θεοὶ θὰ ἰδοῦν σ’ ἄφτορη φύσι
κυνηγητό, ἀγκαλόγελα παιδιῶν στ’ ἄνωρο δείλι,
πολλὰ θὰ εὐφρανθῇ ἡ κυρά, κάλλος θ’ ἀντιδωρίσῃ·
κι’ αὔριο θὰ εἰποῦν οἱ φίλες της «Ἀπόψε λάμπεις, φίλη!»

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

In A Garden




















Ποίημα τῆς Αἴμυ Λόουελ

Ἀναβλύζον ἐκ τῶν στομάτων λιθίνων ἀνδρῶν
ὥστε ν’ ἁπλωθῇ ξέγνοιαστα κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
μέσα σὲ γρανιτόχειλες λεκάνες,
ὅπου ἴριδες τσαλαβουτοῦν τὰ πόδια των
καὶ θροΐζουν στὸ πέρασμα τοῦ ἀνέμου,
τὸ νερὸ γεμίζει τὸν κῆπο μὲ τὴν φούρια του,
ἐν μέσῳ τῆς γαλήνης κοντοκομμένων γρασσιδιῶν.

Ὑγρασία μυρίζουν οἱ φτέρες σὲ λίθινες σήραγγες,
ὅπου σταλάζουν καὶ ῥαντίζουν τὰ συντριβάνια,
μαρμαρινὰ συντριβάνια, κιτρινωπὰ ἀπ’ τὸ πολὺ νερό.

Καταβρέχοντας βρυοκηλιδωτὰ σκαλοπάτια
πέφτει, τὸ νερό·
καὶ ὁ ἀέρας νὰ πάλλεται μὲ δαῦτο·
μὲ τὸ κελάρυσμα καὶ τὴν ῥοή του·
μὲ τὸ πηδηχτό, καὶ βαθύ, δροσερὸ μουρμουρητό του.

Καὶ εὐχήθηκα γιὰ νύχτα καὶ γιὰ σένα.
Ἐπιθυμοῦσα νὰ σὲ δῶ μέσα στὴν πισσίνα,
λευκὴ καὶ γυαλιστερὴ μέσα στὸ ἀσημόστικτο νερό.

Ἐνόσῳ τὸ φεγγάρι πήγαινε πάνω ἀπ’ τὸν κῆπο,
ψηλὰ στὴν ἁψῖδα τῆς νύχτας,
καὶ τῶν πασχαλιῶν ἡ εὐώδια ἦταν βαρειὰ μὲ τὴν σιγαλιά.

Νύχτα καὶ τὸ νερό, καὶ σὺ στὴν λευκότητά σου, λουομένη!


Φωτογραφία: Bachrach
"MS Lowell 62 (5), Houghton Library, Harvard University"

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Ἰαλδαβαὼθ (Hells Angel)


Ἰαλδαβαὼθ (Hells Angel)

σλθ΄

Στὸ παληοβενζινάδικο, σὲ κολασμένους δρόμους,
μὲ ἄνοια γεροντικὴ μέν’ ἡ κυρὰ Σοφία·
ἀρχοντοκόρη τὴν μιλοῦν, πανώρηα καὶ πλουσία,
μὰ ἐζευγάρωσ’ ἄνομα, χάθη στοὺς ὑποκόσμους.

Καρπός της ὁ Ἰαλδαβαώθ, ἡγήτωρ καθαρμάτων,
σπρώχνει σκληρὰ ναρκωτικά, πουλάει προστασία,
σάρκα κι’ ὅπλα ἐμπορεύεται, σπέρνει νεκροταφεῖα,
«Τρελὸ θεὸ» τὸν ἐξυμνοῦν! Ὅμιλος βδελυγμάτων.

Τὴν λεωφόρο μὲ ψιλόβροχο διασχίζουν,
στὰ πανωφόρια των λεοντόφιδο ῥαμμένο,
μαῦρο μελίσσ’ οἱ μηχανὲς σειριὰ βουίζουν,
στῆς φάλαγγος τὴν κεφαλὴ ὂν ἐπῃρμένο.

Κάποτε νιώθ’ ἡ μάννα του, στὸ φῶς ἁγνὴ γυρίζει,
τῆς γειτονιᾶς φτωχόπαιδα τριγύρω της μαζεύει,
δίνει γιὰ φῶς, νὰ θερμανθοῦν, παληὰ βιβλία δανείζει,
χαϊδεύει τα, γλυκογελᾷ, μὲ δάκρυ τὰ ὁρμηνεύει:

«Λάθεψα κρίματα βαριόμοιρα, παιδιά μου,
αἰτία ἐγὼ τῆς πυργωμένης φυλακῆς σας,
θρέφτε τὸν ἄσπιλο σπινθῆρα τῆς ψυχῆς σας,
γκρεμίστε τὴν ψευτιά, φυγέτ’ ἀπὸ δῶ χάμου!»

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Ὑδροχοϊκὸς


Ὑδροχοϊκὸς

σλη΄

Εἶμαι παιδὶ δεκάχρονο, φορῶ ξέφτια πορφύρας,
ζυγὸν ὑψώνω ἡλιαντικρύ, σταμνὶ ἀδειανὸ βαστάω,
ἀγύρτης πάω γυμνόποδος, ῥηγόπρεπα περνάω,
κηρύττω ἀνάβρα μυστικὴ μιᾶς ὑπερούσιας μοίρας.

Ἐνώπιος στὸν ποταμὸ κι’ ὁ ποταμὸς τραβιέται,
γέρνω στὴν λίμνη, ἐστέρεψε, ζητῶ βροχή, ἐβουβάθη,
μοῦ ἐπούλησαν σκασμένη γῆ γιὰ ὑδάτινο χωράφι,
τ’ ἄνυδρο χῶμα ἔγλειψα μὰ ἡ δίψα ποῦ νὰ σβηέται.

Ὑγιὸς τῆς Κύπριδος κι’ ἀγγόνι τ’ Οὐρανοῦ,
τ’ ἀρχῆθεν Κάλλος πίνω λαίμαργα στὸ νοῦ·
τ’ ἁβρὸ ἡ γεωμετρία τ’ ὄνειρό μου,
ἀμμόκαστρο στὲς θύελλες τοῦ χρόνου.

Δὲν ἤμουν, λέω, γιὰ τὴν ζωή, μήτ’ ἡ ζωὴ γιὰ μένα,
ἀλύγιστος ἡ δύναμις, τὴν ἐμμορφιὰ σκεβρώνει…
στέρηο ἂν παγώσῃς κάθ’ ὁγρὸ ἡ ἀστροβολιὰ τὸ λειώνει,
στὸν ἥλιο τῆς ἀγάπης Σας εἴθε νὰ λειώσω πνέμμα.

Ἄνασσα Κύπριδα, πρωτόγερε Οὐρανέ,
πῶς ἐδουλώθην, πῶς συντρίφτηκα χαμαί·
ξυλόκαρφα μὲς στὴν ψυχὴ μοῦ χώνουν,
τρελὸν ἀριστοκράτη μὲ σταυρώνουν.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Εἰς τὸ κενὸ τοῦ Βοώτου


Εἰς τὸ κενὸ τοῦ Βοώτου

σλζ΄

Μὲς στὸν παιδίσιον ὕπνο του πάντ’ ἤρχοντο κυράδες,
ἀμὴ τὸ τὶ τοῦ ὡρμήνευαν κρυφὸ πολὺ νὰ εἰπῇ,
ὥσπου τὴν πρωταντίκρυσε, τρανὴ κυρὰ κι’ αὐτή,
κι’ ἀρνήθη κάλλη πρόστυχα καὶ τοῦ ἔρωτος μαινάδες.

Νά ’ναι ἀπ’ τοὺς πολύαστρους τοὺς κόσμους δῶ φερμένη;
Γράφει τραγούδια, παίγνια καὶ γρίφους, κοφτερή,
σβήνει τὸ χαμογέλιο της τῶν ἥλιων τὴν ὀρδή,
βαθύκαρδη κάθε ἀχαμνοῦ τὸν πόνον ἀνασαίνει.

Μὲς στοῦ Βοώτου τ’ ἄνορο κενὸ
γῆς ἥλιου πάντερμου, δίχως φεγγάρι·
τὴν ἄναστρη νυχτιὰ ξύπνιος θωρῶ,
τῶν ἄστρων ὀνειρεύομαι τὸ ἑσμάρι.

Κείνη κι’ ἂς δὲν τὸν ἀγαπᾷ, στὸ νοῦ πλήθια τὴν φέρει
σ’ ἁγνὴ ἀνοιξιάτικη ἀμμουδιὰ ν’ ἀγάλλῃ ἀναγερτή,
σὲ δάση, ἁβροχίτωνη, νὰ σιγοτραγουδῇ,
ν’ αὐγάζῃ, ὄναρ λευκόσαρκο, σιμὰ στὸ πτωχοκέρι.

Στάλες πυρὸς τὰ χάη δῶ δὲν τρυποῦν,
μιὰ φοῦχτ’ ἀλῆτες σκόρπιοι γαλαξίες·
στοὺς ζόφους τὴν ψυχή μου ὁδηγοῦν
τῶν νεραϊδομματιῶν σου οἱ ἀστερίες.