Πολύμνια
ϞϚ΄
Πῶς ξάφνου κύματα θεριὰ σηκώνει τὸ μπουρίνι
μ’ ὁρμὴν καὶ λύσσα ὅπου θαῤῥεῖς τὴ γῆς θὰ καταπιοῦνε,
μὰ ἐκεῖ βράχος ἀκλόνητος τὴν ἀντρειγιά των παύει
κι’ εὐθὺς πάλε στὸ πέλαγον τραβιοῦνται ντροπιασμένα;
Ὅμοια μπουρίνι στὲς καρδιὲς σὰν περπατῇς σηκώνεις
κι’ ὅλοι τὸ κρυφορέγονται δίπλα σου νὰ σταθοῦνε,
μὰ βράχον ἔχεις τὴν ματιὰν κι’ εὐθὺς πισωπατοῦνε.