Διήγημα τοῦ Γουίλλιαμ
Χόουπ Χόντγκσον
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ
τεῦχος
«Φωνὲς μέσα στὴν νύχτα» τοῦ περιοδικοῦ
τῆς
Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)
Ἦταν μιὰ
σκοτεινή, ἄναστρη νυχτιά. Εἴχαμε καλμάρει στὸν Βόρειον Εἰρηνικό. Δὲν γνωρίζω
τὴν ἀκριβῆ μας θέσι, γιατὶ ὁ ἥλιος ἦταν κρυμμένος κατὰ τὴν πορεία μιᾶς ἐξαντλητικῆς,
ξέπνοης ἑβδομάδος, ἀπὸ μιὰν ἀραιὴ ὁμίχλη ποὺ φαινόταν νὰ αἰωρῆται πάνωθέ μας,
περίπου στὸ ὕψος τῆς κορυφῆς τῶν καταρτιῶν μας, ὁποὺ στὸ κάθε τόσο χαμήλωνε καὶ
σαβάνωνε τὴν γύρω θάλασσα.
Μὲ τὴν νηνεμία, εἴχαμε ἀσφαλίσει τὸ
δοιάκι, καὶ ἤμουν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος στὸ κατάστρωμα. Τὸ πλήρωμα, ἀποτελούμενο
ἀπὸ δυὸ ἄνδρες κι’ ἕνα ἀγόρι, κοιμοῦταν μπροστὰ στὸ λημέρι του, ἐνῷ ὁ Γουίλ, ὁ
φίλος μου, καὶ καπετάνιος τοῦ μικροῦ μας σκάφους, βρισκόταν πρὸς τὴν πρύμνη
στὴν κουκέττα του, στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τῆς μικρῆς καμπίνας.
Ξαφνικά, μέσ’ ἀπ’ τὸ γύρω σκοτάδι, ἀκούστηκεν
ἕνας χαιρετισμός: «Σκοῦνα, χαῖρε!»
Ἡ φωνὴ ἦταν τόσο ἀπρόσμενη ποὺ δὲν ἔδωσα
ἄμεση ἀπάντησι, ἐξ αἰτίας τῆς ἐκπλήξεώς μου.
Ξανακούστηκε· μιὰ φωνὴ παράδοξα λαρυγγώδης
καὶ μὴ ἀνθρώπινη, προερχόμενη κάπου ἀπ’ τὴν σκοτεινὴ θάλασσα πέρα πρὸς τὴν
ἀριστερή μας πλευρά:
«Σκοῦνα, χαῖρε!»
«Γειά σου!» φώναξα, ἔχοντας συγκεντρώσει
κάπως τὴν προσοχή μου. «Τί εἶσαι; Τί ζητᾷς;»
«Δὲν πρέπει νὰ φοβᾶσαι», ἀπάντησε ἡ
ἀλλόκοτη φωνή, ἔχοντας ἐνδεχομένως διακρίνει ἕν’ ἀχνάρι συγχύσεως στὸν δικό μου
τόνο. «Ἕνας γέροντας εἶμαι μονάχα».
Ἡ παῦσι ἀκούστηκε περίεργα· ὅμως μόνον ἐκ
τῶν ὑστέρων τὸ ἔφερα στὴν μνήμη μου μὲ κάποια σημασία.
«Τότε γιατί δὲν πλευρίζεις;» ἀπόρησα κάπως
ἁρπαγμένος, γιατὶ πειράχτηκα ἀπ’ τὸν ὑπαινιγμὸ ποὺ ἀφωροῦσε τὴν μικροταραχή
μου.
«Ἐγὼ… ἐγὼ… δὲν μπορῶ. Δὲν θὰ ἦταν ἀσφαλές.
Ἐγὼ…». Ἡ φωνὴ κόπηκε ἀπότομα, καὶ ἀκολούθησε σιωπή.
«Τί ἐννοεῖς;» ῥώτησα, ἐνῷ μεγάλωνε ἡ
ἔκπληξί μου. «Γιατὶ δὲν εἶναι ἀσφαλές; Ποῦ βρίσκεσαι;»
Ἀφουγκράστηκα γιὰ μιὰ στιγμή, ἀλλὰ δὲν
ὑπῆρξε ἀπάντησι. Καὶ τότε, ἀφοῦ μοῦ γεννήθηκε μιὰ ξαφνικὴ ἀόριστη ὑποψία, ἄγνωστο
περὶ ποίου πράγματος, βημάτισα σβέλτα στὴν πυξιδοθήκη, κι’ ἔβγαλα τὸ ἀναμμένο
φανάρι. Παράλληλα, χτύπησα μὲ τὸ τακκούνι μου τὸ κατάστρωμα γιὰ νὰ ξυπνήσω τὸν
Γουίλ. Κατόπιν ἐπέστρεψα στὰ πλευρά, ῥίχνοντας τὸν κιτρινωπὸ κῶνο φωτὸς ἔξω
στὴν σκοτεινὴ ἀπεραντοσύνη πέρ’ ἀπὸ τὴν κουπαστή μας. Μόλις τὸ ἔπραξα, ἄκουσα
μιὰν ἀχνή, πνιχτὴ κραυγή, καὶ ἀκολούθως τὸν ἦχο παφλασμοῦ σὰν κάποιος ν’ ἄρχισε
ἀπότομα νὰ κωπηλατῇ. Ὡστόσο δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶδα κάτι μετὰ βεβαιότητος, ἐκτὸς
ποὺ μοῦ φάνηκε πὼς μὲ τὴν πρώτη λάμψι τοῦ φωτὸς κάτι ὑπῆρχεν ἐπάνω στὰ νερά,
ἐκεῖ ὅπου πλέον δὲν ἔβλεπες τίποτε.
«Ἐσύ, γειά σου!» φώναξα, «Τί ἀνοησίες εἶν’
αὐτές!»
Ὅμως ἔφτασαν μόνον οἱ ἀκαθόριστοι ἦχοι
μιᾶς βάρκας ποὺ ἀπομακρυνόταν μέσα στὴν νύχτα.
Ὕστερα ἄκουσα τὴν φωνὴ τοῦ Γουίλ, ἀπὸ τὸ
πρυμναῖο φινηστρίνι: «Τί συμβαίνει, Τζώρτζ;»
«Ἔλα δῶ, Γουίλ!» εἶπα.
«Τί εἶναι;» ῥώτησε, διασχίζοντας τὸ
κατάστρωμα.
Τοῦ μίλησα γιὰ τὸ ἀλλόκοτο πρᾶγμα ποὺ
συνέβη. Ἔθεσε ἀρκετὰ ἐρωτήματα, καὶ κατόπιν, ἀφοῦ σιώπησε γιὰ μιὰ στιγμή, ἔβαλε
τὶς χοῦφτες του στὸ στόμα, καὶ χαιρέτησε:
«Βάρκα, χαῖρε!»
Ἀπὸ πολὺ μακρυνὴ ἀπόστασι ἔφτασε πρὸς ἐμᾶς
μιὰ ἀμυδρὴ ἀπόκρισι, καὶ ὁ σύντροφός μου ἐπανέλαβε τὸ κάλεσμά του. Σύντομα,
μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα ἡσυχίας, πλησίασε στ’ αὐτιά μας ὁ πνιχτὸς ἦχος
κουπιῶν, καὶ στὸ ἄκουσμά τους ὁ Γουὶλ ξαναχαιρέτησε.
Τούτη τὴν φορὰ ἦρθε ἀπάντησι:
«Ἀπομάκρυνε τὸ φῶς».
«Πανάθεμά με ἂν τὸ κάνω», μουρμούρισα,
ὅμως ὁ Γουὶλ μοῦ εἶπε νὰ πράξω καθὼς πρόσταξε ἡ φωνή, καὶ τὸ ἔχωσα πίσω ἀπὸ τὸ
παραπέτο.
«Πλησίασε», εἶπε, καὶ οἱ χτύποι τῶν
κουπιῶν συνεχίστηκαν. Ὕστερα, ὅταν ὅπως φαίνεται πλησίασε περίπου στὶς ἕξι
ὀργυιές, ἔπαψαν καὶ πάλι.
«Ἔλα
νὰ πλευρίσῃς», ἀναφώνησε ὁ Γουίλ. «Δὲν ὑπάρχει τίποτε νὰ φοβᾶσαι ἐδῶ πάνω!»
«Ὑποσχέσου πὼς δὲν θὰ βγάλῃς τὸ φῶς;»
«Τί σὲ κόφτει», πετάχτηκα, «καὶ φοβᾶσαι
τόσο διαολεμμένα τὸ φῶς;»
«Ἐπειδὴ…» ξεκίνησε ἡ φωνή, καὶ διακόπηκε.
«Ἐπειδὴ τί;» ῥώτησ’ ἀπανωτά.
Ὁ Γουὶλ ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸν ὦμο μου.
«Πᾶψε γιὰ μιὰ στιγμή, γέρο», εἶπε
χαμηλόφωνα. «Ἄφησε νὰ τὸν χειριστῶ ἐγώ».
Ἔγειρε κι’ ἄλλο ἐπάνω ἀπ’ τὴν κουπαστή.
«Γιὰ ἄκου δῶ, κύριος», εἶπε, «τούτ’ ἡ
ὑπόθεσι παρὰ εἶναι ἀλλόκοτη, μὲ σένα νὰ πέφτῃς πάνω μας μὲ τέτοιον τρόπο, ἐντελῶς
στὴν μέσι τοῦ εὐλογημένου Εἰρηνικοῦ. Πῶς μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε γιὰ τί εἴδους
ἀπατεωνιὰ εἶσαι ἱκανός; Λὲς ὅτι εἶσαι μόνος σου. Πῶς μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε ἂν
δὲν σοῦ ῥίξουμ’ ἕνα βλέφαρο, ἔ; Καὶ τί ζόρι τραβᾷς μὲ τὸ φῶς, τέλος πάντων;»
Μόλις τελείωσε, ἄκουσα πάλι τὸν ἦχο τῶν
κουπιῶν, καὶ κατόπιν ἔφτασε ἡ φωνή, ὅμως πλέον ἀπὸ μεγαλύτερη ἀπόστασι, καὶ
ἀκουγόταν ὑπερβολικὰ ἀπελπισμένη καὶ ἀξιοθρήνητη.
«Λυπᾶμαι… λυπᾶμαι! Δὲν θὰ σᾶς ἐνωχλοῦσα,
εἶναι ποὺ εἶμαι πεινασμένος, καὶ… τὸ ἴδιο κι’ ἐκείνη».
Ἡ φωνὴ ἔσβησε, καὶ ὁ ἦχος τῶν κουπιῶν, ποὺ
βουτοῦσαν ἄτσαλα, μεταφέρθηκε ὣς ἐμᾶς.
«Σταμάτα!» φώναξε ὁ Γουίλ. «Δὲν θέλω νὰ σὲ
διώξω, γύρισε πίσω! Θὰ κρατήσουμε τὸ φῶς κρυμμένο, ἅμα δὲν σοῦ ἀρέσῃ».
Στράφηκε σὲ μένα:
«Διαολεμμένα ἀλλόκοτη μανούβρα, τούτη,
ἀλλὰ νομίζω δὲν εἶναι κάτι νὰ φοβούμαστε;»
Ὑπῆρχε ἐρωτηματικὸ στὸν τόνο του, καὶ
ἀπάντησα.
«Ὄχι, νομίζω πὼς ὁ φουκαρᾶς ναυάγησε κάπου
ἐδῶ γύρω, καὶ παλάβωσε».
Ὁ ἦχος τῶν κουπιῶν πλησίασε.
«Χῶσε τὸ φανάρι πίσω στὴν πυξιδοθήκη»,
εἶπε ὁ Γουίλ, καὶ μετὰ ἔσκυψ’ ἐπάνω ἀπ’ τὴν κουπαστὴ καὶ ἀφουγκραζόταν. Ἔβαλα
τὸ φανάρι στὴν θέσι του, κι’ ἐπέστρεψα δίπλα του. Οἱ χτύποι τῶν κουπιῶν ἔπαψαν
περίπου μιὰ δωδεκάδα γιάρδες μακριά.
«Τώρα θὰ πλευρίσῃς;» ῥώτησε ὁ Γουὶλ μὲ
ἤπιο τόνο. «Ἔβαλα τὸ φανάρι πίσω στὴν πυξιδοθήκη».
«Δὲν… δὲν μπορῶ», ἀπάντησε ἡ φωνή. «Δὲν
τολμῶ νὰ ζυγώσω παραπέρα. Δὲν τολμῶ νὰ σᾶς πληρώσω ἀκόμα καὶ γιὰ τὶς… τὶς προμήθειες».
«Δὲν πειράζει», εἶπε ὁ Γουίλ, καὶ δίστασε.
«Εἶσαι καλοδεχούμενος νὰ πάρῃς ὅσο φαγητὸ μπορεῖς…» Δίστασε καὶ πάλι.
«Εἶσαι πολὺ καλός», ἀνέκραξε ἡ φωνή.
«Μακάρι ὁ θεός, ποὺ τὰ πάντα ἀντιλαμβάνεται, νὰ σοῦ τὸ ξεπληρώσῃ…» ἔσπασε
βραχνιασμένη.
«Ἡ… ἡ κυρία;» εἶπε κοφτὰ ὁ Γουίλ. «Εἶναι…»
«Τὴν ἄφησα πίσω, ἐπάνω στὸ νησί», ἔφτασε ἡ
φωνή.
«Ποιό νησί;» πετάχτηκα.
«Ἀγνοῶ τὸ ὄνομά του», ἐπέστρεψε ἡ φωνή.
«Θὰ τὸ γνώριζα, γιὰ τὸν θεὸ…» ἄρχισε, καὶ περιώρισε τὸν ἑαυτό της τὸ ἴδιο ξαφνικά.
«Μποροῦμε νὰ στείλουμε μιὰ βάρκα νὰ τὴν
πάρῃ;» ῥώτησε ὁ Γουὶλ σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο.
«Ὄχι!» εἶπε ἡ φωνή, μὲ ἀξιοσημείωτη ἔμφασι.
«Θεέ μου! Ὄχι!» Ἔγινε μιὰ στιγμιαία παῦσι, κι’ ὕστερα πρόσθεσε, σὲ τόνο ποὺ
ἔμοιαζε δικαιωμένη μομφή.
«Ἦταν λόγῳ τῆς ἀνάγκης μας ποὺ τὸ
ἀποτόλμησα, ἐπειδὴ ὁ πόνος της μὲ βασάνιζε».
«Εἶμαι ἀναίσθητος ξεχασιάρης», ἀναφώνησε ὁ
Γουίλ. «περίμενε ἕνα λεπτό, ὅποιος κι’ ἂν εἶσαι, καὶ θὰ σοῦ φέρω κάτι ἀμέσως».
Σὲ δυὸ λεπτὰ ἐπέστρεψε, καὶ τὰ χέρια του
ἦσαν γεμᾶτα μὲ φαγώσιμα. Σταμάτησε στὴν κουπαστή.
«Μπορεῖς νὰ πλευρίσῃς γιὰ νὰ τὰ πάρῃς;»
ῥώτησε.
«Ὄχι, ΔΕΝ ΤΟΛΜΩ», ἀπάντησε ἡ φωνή, καὶ μοῦ
φάνηκε πὼς στὴν χροιά της διέκρινα μιὰ νότα καταπιεσμένης λαχτάρας, σὰν νὰ ἔκρυψε
ὁ κάτοχός της μιὰ θνητὴ ἐπιθυμία. Μοῦ ἦρθε τότε μιὰ ἀναλαμπή, ὅτι ὁ
γεροκακομοίρης ἐκεῖ ἔξω στὸ σκοτάδι, ΥΠΕΦΕΡΕ ἀπὸ πραγματικὴ ἀνάγκη γιὰ τὰ
πράγματα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του ὁ Γουίλ, κι’ ὡστόσο, ἐξ αἰτίας κάποιου
ἀκατάληπτου τρόμου, ἀπέφευγε νὰ βιαστῇ νὰ πλευρίσῃ τὴν μικρή μας σκοῦνα, καὶ νὰ
τὰ παραλάβῃ. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἀστραπιαία
τούτη πεποίθησι, ἦρθε καὶ ἡ γνῶσι πὼς ὁ ἀνείδωτος δὲν ἦταν τρελός, ἀλλὰ
ἀντιμετώπιζε μὲ σύνεσι κάποιον ἀφόρητο τρόμο.
«Ἀνάθεμα, Γουίλ!» εἶπα, γεμᾶτος συναισθήματα,
στὰ ὁποῖα ὑπερίσχυε μιὰ συμπόνια δίχως ὅρια. «Πιάσ’ ἕνα κιβώτιο. Πρέπει νὰ τὸ
ῥίξουμε μὲ τὰ πράγματα στὸ νερὸ πρὸς ἐκεῖνον».
Κι’ ἔτσι κάναμε. Ὠθήσαμε τὸ κιβώτιο πέρ’
ἀπ’ τὸ σκάφος, ἔξω στὸ σκοτάδι, μέσῳ ἑνὸς κονταριοῦ μὲ γάντζο. Σ’ ἕνα λεπτό, ἔφτασε
σ’ ἐμᾶς μιὰ ἀχνὴ κραυγὴ τοῦ ἀνείδωτου, καὶ καταλάβαμε πὼς εἶχε ἀσφαλίσει τὸ
κιβώτιο.
Λίγο ἀργότερα, μᾶς ἀποχαιρέτησε, καὶ μᾶς
εὐλόγησε μὲ τόσο ἐγκάρδιο τρόπο, ὥστε εἶμαι βέβαιος πὼς ἤμασταν καλύτεροι χάριν
αὐτοῦ. Κατόπιν, δίχως ἄλλη φασσαρία, ἀκούσαμε τὸν χειρισμὸ κουπιῶν στὸ σκοτάδι
ἀντίπερα.
«Ἔφυγε τόσο σύντομα», σχολίασε ὁ Γουίλ, μὲ μιὰ πολὺ μικρὴ ἴσως αἴσθησι πειράγματος.
«Περίμενε», ἀπάντησα. «Κάτι μοῦ λέει πὼς
θὰ ἐπιστρέψῃ. Πρέπει νὰ χρειαζόταν ἀπεγνωσμένα τὴν τροφή».
«Καὶ ἡ κυρά», εἶπε ὁ Γουίλ. Γιὰ μιὰ στιγμὴ
ἔμεινε σιωπηλός, ἔπειτα συνέχισε:
«Εἶναι τὸ πειὸ ἀλλόκοτο πρᾶγμα ποὺ κύλησε
στὸν δρόμο μου, ἀπὸ τότε ποὺ ψαρεύω».
«Ναί», εἶπα, καὶ ἄρχισα νὰ συλλογίζωμαι.
Κι’ ἔτσι ὁ χρόνος κύλησε… μιὰ ὥρα, κι’ ἄλλη
ὥρα, καὶ ἀκόμη ὁ Γουὶλ ἔμενε μαζί μου· γιατὶ ἡ ἀλλόκοτη περιπέτεια τοῦ εἶχε
σβήσει κάθε ἐπιθυμία γιὰ ὕπνο.
Ἡ τρίτη ὥρα εἶχε περάσει κατὰ τὰ τρία
τέταρτα, ὅταν ἀκούσαμε πάλι τὸν ἦχο κουπιῶν πέρα στὸν σιωπηλὸ ὠκεανό.
«Ἄκου!» εἶπε ὁ Γουίλ, μὲ μιὰ ὑπόγεια νότα
ἐνθουσιασμοῦ στὴν φωνή του.
«Ἐπιστρέφει, ὅπως τὸ φαντάστηκα»,
μουρμούρισα.
Οἱ χτύποι τῶν κουπιῶν πλησίασαν, καὶ
πρόσεξα πὼς ἦσαν σταθερώτεροι καὶ μακρύτεροι. Ἡ τροφὴ ἔκανε τὴν δουλειά της.
Σταμάτησαν σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπὸ τὰ πλευρά,
καὶ ἡ ἀλλόκοτη φωνὴ ἔφτασε καὶ πάλι σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὸ σκοτάδι.
«Σκοῦνα, χαῖρε!»
«Ἐσὺ εἶσαι;» ῥώτησε ὁ Γουίλ.
«Ναί», ἀπάντησε ἡ φωνή. «Σᾶς ἄφησα
ξαφνικά, ὅμως… ὅμως ἦταν μεγάλη ἀνάγκη».
«Ἡ κυρία;» ἀπόρησε ὁ Γουίλ.
«Ἡ… κυρία εἶναι εὐγνώμων πρὸς τὸ παρὸν
στὴν γῆ. Θὰ εἶναι ἀκόμη περισσότερο, σύντομα στὸν… στὸν παράδεισο».
Ὁ Γουὶλ δοκίμασε νὰ δώσῃ κάποιαν ἀπάντησι,
μὲ μπερδεμμένη φωνή, ἀλλὰ σάστισε, καὶ διέκοψε ἀπότομα. Δὲν μίλησα. Ἀναρωτιόμουν
σχετικὰ μὲ τὶς περίεργες παύσεις, καί, ξέχωρα
τῆς ἀπορίας μου, ἔνιωθα μεγάλη συμπόνια.
Ἡ φωνὴ συνέχισε:
«Ἐμεῖς… αὐτὴ κι’ ἐγώ, συζητήσαμε, καθὼς
μοιραζόμασταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς στοργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικῆς σας…»
Ὁ Γουὶλ παρενέβη, ὅμως δίχως συνοχή.
«Σᾶς ἐκλιπαρῶ νὰ… νὰ μὴν ὑποτιμήσετε τὴν
ἀποψινή σας πρᾶξι χριστιανικῆς φιλανθρωπίας», εἶπε ἡ φωνή. «Νὰ εἶστε βέβαιοι
πὼς δὲν διέφυγε τῆς προσοχῆς Του».
Σταμάτησε, κι’ ἐγίνη ἑνὸς λεπτοῦ σιγή.
Ὕστερα ἔφτασε πάλι:
«Συζητήσαμε σχετικὰ μ’ ἐκεῖνο ποὺ… ποὺ μᾶς
ἔπληξε. Εἴχαμε σκεφτῆ νὰ παρακάμψουμε, χωρὶς ν’ ἀποκαλύψουμε τὸ ἐλάχιστο, τὸν
τρόμο ποὺ ἦρθε στὶς… ζωές μας. Συμφωνεῖ μὲ τὴν δική μου πίστι, ὅτι τ’ ἀποψινὰ
γεγονότα τελοῦν ὑπὸ ἀνωτέρα πρόνοια, καὶ ὅτι εἶναι ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νὰ σᾶς
ἐξιστορήσουμε ὅλα ὅσα ἔχουμε ὑποφέρει ἀπὸ… ἀπὸ…»
«Ναί;» εἶπε μαλακὰ ὁ Γουίλ.
«Ἀπὸ
τὸ ναυάγιο τοῦ Ἄλμπατρος».
«Ἄ!» ἀναφώνησα ἀνεξέλεγκτα. «Ἄφησε τὸ
Νιούκαστλ γιὰ Φρίσκο, πᾶνε ἕξι μῆνες τώρα, κι’ ἔκτοτε δὲν ἔχει μαθευτῆ κάτι».
«Ναί», ἀπάντησε ἡ φωνή. «Ὅμως κάπου λίγες
μοῖρες βορειότερα τῆς γραμμῆς ἔπεσε σὲ μιὰ φοβερὴ τρικυμία, καὶ ἔχασε τὰ
κατάρτια του. Μόλις ξημέρωσε, ἀφοῦ διαπιστώθηκε πὼς ἔμπαζε ἄσχημα, καί, προσωρινά,
πὼς ἔπεσε σὲ μπουνάτσα, οἱ ναῦτες μεταφέρθηκαν στὶς βάρκες, παρατῶντας…
παρατῶντας μιὰ νεαρὴ κυρία… τὴν μνηστή μου… καὶ μένα ἐπάνω στὸ ναυάγιο.
»Ἤμασταν κάτω, συγκεντρώνοντας κάποια ἀπ’
τὰ ὑπάρχοντά μας, ὅταν ἀναχώρησαν. Στάθηκαν ἐντελῶς ἀνάλγητοι, ἕνεκα φόβου, καὶ
ὅταν ἀνεβήκαμ’ ἐπάνω στὸ κατάστρωμα, τοὺς διακρίναμε μόνο σὰν μακρυνὲς φιγοῦρες
πέρα στὸν ὁρίζοντα. Ὡστόσο δὲν ἀπελπιστήκαμε, ἀλλὰ στρωθήκαμε στὴν δουλειὰ καὶ
κατασκευάσαμε μιὰ μικρὴ σχεδία. Ἐπάνω της φορτώσαμε τόσα ἐφόδια ὅσα θὰ μποροῦσε
ν’ ἀντέξῃ, συμπεριλαμβανομένης ποσότητος
νεροῦ καὶ γαλεττῶν. Κατόπιν, μὲ τὸ σκάφος ἤδη ἀρκετὰ βυθισμένο, ἀνεβήκαμε στὴν
σχεδία, καὶ φύγαμε.
»Ἦταν ἀργότερα, ὅταν παρατήρησα πὼς μᾶλλον
βρισκόμασταν στὴν διαδρομὴ κάποιας παλίῤῥοιας ἢ ῥεύματος, ποὺ μᾶς μετακίνησε σὲ
μιὰ ὀπτικὴ γωνία ἀπ’ τὸ πλοῖο, ἔτσι ὥστε κατὰ τὴν πορεία τριῶν ὡρῶν, σύμφωνα μὲ
τὸ ῥολόι μου, τὸ κύτος τοῦ πλοίου δὲν ἦταν πλέον ὁρατό, μὲ τὰ σπασμένα κατάρτια
του νὰ παραμένουν στὴν θέα μας γιὰ κάπως μεγαλύτερο διάστημα. Ἔπειτα, πρὸς τὸ
βραδάκι, ἔπεσε ὁμίχλη, ὁμοίως καὶ κατὰ τὴν νύχτα. Τὴν ἑπομένη ἀκόμη μᾶς
περιέβαλε ἡ ὁμίχλη, μὲ τὸν καιρὸ νὰ παραμένῃ καλός.
»Γιὰ τέσσερεις ἡμέρες ἐπιπλέαμε μέσα σὲ
τούτη τὴν παράξενη ὁμίχλη, ὥσπου, τὸ βραδάκι τῆς τέταρτης ἡμέρας, δυνάμωσε στ’
αὐτιά μας τὸ μουρμουρητὸ κυμάτων ποὺ σπᾶνε σὲ κάποιαν ἀπόστασι. Σταδιακὰ ἔγινε
καθαρώτερο, καί, λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἔμοιαζε ν’ ἀκούγεται κι’ ἀπ’ τὶς δυὸ
πλευρὲς σὲ ὄχι πολὺ μεγάλο διάστημα. Ἡ σχεδία ἀνυψώθηκεν ἐπάνω στὴν
φουσκοθαλασσιὰ κάμποσες φορές, καὶ μετὰ βρεθήκαμε σὲ ἤρεμα νερά, καὶ ὁ θόρυβος
τῶν κυμάτων ποὺ σπᾶνε ἦταν πίσω μας.
»Μόλις ξημέρωσε, ἀνακαλύψαμε πὼς
βρισκόμασταν σὲ κάποιου εἴδους μεγάλη λιμνοθάλασσα, ὅμως τότε δώσαμε λίγη
σημασία· γιατὶ πολὺ κοντὰ μπροστά μας, μέσα στὴν ὁμίχλη ποὺ μᾶς τύλιγε, δέσποζε
τὸ κύτος ἑνὸς μεγάλου ἱστιοφόρου σκάφους. Μὲ μιὰ κίνησι, πέσαμε στὰ γόνατά μας
καὶ εὐχαριστήσαμε τὸν Θεό, γιατὶ θεωρούσαμε ὅτι πλέον οἱ κίνδυνοι γιὰ ἐμᾶς θὰ
τελειώσουν. Εἴχαμε πολλὰ νὰ μάθουμε.
»Ἡ σχεδία προσέγγισε τὸ πλοῖο, καὶ
φωνάξαμε πρὸς αὐτοὺς νὰ μᾶς ἐπιβιβάσουν, ὅμως οὐδεὶς ἀπάντησε. Σύντομα ἡ σχεδία
ἄγγιξε τὸ πλευρὸ τοῦ σκάφους, καί, βλέποντας ἕνα σκοινὶ νὰ κρέμεται πρὸς τὰ
κάτω, τὸ ἅρπαξα καὶ ξεκίνησα ν’ ἀναῤῥιχῶμαι. Ὡστόσο κατέβαλα πολὺ κόπο μέχρι νὰ
τὰ καταφέρω, ἐξ αἰτίας ἑνὸς εἴδους γκρίζου, λειχηνώδους μύκητα ὁ ὁποῖος εἶχε
κολλήσει ἐπάνω στὸ σκοινί, καὶ εἶχε κηλιδώσει ἔντονα τὸ πλευρὸ τοῦ πλοίου.
»Ἔφτασα τὴν κουπαστὴ καὶ σκαρφάλωσα ἀπὸ
πάνω της, στὸ κατάστρωμα. Τότε εἶδα πὼς τὰ καταστρώματα ἦσαν καλυμμένα, μὲ
μεγάλα μπαλλώματα, ἀπὸ γκρίζες μᾶζες, μὲ κάποιες νὰ ὑψώνωνται σὲ κονδύλους
ὕψους ἀρκετῶν ποδῶν· ὅμως ἐκείνη τὴν στιγμὴ τοῦτο τὸ ζήτημα μὲ ἀπασχόλησε
λιγώτερο ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ βρίσκωνται ἄνθρωποι ἐπάνω στὸ πλοῖο. Φώναξα, ὅμως
οὐδεὶς ἀπάντησε. Ἔπειτα πῆγα στὴν πόρτα κάτω ἀπ’ τὸ ἐπίστεγο. Τὴν ἄνοιξα, καὶ
κοίταξα μὲ προσοχή. Ὑπῆρχε μιὰ δυνατὴ μυρωδιὰ μούχλας, ὥστε κατάλαβα ἀμέσως πὼς
τίποτε ζωντανὸ δὲν βρισκόταν ἐκεῖ μέσα, καὶ μ’ αὐτὴ τὴν γνῶσι, ἔκλεισα τὴν
πόρτα γρήγορα· γιατὶ ξαφνικὰ ἔνιωσα μοναξιά.
»Ἐπέστρεψα στὴν πλευρὰ ἀπ’ ὅπου εἶχα
σκαρφαλώσει. Ἡ… ἡ καρδοῦλα μου ἀκόμη καθόταν ἥσυχα ἐπάνω στὴν σχεδία. Βλέποντάς
με νὰ κοιτῶ πρὸς τὰ κάτω φώναξε νὰ μάθῃ ἂν ὑπῆρχαν κάποιοι ἐπάνω στὸ πλοῖο.
Ἀπάντησα πὼς τὸ σκάφος φαινόταν ἐγκαταλελειμμένο ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό, ὅμως ἂν
περίμενε λιγάκι θὰ γύρευα νὰ βρῶ κάτι ποὺ νὰ μοιάζῃ μὲ σκάλα ὥστε νὰ μπορέσῃ ν’
ἀνεβῇ στὸ κατάστρωμα. Κατόπιν θὰ ἐξερευνούσαμε τὸ σκάφος μαζί. Μετὰ ἀπὸ λίγο,
στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τῶν καταστρωμάτων, βρῆκα μιὰ πλευρικὴ σκάλα ἀπὸ σκοινί.
Τὴν μετέφερα πίσω, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα λεπτὸ βρισκόταν δίπλα μου.
»Μαζὶ ἐξερευνήσαμε τὶς καμπῖνες καὶ τὰ
διαμερίσματα τοῦ πρυμναίου τμήματος τοῦ πλοίου, ὅμως δὲν ὑπῆρχε κανένα σημεῖο
ζωῆς πουθενά. Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἰδίων τῶν καμπινῶν, συναντήσαμε παράξενα
μπαλλώματα ἐκείνου τοῦ ἀλλόκοτου μύκητα, ἀλλὰ τοῦτος, ὅπως εἶπε ἡ καρδοῦλα μου,
μποροῦσε νὰ καθαριστῇ.
»Τελικά, βέβαιοι πλέον πὼς τὸ πρυμναῖο
τμῆμα τοῦ σκάφους ἦταν ἄδειο, ἀνοίξαμε τὸν δρόμο μας πρὸς τὴν πλώρη, ἀνάμεσα
ἀπ’ τοὺς ἄσχημους γκρίζους κονδύλους τούτης τῆς περίεργης συστάδας· κι’ ἐδῶ
μετὰ ἀπὸ ἐπὶ πλέον ἔρευνα βεβαιωθήκαμε πὼς ἤμασταν πράγματι οἱ μοναδικοὶ
ἄνθρωποι ἐπάνω στὸ πλοῖο.
»Γνωρίζοντάς το πέραν πάσης ἀμφιβολίας,
ἐπιστρέψαμε στὴν πρύμνη καὶ προσπαθήσαμε νὰ βολευτοῦμε ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα.
Μαζὶ ἀδειάσαμε καὶ καθαρίσαμε δύο καμπῖνες, καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἐξέτασα ἂν
βρισκόταν κάτι φαγώσιμο στὸ πλοῖο. Ἀνακάλυψα σύντομα πὼς βρισκόταν, καὶ
εὐχαρίστησα τὸν Θεὸ ἐγκάρδια γιὰ τὴν καλωσύνη του. Ἀνακάλυψα ἐπὶ προσθέτως τὴν
θέσι τῆς ἀντλίας νεροῦ, καὶ ἀφοῦ τὴν ἐπιδιώρθωσα διαπίστωσα πὼς τὸ νερὸ ἦταν
πόσιμο, ἂν καὶ κάπως δυσάρεστο στὴν γεῦσι.
»Γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες παραμείναμε στὸ πλοῖο,
χωρὶς νὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ βγοῦμε στὴν ἀκτή. Ἤμασταν ἐνεργὰ ἀφωσιωμένοι στὸ νὰ
μετατρέψουμε τὸ μέρος σὲ κατοικήσιμο. Ἀλλ’ ἀκόμη κι’ ἔτσι νωρὶς συνειδητοποιήσαμε
πὼς ὁ κλῆρος μας ἦταν λιγώτερο ἐπιθυμητὸς κι’ ἀπ’ ὅσο θὰ μπορούσαμε νὰ
φανταστοῦμε. Γιατὶ ἂν καί, ὡς πρῶτο βῆμα, ἀποξύσαμε τὰ παράξενα μπαλλώματα τῆς
συστάδας ποὺ ἦσαν κατάσπαρτα στὰ πατώματα καὶ στοὺς τοίχους τῶν καμπινῶν καὶ
τῆς τραπεζαρίας, ὡστόσο ἐπανῆλθαν σχεδὸν στὸ ἀρχικό τους μέγεθος μέσα στὸ
διάστημα ἑνὸς εἰκοσιτετραώρου, πρᾶγμα ποὺ ὄχι μόνον μᾶς ἀποθάῤῥυνε, ἀλλὰ μᾶς
προκάλεσε κάποιο ἀόριστο αἴσθημα ἀνησυχίας.
»Δὲν παραδεχόμασταν τὴν ἧττα μας ὅμως, κι’
ἔτσι ξαναστρωθήκαμε στὴν δουλειά, καὶ ὄχι μόνον ἀποξύσαμε τὸν μύκητα, ἀλλὰ
ἐμποτίσαμε τὰ μέρη ποὺ βρισκόταν μὲ φαινόλη, εἶχα βρεῖ ἕνα γεμᾶτο δοχεῖο στὴν
ἀποθήκη τροφίμων. Ὡστόσο, μέχρι τὸ τέλος τῆς ἑβδομάδος ἡ συστάδα ἐπανῆλθε σὲ
πλήρη ἀνάπτυξι, καί, ἐπὶ προσθέτως, ἐξαπλώθηκε καὶ σ’ ἄλλα μέρη, λὲς καὶ τὸ
ἄγγιγμά μας ἐπέτρεψε σὲ σπόρους νὰ ταξειδέψουν μέσῳ αὐτοῦ κι’ ἀλλοῦ.
»Τὸ ἕβδομο πρωινό, ἡ καρδοῦλα μου μὲ τὸ
ποὺ ξύπνησε βρῆκε μιὰ μικρὴ κηλῖδα ἀπ’ αὐτὸ ν’ ἀναπτύσσεται στὸ μαξιλλάρι της,
κοντὰ στὸ πρόσωπό της. Τότε, ἦρθε σὲ μένα, ἀμέσως μόλις ἔβαλε τὰ φορέματά της. Ἐκείνη
τὴν στιγμὴ βρισκόμουν στὸ μαγειρεῖο καὶ ἄναβα φωτιὰ γιὰ τὸ πρωινὸ γεῦμα.
«Ἔλα δῶ, Τζών», εἶπε, καὶ μὲ ὡδήγησε πρὸς
τὴν πρύμνη. Μόλις εἶδα τὸ πρᾶγμα ἐπάνω στὸ μαξιλλάρι ἀνατρίχιασα, καὶ ἐπὶ τόπου
συμφωνήσαμε νὰ φύγουμε εὐθὺς ἀμέσως ἀπ’ τὸ πλοῖο καὶ νὰ κοιτάξουμε ἂν δὲν
ἤμασταν ἱκανοὶ νὰ ταξειδέψουμε πῶς νὰ βολευτοῦμε καλύτερα στὴν στερηά.
»Συγκεντρώσαμε μαζὶ τὰ λίγα ὑπάρχοντά μας
βιαστικά, καὶ ἀνακάλυψα πὼς ἀκόμη κι’ ἀνάμεσά τους ὁ μύκητας εἶχε ἐπεκταθῆ·
γιατὶ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ σάλια της βρῆκα πρὸς τὴν ἄκρη φυτρωμένο μικρὸ σβῶλο του. Τὸ
πέταξα ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν πλευρά, δίχως ν’ ἀναφέρω τὸ παραμικρό.
»Ἡ σχεδία παρέμενε στὴν πλευρά, ὅμως ἦταν
ἀρκετὰ ἀδέξια στὸ κουμάντο, καὶ κατέβασα μιὰ μικρὴ βάρκα ποὺ κρεμόταν πλαγίως
τῆς πρύμνης, καὶ μὲ τούτη κινήσαμε πρὸς τὴν ἀκτή. Ὡστόσο, καθὼς πλησιάζαμε,
σταδιακὰ συνειδητοποιοῦσα ὅτι ὁ σιχαμερὸς μύκητας, ποὺ μᾶς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ πλοῖο,
ἀναπτυσσόταν ἀνεξέλεγκτα. Σὲ μεριὲς ὑψωνόταν σὲ φριχτούς, ἀπαίσιους λοφίσκους,
ποὺ ἔμοιαζαν σχεδὸν νὰ τρέμουν, λὲς μὲ
μιὰν ἀθόρυβη ζωή, ὅταν τοὺς διέσχιζε τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ λάμβανε
μορφὲς πελώριων δαχτύλων, καὶ σ’ ἄλλα μέρη ἁπλωνόταν ἐπίπεδα καὶ ὁμαλὰ καὶ
ὕπουλα. Παράξενα σημεῖα, φαινόταν σὰν ἀφύσικα καχεκτικὰ δέντρα, ποὺ ἔδειχναν
ἐξαιρετικὰ στριμμένα καὶ ῥοζιασμένα… μὲ τὸ σύνολο νὰ τρέμῃ ἐνίοτε ἀηδιαστικά.
»Στὴν ἀρχή, εἴχαμε τὴν ἐντύπωσι πὼς δὲν
ὑπῆρχε μήτε ἕνα κομμάτι τῆς γύρω παραλίας ποὺ νὰ μὴν εἶχε κρυφτῆ κάτω ἀπ’ τοὺς
ὄγκους τοῦ ἀποκρουστικοῦ λειχῆνα· ὡστόσο, ὡς πρὸς αὐτό, διαπίστωσα πὼς εἴχαμε
σφάλει. Γιατὶ λίγο ἀργότερα, ἐνῷ πλέαμε κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς σὲ μικρὴ ἀπόστασι,
ξανοίξαμε μιὰ λευκή, ὁμαλὴ ἔκτασι ποὺ ἔμοιαζε νὰ εἶναι ψιλὴ ἄμμος, κι’ ἐκεῖ
πιάσαμε στερηά. Δὲν ἦταν ἄμμος. Δὲν γνωρίζω τί ἦταν. Παρατήρησα μόνο πὼς ἐπάνω
της ὁ μύκητας δὲν μποροῦσε ν’ ἀναπτυχθῇ, ἐνῷ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀμμόσχημη γῆ περιπλανιέται
περίεργα, κατὰ μονοπάτια, ἀνάμεσα στὴν γκρίζα ἐρήμωσι τοῦ λειχῆνα, δὲν ὑπάρχει
τίποτε πέραν τῆς σιχαμένης γκριζάδας.
»Εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς δώσω νὰ καταλάβετε πόσο
ἐνθουσιαστήκαμε ποὺ ἀνακαλύψαμε ἕναν τόπο τελείως ἀκυρίευτον ἀπὸ τὴν συστάδα, κι’
ἐκεῖ ἀποθέσαμε τὰ ὑπάρχοντά μας. Κατόπιν ἐπιστρέψαμε στὸ πλοῖο γιὰ ἐκεῖνα τὰ
πράγματα ποὺ θεωρήσαμε πὼς θὰ χρειαστοῦμε. Μεταξὺ ἄλλων ὑλικῶν, κατώρθωσα νὰ
μεταφέρω στὴν στερηὰ ἕν’ ἀπ’ τὰ παννιὰ τοῦ πλοίου, καὶ μ’ αὐτὸ κατασκεύασα δυὸ
μικρὲς σκηνές, οἱ ὁποῖες, ἂν καὶ ὑπερβολικὰ ἄκομψες, ἐξυπηρετοῦσαν τὸν σκοπὸ
γιὰ τὸν ὁποῖο προωρίζονταν. Μέσα σ’ αὐτὲς ζούσαμε καὶ ἀποθηκεύαμε τὰ διάφορα
εἴδη πρώτης ἀνάγκης, κι’ ἔτσι γιὰ ἕνα διάστημα τεσσάρων ἑβδομάδων περίπου ὅλα
ἔβαιναν ὁμαλὰ καὶ χωρὶς ἰδιαίτερη δυστυχία. Μπορῶ νὰ πῶ, μάλιστα, μὲ πολλὴν
εὐτυχία… γιατὶ… γιατὶ ἤμασταν μαζί.
»Ἦταν ἐπάνω στὸν ἀντίχειρα τοῦ δεξιοῦ της
χεριοῦ ὅπου πρωτοεμφανίστηκε ὁ μύκητας. Ἦταν ἕνα μικρό, κυκλικὸ στίγμα μονάχα, παρόμοιο
μὲ γκρίζα ἐληά. Θεέ μου! πῶς ὁ φόβος χύμηξε στὴν καρδιά μου ὅταν μοῦ ἔδειξε τὸ
σημεῖο. Τὸ καθαρίσαμε, μεταξύ μας, πλένοντάς το μὲ φαινόλη καὶ νερό. Τὸ πρωινὸ
τῆς ἑπόμενης ἡμέρας μοῦ ἔδειξε πάλι τὸ χέρι της. Τὸ γκρίζο μυρμηγκιασμένο
πρᾶμμα εἶχε ἐπανεμφανιστῆ. Γιὰ λίγο, ἀλληλοκοιταχτήκαμε σιωπηλά. Ἔπειτα, ἀμίλητοι
ἀκόμη, ἀρχίσαμε πάλι νὰ τὸ ἀφαιροῦμε. Μίλησε ξαφνικὰ ἐν μέσῳ τῆς
ἐπεμβάσεως.
«Τί εἶν’ αὐτὸ στὴν ἄκρη τοῦ προσώπου σου, ἀγάπη
μου;» Ἡ φωνή της ἦταν ἀπότομη μὲ νευρικότητα. Σήκωσα τὸ χέρι μου νὰ ψηλαφήσω.
«Ἐκεῖ! Κάτω ἀπ’ τὰ μαλλιὰ κοντὰ στὸ αὐτί
σου. Λίγο πρὸς τὸ μέτωπο ἐλαφρῶς». Τὸ δάχτυλό μου σταμάτησε πάνω στὸ σημεῖο, καὶ
πλέον γνώριζα.
«Νὰ τακτοποιήσουμε πρῶτα τὸν ἀντίχειρά σου»,
εἶπα. Κι’ ἐκείνη ὑπάκουσε, μόνον ἐπειδὴ φοβόταν νὰ μὲ ἀγγίξῃ μέχρι νὰ
καθαριστῇ. Τελείωσα μὲ τὸ πλύσιμο καὶ τὴν ἀπολύμανσι τοῦ ἀντίχειρά της, καὶ κατόπιν
ἀνέλαβε τὸ πρόσωπό μου. Μόλις τελείωσε καθίσαμε μαζὶ καὶ συζητήσαμε λίγη ὥρα
γιὰ πολλὰ πράγματα γιατὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο μπῆκαν στὶς ζωές μας ξαφνικά, πολὺ
τρομακτικὲς σκέψεις. Φοβόμασταν, ἀπροσδόκητα, κάτι χειρότερο κι’ ἀπ’ τὸν θάνατο.
Ἀναφέραμε τὸ νὰ φορτώσουμε τὴν βάρκα μὲ προμήθειες καὶ νερὸ καὶ νὰ βγοῦμε ἔξω
στὴν θάλασσα, ὡστόσο ἤμασταν ἀνήμποροι, γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ… καὶ ἡ συστάδα μᾶς
εἶχε ἤδη ἐπιτεθῆ. Ἐπιλέξαμε νὰ παραμείνουμε. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς μεταχειριζόταν κατὰ
τὸ θέλημά του. Θὰ περιμέναμε.
»Ἕνας μῆνας, δύο μῆνες, τρεῖς μῆνες
πέρασαν καὶ τὰ σημεῖα μεγάλωσαν κάπως, καὶ ἐμφανίστηκαν κι’ ἄλλα. Ὡστόσο παλέψαμε
πολὺ ἔντονα μὲ τὸν φόβο πὼς ἡ πρόοδός του δὲν ἦταν ἀργή, συγκριτικὰ μιλῶντας.
»Κάθε τόσο ἀποτολμούσαμε νὰ πᾶμε στὸ πλοῖο
γιὰ τὶς προμήθειες ποὺ εἴχαμε ἀνάγκη. Ἐκεῖ ἀνακαλύψαμε πὼς ὁ μύκητας αὐξανόταν
ἐπίμονα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κονδύλους ἐπάνω στὸ κυρίως κατάστρωμα σύντομα ψήλωσε ἴσα
μὲ τὸ μπόϊ μου.
»Πλέον εἴχαμε παραιτηθῆ ἀπὸ κάθε σκέψι ἢ
ἐλπίδα φυγῆς ἀπ’ τὸ νησί. Συνειδητοποιήσαμε πὼς θὰ ἦταν ἀνεπίτρεπτο νὰ βρεθοῦμε
ἀνάμεσα σὲ ὑγιεῖς ἀνθρώπους, μεταδίδοντας κι’ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔπληξαν.
»Ἔχοντας κατὰ νοῦ αὐτὴ τὴν ἀπόφασι καὶ τὴν
γνῶσι κατανοούσαμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ διαχειριστοῦμε μὲ προσοχὴ τὴν τροφὴ καὶ τὸ
νερό, γιατὶ δὲν γνωρίζαμε, ἐκείνη τὴν στιγμή, παρὰ τὸ ὅτι ἐνδεχομένως νὰ ζούσαμε γιὰ πολλὰ χρόνια.
»Αὐτὸ μοῦ θυμίζει ποὺ σᾶς ἀνέφερα ὅτι
εἶμαι γέροντας. Λογαριάζοντας μὲ τὰ χρόνια δὲν ἀληθεύει. Ὅμως… ὅμως…»
Διέκοψε, ἔπειτα συνέχισε κάπως ἀπότομα:
«Ὅπως ἔλεγα, κατανοούσαμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ
εἴμαστε προσεκτικοὶ στὸ ζήτημα τῆς τροφῆς. Ὅμως δὲν εἴχαμε ἰδέα πόσο λίγη τροφὴ
ἀπέμενε νὰ διαχειριστοῦμε. Ἦταν μιὰ ἑβδομάδα μετὰ ποὺ ἀνακάλυψα πὼς οἱ
ὑπόλοιπες δεξαμενὲς ψωμιοῦ… ποὺ τὶς φανταζόμουν γεμᾶτες… ἦσαν ἄδειες, καὶ πὼς (πέρ’
ἀπὸ περισσεύματα κονσερβῶν μὲ λαχανικὰ καὶ κρέας, καὶ κάποια ἄλλα ὑλικὰ) δὲν εἴχαμε τίποτε ποὺ νὰ βασιστοῦμε, ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ ψωμὶ τῆς ἤδη ἀνοιχτῆς δεξαμενῆς.
»Ἀφοῦ τὸ ἔμαθα ξεσηκώθηκα νὰ κάνω ὅ,τι μποροῦσα,
καὶ στρώθηκα νὰ ψαρεύω στὴν λιμνοθάλασσα, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ
εἶχα τάσεις ἀπελπισίας μέχρι ποὺ σκέφτηκα νὰ δοκιμάσω ἔξω ἀπ’ τὴν λιμνοθάλασσα,
στὸν ὠκεανό.
»Ἐκεῖ, ἔπιανα τυχαῖα ψάρια, ἀλλὰ τόσο
σπάνια ποὺ ἀποδείχτηκαν μικρὴ βοήθεια στὸ ν’ ἀντέξουμε τὴν πεῖνα ποὺ μᾶς
ἀπειλοῦσε. Μοῦ φαινόταν πιθανώτερο νὰ πεθάνουμε ἀπὸ πεῖνα, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν
ἐξάπλωσι τοῦ πράγματος ποὺ κατέλαβε τὰ σώματά μας.
»Βρισκόμασταν σ’ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάστασι
ὅταν σώθηκε ὁ τέταρτος μῆνας. Ὅταν ἀνακάλυψα κάτι φριχτό. Ἕνα πρωινό, λίγο πρὶν
τὸ μεσημέρι. Ἐπέστρεφα ἀπὸ τὸ πλοῖο μὲ μιὰ ποσότητα γαλεττῶν ποὺ εἶχε ἀπομείνει.
Στὸ στόμιο τῆς σκηνῆς της εἶδα τὴν καρδοῦλα μου καθισμένη, κάτι νὰ τρώῃ.
«Τί εἶν’ αὐτό, ἀγάπη μου;» φώναξα καθὼς
πηδοῦσα στὴν στερηά. Ὅμως, μὲ τὸ ποὺ ἄκουσε τὴν φωνή μου, φάνηκε σαστισμένη,
καί, γυρνῶντας, κάτι κρυφοπέταξε πρὸς τὴν ἄκρη τῆς στενῆς παραλίας. Δὲν ἔφτασε
ὣς ἐκεῖ, καὶ μὲ μιὰν ἀόριστη ὑποψία νὰ γεννιέται μέσα μου, τὴν διέσχισα καὶ τὸ
μάζεψα. Ἦταν ἕνα κομμάτι γκρίζου μύκητα.
»Καθὼς τὴν πλησίαζα κρατῶντας το, ἔγινε
κατάχλωμη, καὶ μετὰ ῥοδοκόκκινη.
»Ἔνιωθα παράξενα σαστισμένος καὶ
τρομοκρατημένος.
«Ἀγάπη μου! Ἀγάπη μου!» εἶπα, καὶ δὲν μπόρεσα
νὰ πῶ παραπέρα. Ὅμως στὰ λόγια μου ξέσπασε κι’ ἔκλαψε πικρά. Σταδιακά, καθὼς ἠρέμησε,
μὲ πληροφόρησε πὼς εἶχε δοκιμάσει τὴν προηγούμενην ἡμέρα, καὶ… καὶ τῆς ἄρεσε.
Τὴν ἔβαλα νὰ μοῦ ὑποσχεθῇ γονατιστὴ πὼς δὲν θὰ τὸ ξαναγγίξῃ, ὅση πεῖνα κι’ ἂν
μᾶς θέριζε. Ἀφοῦ ὑποσχέθηκε μοῦ εἶπε πὼς ἡ ἐπιθυμία γιὰ τοῦτο τὴν χτύπησε
ξαφνικά, καὶ πώς, μέχρι τὴν στιγμὴ τῆς ἐπιθυμίας, δὲν εἶχε αἰσθανθῆ γι’ αὐτὸ
τίποτ’ ἐκτὸς ἀπὸ ἐντονώτατη ἀπέχθεια.
»Ἀργότερα μέσα στὴν ἡμέρα, νιώθοντας
περίεργα νευρικός, καὶ πολὺ ταραγμένος μὲ τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀνακάλυψα, βάδισα σὲ
κάποιο ἀπὸ τὰ πολύστροφα μονοπάτια… τὰ σχηματισμένα ἀπὸ τὸ λευκό, ἀμμόσχημο
ὑλικὸ… ποὺ ὡδηγοῦσε μέσα στὴν μυκητώδη συστάδα. Εἶχα ἀποτολμήσει καὶ μιὰ φορὰ
παλαιότερα νὰ τὸ ἀκολουθήσω, ἀλλὰ ὄχι σὲ καμμιὰ μεγάλη ἀπόστασι. Αὐτὴ τὴν φορά,
ὄντας βυθισμένος σὲ περίπλοκους συλλογισμούς, προχώρησα πολὺ παρακάτω ἀπ’ ὅσο εἶχα
ὣς τότε.
»Ξαφνικὰ μ’ ἔβγαλε ἀπ’ τὶς σκέψεις μου κάποιος
τραχὺς ἦχος στ’ ἀριστερά μου. Γυρνῶντας γρήγορα εἶδα πὼς ὑπῆρχε κίνησι ἀνάμεσα
σ’ ἕναν ἀσυνήθιστα σχηματισμένον ὄγκο ἀπὸ μύκητα, κοντὰ στὸν ἀγκῶνα μου. Ταλαντευόταν
ἀνήσυχα, λὲς καὶ κατεῖχε δική του ζωή. Ἀπότομα, καθὼς κάρφωσα τὸ βλέμμα μου, μοῦ
ἦρθε στὸ νοῦ πὼς τὸ πρᾶγμα εἶχε μιὰν ἀφύσικη ὁμοιότητα μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς
παραμορφωμένου ἀνθρωπίνου πλάσματος. Συνάμα μὲ τὴν ἐντύπωσι ποὺ ἄστραψε στὸ
μυαλό μου, ἀκούστηκε κάποιος ἐλαφρύς, σιχαμερὸς θόρυβος σχισίματος, καὶ εἶδα
ἕνα ἀπ’ τὰ κλαδόμορφα μπράτσα ν’ ἀποσπᾶται ἀπὸ τοὺς γύρω γκρίζους ὄγκους, καὶ
νὰ ἔρχεται πρὸς ἐμένα. Τὸ κεφάλι τοῦ πράγματος… μία ἄμορφη γκρίζα σφαῖρα, ἔγειρε
πρὸς τὸ μέρος μου. Στάθηκα σὰν ἀνόητος, καὶ τὸ σιχαμερὸ μπράτσο πέρασε
χαϊδεύοντας τὸ πρόσωπό μου. Ἔβγαλα μιὰ κραυγὴ φόβου, καὶ ἔτρεξα μερικὰ βήματα
ὀπισθοχωρῶντας. Ἐπάνω στὰ χείλη μου ἔμεινε μιὰ γλυκερὴ γεῦσι ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα τοῦ
πράγματος. Τὰ ἔγλειψα, καὶ ἀμέσως μὲ κατέκλυσε κάποια μὴ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία. Γύρισα
κι’ ἅρπαξα μιὰ χεριὰ ἀπ’ τὸν μύκητα. Μετὰ κι’ ἄλλη καὶ… ἄλλη. Ἤμουν ἀχόρταγος. Ἐν
μέσῳ καταβροχθίσματος, ἡ ἀνάμνησι τῆς πρωινῆς ἀνακαλύψεως ὥρμηξε μέσα στὸ
σαστισμένο μυαλό μου. Ἦταν θεόσταλτη. Πέταξα στὸ ἔδαφος τὸ κομμάτι ποὺ
κρατοῦσα. Κατόπιν, ἀπολύτως καταῤῥακωμένος καὶ νιώθοντας τρομερὲς τύψεις, πῆρα
τὸν δρόμο γιὰ τὴν μικρὴ κατασκήνωσι.
»Νομίζω κατάλαβε, μέσῳ κάποιου θαυμαστοῦ
ἐνστίκτου ποὺ πιστεύω πὼς τῆς χάρισε ἡ ἀγάπη, μόλις μὲ πρωτοκοίταξε. Ἡ σιωπηλή
της συμπαράστασι μὲ διευκόλυνε, καὶ τῆς φανέρωσα τὴν ξαφνική μου ἀδυναμία· ὡστόσο
παρέλειψα ν’ ἀναφέρω τὸ ἀξιοσημείωτο γεγονὸς ποὺ προηγήθηκε. Ἐπιθυμοῦσα νὰ τὴν
ἀπαλλάξω ἀπ’ ὅλο τὸν ἀχρείαστο τρόμο.
»Ὅμως, ὅσο μὲ ἀφωροῦσε, εἶχα προσθέσει
μιὰν ἀβάσταχτη γνῶσι, γιὰ νὰ ἐκτρέφῃ ἕναν ἀκατάπαυστο τρόμο μέσα στὸ μυαλό μου·
γιατὶ δὲν ἀμφέβαλα πὼς εἶχα δεῖ τὸ τέλος ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἔφτασαν στὸ
νησὶ μὲ τὸ πλοῖο στὴν λιμνοθάλασσα, καὶ σὲ τοῦτο τὸ ἀποκρουστικὸ τέλος ἔβλεπα
καὶ τὸ δικό μας.
»Ἔκτοτε ἀποφεύγαμε τὴν φριχτὴ τροφή, παρ’
ὅλο ποὺ ἡ ἐπιθυμία γι’ αὐτὴν κυλοῦσε πλέον στὸ αἷμα μας. Ὡστόσο τὸ ζοφερό μας
μαρτύριο ἤδη ξεκινοῦσε, γιατὶ, ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲ τερατώδη ταχύτητα, ἡ μυκητώδης
συστάδα κυρίευε τὰ φτωχά μας σώματα. Ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸ περιορίσουμε σωματικά, καὶ
ἔτσι… καὶ ἔτσι… ἐμεῖς ποὺ ὑπήρξαμε ἄνθρωποι, γίναμε… Ἒ λοιπόν, κάθε ἡμέρα ἔχει
καὶ λιγώτερη σημασία. Μόνο… μόνο ποὺ ὑπήρξαμε ἄνδρας καὶ δεσποινίδα!
»Καὶ ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἡ μάχη γίνεται
τρομερώτερη, ὥστε ν’ ἀντισταθοῦμε στὴν λιγούρα γιὰ τὸν ἀπαίσιο λειχῆνα.
»Πρὶν μιὰ ἑβδομάδα φάγαμε τὴν στερνὴ γαλέττα,
καὶ ἀπὸ τότε ἔπιασα τρία ψάρια. Ἀπόψε ἤμουν ἐδῶ γύρω καὶ ψάρευα ὅταν ἡ σκοῦνα
σας ἔπλευσε πρὸς τὸ μέρος μου μέσ’ ἀπὸ τὴν ὁμίχλη. Σᾶς χαιρέτησα. Γνωρίζετε τὰ
ὑπόλοιπα, καὶ μακάρι ὁ Θεός, μέσ’ ἀπ’ τὴν μεγάλη Του καρδιά, νὰ σᾶς εὐλογῇ γιὰ
τὴν καλωσύνη ποὺ δείξατε σ’ ἕνα… ζευγάρι φτωχῶν ἀπόκληρων ψυχῶν».
Ἀκούστηκε τὸ βύθισμα ἑνὸς κουπιοῦ… κι’
ἄλλο. Ὕστερα ἡ φωνὴ ἔφτασε πάλι, καὶ γιὰ τελευταία φορά, ἠχῶντας μέσ’ ἀπ’ τὴν
λεπτὴ ὁμίχλη ποὺ μᾶς κύκλωνε, ἄυλη καὶ λυπητερή.
«Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ! Γειά σας!»
«Γειά σου», φωνάξαμε μαζί, βραχνιασμένοι, κι’
οἱ καρδιές μας ἦσαν πλημμυρισμένες μὲ πολλὰ συναισθήματα.
Ἔῤῥιξα μιὰ ματιὰ γύρω μου. Πρόσεξα πὼς μᾶς
ζύγωνε ἡ αὐγή.
Ὁ ἥλιος ἐκτόξευσε μιὰν ἀδέσποτη ἀχτῖδα πέρ’
ἀπὸ τὴν κρυμμένη θάλασσα, διαπέρασε θαμπὰ τὴν ὁμίχλη, καὶ φώτισε τὴν βάρκα ποὺ
ξεμάκραινε, μὲ μιὰ μουντὴ φλόγα. Ἀμυδρὰ διέκρινα κάτι νὰ παλινδρομῇ ἀνάμεσα στὰ
κουπιά. Μοῦ φάνηκε σὰν σφουγγάρι… ἕνα μεγάλο, γκρίζο σφουγγάρι ποὺ παλινδρομοῦσε…
Τὰ κουπιὰ συνέχιζαν τὴν πλεῦσι. Ἦσαν γκρίζα… ὅπως καὶ ἡ βάρκα… καὶ τὰ μάτια μου γύρεψαν γιὰ μιὰ στιγμὴ
ματαίως τὴν σύζευξι χεριοῦ μὲ κουπί. Τὸ βλέμμα μου γύρισε ἀστραπιαῖα πρὸς τὸ…
κεφάλι. Ἔγειρε μπροστὰ καθὼς τὰ κουπιὰ τραβήχτηκαν πρὸς τὰ πίσω γιὰ τὸ χτύπημα.
Ὕστερα τὰ κουπιὰ βυθίστηκαν, ἡ βάρκα ὠθήθηκε πέρ’ ἀπὸ τὴν φωτισμένη ἐπιφάνεια,
καὶ τὸ… τὸ πρᾶγμα προχώρησε κωπηλατῶντας μέσα στὴν ὁμίχλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου