Κοράσια
τοῦ
πολέμου
Ϟθ΄
Ἀπὸ τὸν πρῶτο πόλεμον ἐῤῥόϊδισαν τρεῖς μέρες,
καβαλλαραῖοι σμείξανε στοῦ κάμπου τοὺς ἀγέρες,
κοντοκρατῆσαν τ’ ἄλογα κι’ ἀντικρυνὰ σταθῆκαν.
Ἐκάλπασε στὴν κεφαλὴ τῶν Σκύθων ὁ ἀταμᾶνος
κι’ ἡ δέσποινα τῶν κοπελλιῶν φτερνίζει, τ’ ἀντιβγαίνει.
Κι’ ὡς ζύγωσαν οἱ μαῦροι τους ὀλίγον ἐσιωπῆσαν,
κι’ ἕνας τὸν ἄλλον μέτραγε κι’ ἄρχεται ὁ νηὸς καὶ λέει.
«Ῥημάξανε τὰ βουκολιὰ καὶ τὰ σφαχτὰ κλεμμένα,
τὰ παλληκάρια διαλεχτὰ στὴν κρύα γῆς χωσμένα,
οἱ πολεμάρχοι ὀργίζονται κι’ οἱ γέροι συλλογιοῦνται.
Μὴ καὶ σᾶς ἐχαλάσαμεν ταίρια, γονηοὺς στὴν μάχη;
Μονόκουρσο μὴν πήραμε κόρες σας
γιά μαννάδες;
Μὴ τῶν προγόνων κρῖμα ἒν καὶ γδικιωμὸν ζητᾶτε;
Φανέρωσέ το, κοπελλιά, τὸ τί μᾶς πολεμᾶτε;»
«Λειβάδιν ἔνι χλοερό, πλατὺν ἀλογοθρόφο
κι’ ἀναμεσὶς Θερμώδοντας ὁ ποταμὸς κυλάει.
Ἐκεῖ στέκ’ ἡ Θεμίσκυρα, καστρὶ πυργοζωσμένο,
κεῖνο τὸν τόπ’ ὡρίζαμε καὶ λέγαμε μητρίδα.
Μιὰ μέρα μᾶς ἐπλάκωσεν ἑλλενικὸ φουσσᾶτον
κι’ ἄλλες ἀγρίμια σκόρπισαν, ὁ πόλεμος ὡς χάθη,
κι’ ἄλλες στὰ πλοῖα σοῦραν μας, σκλάβες γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Κάποια θεὰ σπλαχνίσθη μας καὶ μέθυσε τοὺς ἄντρες,
κι’ ὡς ἐκοιμοῦνταν κόψαμε τοὺς τρυφεροὺς λαιμούς τους.
Γαλιόττες τρεῖς κουρσέψαμεν μὰ διάφορο κανένα.
Ἄμαθες ἀπὸ ἄρμενα, ταξείδια πελαγίσια,
τυφλὰ πηγαινοφέρναν μας οἱ θέλησες τ’ ἀνέμου
ὥσπου σὲ τοῦτες τὶς στερηὲς μᾶς ξέβρασεν ὁ πόντος.
Τὸ κῦμα τροχαλούσαμε, τὸν γυρισμὸν μετρῶντας,
σὰν ἄλογα πλατύστερνα σιμῶσαν στὴ βοσκήν τους.
Δοξάρια ἀρματωθήκαμε καὶ δίστομα πελέκια,
τ’ ἄλογα ἐφτερνίσαμε μὲ μιὰ βουλὴ στὰ φρένα,
ξένες στὴν μαύρη ξενιτειὰ ν’ ἁπλώσουμε στὰ ξένα.
Κι’ αὐτὰ ποὺ τώρα θὰ μιλῶ, Σκύθη, μὴν λησμονῇς τα.
Ἐμεῖς ταίρια δὲν ἔχομε, γονηοὺς νὰ χαλαστοῦνε,
μάννες καὶ θυγατέρες μας
συνάρματες καλπάζουν,
μήτε γι’ ἀρχαία χρεωστημιὰ τὴν πλερωμὴ ζητοῦμε.
Μεῖς Ἀμαζόνες εἴμαστε, κοράσια τοῦ πολέμου,
φίλες πιστὲς τῆς Ἐνυῶς, γυναῖκες ἀντροφόνες».