Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Ὅταν
πειὰ στ’ ὠχρὸ τὸ ῥέμμα ἡ σπερνὴ δροσιὰ κοιμᾶται
καὶ στοιχειώνουνε οἱ ἥσκιοι τῶν ζουγκλῶν
τὰ μονοπάτια,
φλογωμένα
λαμποφέγγουν τῆς Ζιμπάμπουε τὰ παλάτια
γιὰ
ἕναν βασιληὰ μεγάλο ποὺ νὰ ὀνειρευτῇ φοβᾶται.
Ὅτι
μοναχὰ ἐκεῖνος μὲς στὰ σμάρια τῶν ἀνθρώπων
τὸν
ἑρπετοδιώχτη βάλτο διέσχισε τσαλαβουτῶντας·
καὶ
μὲ τοῦ ἡλίου τὸ γέρμα καταντίκρυ πολεμῶντας,
σὲ
σαβάνας ὄχθη ἐβγῆκε στὸν ἀντίπερα τὸν τόπον.
Τόπο
ποὺ πρὶν ἄλλα μάτια δὲν τὸν εἴχανε ξανοίξει
καθὼς
δόθη στοὺς ἀνθρώπους τῶν ματιῶν ἡ χάρι κι’ εἶδαν-
ὅμως
κεῖ, ὅταν ἡ νύχτα ἤπιε τὴν στερνὴ λιαχτῖδαν,
τὴν
κρυψῶνα τοῦ Ἀρχαίου Μυστικοῦ ’χε ἀνακαλύψει.
Ἔστεκαν
πυργίσκοι ἀνοίκειοι παραπέρ’ ἀπ’ τὴν ἁπλάδα,
καὶ
τειχιὰ καὶ προμαχῶνες ὡς κατάσπαρτοι περζῶναν
τοὺς
ἀλαργινοὺς τοὺς τρούλλους ποὺ τὸ ἔδαφος λερῶναν
μὲ
λεπροὺς μύκητες ὅμοιοι στοῦ ἀποβρόχου τὴν μουντάδα.
Ἕν’
ἀπρόθυμο φεγγάρι σφάδαζε ψηλὰ νὰ λάμψῃ
πάνω
ἀπὸ πεδία ὅπου οἶκος τῆς ζωῆς δὲν χώρει·
κι’
ὡς χλωμόφεγγε μακρόθε τρούλλων καὶ πυργῶν τὸ θώρι,
μοχτηροὺς
καὶ περικλείστους τοὺς εἶχ’ ὅλους διαγράψει.
Τότε
αὐτὸς ποὺ πιλαλοῦσε νηὸ ἀγόρι στὰ μικρᾶτα
μὲς
σ’ ἐρείπια κισσωμένα μὲ ἀποκοτιὰ γεμᾶτο,
ἀναῤῥίγησε
στὴν θέα- κι’ ὅ,τι ἁπλώνετο ἐδῶ κάτω
χάλασμα
νεκρὸ δὲν ἦταν ποὺ ἀνθρώπου χέρι ἐκράτα.
Ἐξωανθρώπινες
φιγοῦρες, καί φαντὲς καί μαντευμένες,
γόνοι
ὅπου μισοστέρηοι, μισοαιθέριοι ἐπῳαστῆκαν,
’πὸ
ἄναστρα κενὰ ποὺ ἐχαῖναν οὐρανόθε ἀφροχυθῆκαν
κάτω,
στῶν ἄδειων τειχῶν τους τὶς αὐλὲς τὶς μιασμένες.
Καὶ
πρὸς τὰ κενὰ ἀπ’ τὴν ζώνη τὴν μιαρὴ τῆς τρέλας πέραν
ἄμορφες
ὀρδὲς νὰ φύγουν ζοφερὰ ἀφροχειλίσαν,
τῶν ἀχνῶν
νυχιῶν τους φόρτος τὰ ναυάγια ποὺ ἐσυλῆσαν
ἀπὸ
πράγματα ποὺ ἀνθρῶποι ὠνειρεύτηκαν καὶ ξέραν.
Οἱ Ἁλιεῖς
εἶν’ οἱ ἀρχαῖοι, τὸ Ἐξώτερο ἡ φωληά τους-
δὲν
φηγήθη ὁ ἀρχιερέας, μέσ’ ἀπ’ τῶν θρυλῶν τοὺς δρόμους,
τὸ
πῶς γύρεψαν καὶ ηὗραν τοῦ παληοῦ καιροῦ τοὺς κόσμους,
κι’
ἅρπαξαν, ἄνομη λεία, ὅ,τι ὠρέχθη ἡ ματιά τους;
Τὰ
κρυφά, τρομοζωσμένα τὰ φυλάκια τους κλωσσᾶνε
πάνω
σὲ μυριάδες κόσμους ποὺ στὸ σύμπαν κατοικοῦνε·
καὶ
σὲ κάθε ζῶσα ῥάτσα μόνο ἀπέχθεια προκαλοῦνε,
ὅμως
μὲς στὴν μοναξιά τους πάντ’ ἀλώβητοι περνᾶνε.
Ἀπὸ
φρίκην ἱδρωμένος, ὁ θεατὴς ἀργοδιαβαίνει
τὸν
ἑρπετοδιώχτη βάλτο πάλι πίσω νὰ γυρίσῃ,
ἔτσι
ὥστε νὰ πλαγιάζῃ, ἥλιος νηὸς πριχοῦ ν’ αὐγίσῃ,
ἀσφαλὴς
μὲς στὰ παλάτια ποὺ γιὰ ὕπνο κλινογέρνει.
Δὲν
τὸν πρόσεξαν νὰ φεύγῃ, ἢ μὲ τὴν αὐγὴ νὰ ὁρίζῃ,
μήτε
στὴν γυμνή του σάρκα ἔμεινε κάποιο σημάδι
ἀπ’
ὅ,τι εἶχεν ἀνταμώσει στὸ κατάρατο σκοτάδι-
ὅμως
πλέον κάθε γαλήνη μὲς στὸν ὕπνο του σκορπίζει.
Ὅταν
πειὰ στ’ ὠχρὸ τὸ ῥέμμα ἡ σπερνὴ δροσιὰ κοιμᾶται
καὶ στοιχειώνουνε οἱ ἥσκιοι τῶν
ζουγκλῶν τὰ μονοπάτια,
φλογωμένα
λαμποφέγγουν τῆς Ζιμπάμπουε τὰ παλάτια
γιὰ
ἕναν βασιληὰ μεγάλο ποὺ νὰ ὀνειρευτῇ φοβᾶται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου