Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Μὲς στ’ ὄνειρό μου ἁδρὸ πουλὶ ἀλλόκοτ’ ἀχνομίλει
γιὰ μαῦρο κῶνο ἀναμεσὶς τῶν πολικῶν ἐρήμων·
μόνος, μουντός, βαριοπατεῖ τοῦ πάγου τ’ ἀντιστύλι,
καὶ ἀγριοβόρια αἰώνια μ’ οὐλὲς κι’ ἀλλοίωσι ντύνουν.
Δῶθε ὄντα δὲν πορεύονται, γέννημα τοῦ πλανήτου,
καὶ μόνον κάτωχρες αὐγὲς κι’ ἥλιοι ξεθωριασμένοι
τὸν βράχο τὸν λακκώδη καῖν, ὅπου τὴν πρωταρχή του
οἱ Παλαιοὶ πολὺ ἀμυδρὰ τὴν εἶχαν μαντεμμένη.
Ματιὰ ἀνθρώπου ἂν ἔβλεπεν, ἁπλῶς θὰ διερωτᾶτο
τί Φύσεως κτίσμα σύνθετον ὁ τύμβος ποὺ ἀγναντεύει·
μὰ τὸ πουλὶ ἀνιστόρησε μέρη ἀχανῆ, ποὺ κάτω
ἀπὸ μιλιοῦ παγόπεπλα γέρνει, κλωσσᾷ, ἐνεδρεύει.
Θέ βόηθα τὸν ὀνειρευτὴ πού ’δε μὲ ὁράματα τρελὰ
σὲ κρυσταλλένια βάραθρα κεῖνα τὰ μάτια τὰ νεκρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου