Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Ἦταν
στὸ ἁπαλόχροο περβόλι τῆς Ζαΐδος·
μέσα
στοὺς ὁμιχλόσκεπους τοὺς κήπους τῆς Ζαΐδος,
κεῖ
ὅπου ἀνθίζει ὁ λευκὸς ἀνθὸς τῆς νεφαλότης,
ὁ
εὐώδης τῆς μεσονυχτιᾶς ὁ ἀγγελιοφόρος.
Ἐκεῖ
κοιμοῦνται ἀσάλευτες οἱ λίμνες τοῦ κρυστάλλου,
καὶ
ῥυάκια ὅπου ἀργοκυλοῦν δίχως νὰ κελαρύζουν·
ῥυάκια
γαληνόῤῥοα ἀπ’ τὲς σπηληὲς τοῦ Κάθος
ποὺ
συλλογιοῦνται πνεύματα πρᾶα τῆς ἀμφιλύκης.
Καὶ
τῶν λιμνῶν καὶ ῥυακιῶν τὲς ὄχθες καμαρώνουν
γιοφύρια
ἀπ’ ἀλάβαστρο καθάριο καμωμένα,
λευκὰ
γιοφύρια ὅλα τους πιδέξια λαξεμμένα
μ’
ἀπεικονίσεις νεραϊδῶν καὶ μὲ μορφὲς δαιμόνων.
Πλανῆτες
κι’ ἥλιοι ἀνοίκειοι δῶ πέρα λαμπυρίζουν,
κι’
ἀνοίκειος τοῦ Βανάπιδος φαντάζει ὁ μηνίσκος
ποὺ
πέρ’ ἀπ’ τοὺς κισσόπλεχτους δύει τοὺς προμαχῶνες
κεῖ
ὅπου κατακάθεται τοῦ δειλινοῦ ἡ σκόνη.
Ἐδῶ τοῦ
Γυάμπον οἱ λευκοὶ ἀτμοὶ ποὺ κατεβαίνουν,
κι’
ἐδῶ μὲς στῶν λευκῶν ἀτμῶν τὲς ἀνεμόῤῥοες δῖνες
ἦταν
ὅπου ἀντίκρυσα τὴν θεία Ναθικάνα·
τὴν
Ναθικάνα ζάλευκη κι’ ἀνθοστεφανωμένη,
τὴν
Ναθικάνα λυγερὴ καὶ σκοτεινομαλλοῦσα,
τὴν
Ναθικάνα ἀλ’κόχειλη καὶ δαμασκηνομμάτα,
τὴν
Ναθικάνα ὁλόγλυκεια καὶ ἀργυρολαλοῦσα,
τὴν
Ναθικάνα λατρευτὴ κι’ ἀχνοχρωμοντυμένη.
Καὶ
ἦταν μου ἀείποτες ἡ πολυαγαπημένη,
ἀπὸ
καιροὺς ποὺ ἀποίητος ὁ Χρόνος δὲν κυλοῦσε,
ἀπὸ
μέρες ποὺ ἀποίητα τ’ ἄστρη δὲν λαμποφέγγαν
κι’ ὅλα
ἦσαν ἀποίητα, ὅλα ἐκτὸς τοῦ Γυάμπον.
Κι’
ἐδῶ ἦταν ποὺ οἰκούσαμε παντοτινὰ στὸ πάντα,
ἐμεῖς
τὰ ἀπονήρευτα τὰ τέκνα τῆς Ζαΐδος,
σὲ
μονοπάτια ἀνέμελοι καὶ φυλλωσιῶν ἁψῖδες,
τῆς
νεφαλότης τ’ ἅγιανθος λευκοστεφανωμένοι.
Πόσες
φορὲς δὲν πλεύσαμε μέσα στὴν ἀμφιλύκη
πάνω
ἀπὸ ἀνθοσκέπαστες λοφοπλαγιές, λειβάδια
κάτασπρα
μὲ στρωσίδι τους τὸ ταπεινὸ ἀστάλθον,
τὸ
ταπεινὸ ἀλλ’ ἔμμορφο συνάμα τὸ ἀστάλθον,
κι’
εἰς κόσμ’ ὠνειρευτήκαμε μ’ ὀνείρεμμα φτειασμένον
ὄνειρα
ὡραιότερα κι’ ἀπ’ τὴν Ἐδὲμ ἀκόμα
ζωηρὰ
κι’ ἀληθινώτερα τῆς λογικῆς ἀκόμα!
Ἔτσι
κυλοῦσαν οἱ καιροί, μὲ ὄνειρα κι’ ἀγάπη,
ὥσπου
ἦρθεν ἡ κατάρατη ἡ ἐποχὴ τοῦ Ζάννιν,
ἡ
δαιμονοκατάρατη ἡ ἐποχὴ τοῦ Ζάννιν·
ὅταν
κόκκινοι ἔλαμψαν οἱ ἥλιοι κι’ οἱ πλανῆτες,
κόκκινος
τοῦ Βανάπιδος λαμπύρισε ὁ μηνίσκος,
καὶ
κόκκινοι κατέβαιναν πειὰ οἱ ἀτμοὶ τοῦ Γυάμπον.
Κατόπιν
ἐκοκκίνησαν οἱ ἀνθοὶ καὶ τὰ ῥυάκια
κι’
οἱ λίμνες ὅπου ἁπλώνονται κάτω ἀπὸ τὰ γιοφύρια,
μέχρι
ποὺ κι’ ὁ ἀκίνητος ἀλάβαστρος καὶ κεῖνος
ῥόδινος
ἐφωσφόριζε κι’ ἀφύσικ’ ἀνακλοῦσε
ὥσπου
ὅλα τὰ λαξεύματα, δαίμονες καὶ νεράϊδες,
λαγνοκοιτοῦσαν
κόκκινα ἀπ’ τὰ ἡσκιωμένα πλαίσια.
Πειὰ
ἡ ὅρασίς μου κόκκινη, καὶ ἀποτρελαμένος
πίσω
ἀπ’ τὸ πέπλο τὸ κρουστὸ πάλεψα νὰ θωρήσω,
νὰ
ἰδῶ γιὰ λίγο στὰ κλεφτὰ τὴν θεία Ναθικάνα·
τὴν
ἄσπιλη, λευκόδερμη γιὰ πάντα Ναθικάνα·
τὴν
λατρεμμένη, ἀνάλλαγη στὸν χρόνο Ναθικάνα.
Ὅμως
στροβιλιζόμενος στῆς τρέλας μου τὴν δίνη
ἡ
ὅρασίς μου ἐθόλωσε μὲς στὸν σκληρό της μόχθο,
ἡ
ὅρασίς μου ἡ κόκκινη κι’ ἀναθεματισμένη,
καὶ
μοῦ ’χτισε νὰ θεωρῶ ἕναν καινούργιο κόσμο·
καινούργιο
κόσμο ποὺ ἔγεμε σκότους καὶ κοκκινίλας,
ἕνα
κῶμα φρικιαστικὸν ὅπου καλεῖται βίος.
Πλέον
ἐντὸς τοῦ κώματος ὅπου καλεῖται βίος
τὰ
φωτεινὰ φαντάσματα τῆς ἐμμορφιᾶς βιγλίζω·
τὰ
ψεύτικα φαντάσματα τῆς ἐμμορφιᾶς, τὰ κούφια
ποὺ
ὅλα τοῦ Ζάννιν τὰ κακὰ μέσα τους πεπλοκρύβουν.
Μ’ ἀστείρευτη
καὶ μ’ ἄπειρη λαχτάρα τὰ βιγλίζω,
τόσ’
ὅμοια μοῦ φαντάζουνε μὲ τὴν ἀγαπημένη,
καλλίγραμμα
καὶ ποθητὰ σὰν τὴν ἀγαπημένη,
ὅμως
λερὸ στὰ μάτια τους ἀστράφτει τὸ κακό τους·
τὸ
ἀνελεημόνητο καὶ βάναυσο κακό τους,
κακὸ
πολὺ περσσότερον ἀπ’ τῶν Θάφορν καὶ Λάτγκοζ,
ἀῤῥωστημένο
δυὸ φορές, ὅτι στὸ κάλλος κρύφθη.
Καὶ
μόνο στῆς μεσονυχτιᾶς τὴν ὥρα ὅταν κοιμοῦμαι
ἡ
Ναθικάνα φαίνεται, ἡ ἀφανισμένη κόρη,
ἡ
Ναθικάνα ἡ ἄσπιλη, τὸ ζάλευκό της θώρι,
ποὺ
εἰς μιὰ ματιὰ τοῦ ὀνειρευτῆ χάνεται, ξεθωριάζει.
Ξανὰ
καὶ πάλι τὴν ζητῶ κι’ ἄπαυτα τὴν γυρεύω·
πλαθοτικὰ
βαριὰ πιοτὰ πλέον μὲ συντροφεύουν,
βαριὰ
ὅπου ἐζυμώθησαν μὲ οἶνο τῆς Ἀστάρτης
καὶ
μὲ ὀδυρμῶν πολύχρονων τὸ δάκρυ ἐνισχυμένα.
Πόσο
ποθῶ καὶ νοσταλγῶ τοὺς κήπους τῆς Ζαΐδος·
τὸ
ἔμμορφο χαμένο μου περβόλι τῆς Ζαΐδος
κεῖ
ὅπου ἀνθίζει ὁ λευκὸς ἀνθὸς τῆς νεφαλότης,
ὁ
εὐώδης τῆς μεσονυχτιᾶς ὁ ἀγγελιοφόρος.
Τὸ
τελευταῖο δραστικὸ πιοτὸ παρασκευάζω,
ἕνα
πιοτὸ ποὺ οἱ δαίμονες πολὺ τὸ κάνουν κέφι,
πιοτὸ
ποὺ θ’ ἀποδιώξῃ εὐθὺς ὅλη τὴν κοκκινίλα·
τὸ
κῶμα τὸ φρικιαστικὸν ὅπου καλεῖται βίος.
Σύντομα,
πολὺ σύντομα, ἡ ζύμωσι ἂν πετύχῃ,
ἡ
κοκκινίλα θὰ χαθῇ κι’ ἡ τρέλα θὰ ἐκλείψῃ,
στοῦ
σκωληκοπολυάνθρωπου τοῦ σκοταδιοῦ τὰ βύθη
οἱ
ποταπὲς οἱ ἅλυσες ποὺ μ’ ἔδεναν θὰ λειώσουν.
Καὶ
πάλι ὅπως ἀλλοτινὰ οἱ κῆποι τῆς Ζαΐδος
λευκοὶ
θ’ αὐγίσουν στῶν ματιῶν τὴν χρόνια μου τυράγνια,
κι’
ἐκεῖ μὲ τοὺς λευκοὺς ἀτμοὺς τοῦ Γυάμπον τυλιγμένη
ἀντίκρυ
μου θὰ στέκεται ἡ θεία Ναθικάνα·
ἡ
Ναθικάνα ἡ ἄφθαρτη κι’ ἀποκατεστημένη
ποὺ
ὁ βίος δὲν ἐγνώρισεν ἴση καὶ ὅμοιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου