Ἡ Καλυψὼ κι’ ὁ ῥοντελέρος
σν΄
Στὰ τέρθιος ἐπολέμαγε, ῥοντέλα
καὶ σπαθί,
κι’ ἐτρύπωνε στὲς σάρισες,
ὡς οἱ Ἑλβετοὶ θερίζαν.
Κονκισταδόρος μπάρκαρε, πάτησε
νέα γῆ,
κάποιο Ἐλδοράδο ἐγύρευαν, τὲς
ζοῦγκλες ἁλωνίζαν.
Βάρβαροι κι’ ἐσιχάθη τους,
χτύπησε φλέβα διάνα
μιὰν ἀστρομμάτα ἡλιόγελη,
χρυσόκορμην Ἰνδιάνα.
Χάϊδευε τὴν γενειάδα του, τὴν
γύμνωνε ἀγκαλιά,
τοῦ ἄνοιγε ἀθῷα τοὺς μηρούς,
σὰν παιδικὸ παιχνίδι.
Τὴν φύσι τοῦ ὠνομάτιζε στοῦ
Ἰνδιάνου τὴν λαλιά,
κι’ ἡ Σπάνια ἐντὸς ξεθώριαζεν,
Ἰθάκη βρῆκεν ἤδη.
Τὴν σπάθη ξεθηκάρωνε τὰ
φροῦτα νὰ λειανίσῃ,
καὶ ἡ ῥοντέλα του ταψί, τὴν
νύμφη νὰ δειπνήσῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου