Ποίημα τῆς Αἴμυ
Λόουελ
Γιατὶ δαμάζεις τὸν ἑαυτό σου ἐντὸς χρυσῶν καὶ πορφυρῶν;
Γιατὶ ξεθωριάζεις τὸν ἑαυτό σου μὲ πτυχωτὰ μετάξια;
Δὲν ἐννοεῖς ὅτι μπορῶ ν’ ἀγοράσω μπροκὰρ εἰς ὅποιου ὑφασματοπώλου τὸ κατάστημα,
Κι’ ὅτι ἀσφυκτιῶ μέσα στὸ λυκόφως ὅλων αὐτῶν τῶν χρωμάτων.
Πόσο λευκὴ θὰ ἤσουν, κι’ ἐντυπωσιακή –
Πόσο γαλήνια·
Ὅμως οἱ καμπύλες σου θ’ ἀνάβρυζαν πρὸς τὰ ἐπάνω
Ὡς διάφανος πίδαξ ἐκτοξευθέντος νεροῦ,
Θ’ ἀναῤῥιγοῦσες ὡς ἐκτινασσόμενο ῥάντισμα νεροῦ,
Θὰ ἐδίσταζες, καὶ θὰ ὑποτροπίαζες, καὶ θὰ ἔτρεμες.
Κι’ ἐγὼ μᾶλλον ὁμοίως θὰ ἔτρεμα,
Παρατηρῶντας.
Μύρηκος βαφὲς καὶ πούλιες –
Κι’ ὡστόσο θαῤῥῶ πὼς θὰ μποροῦσα νὰ βαστάξω τὴν ὀμορφιά σου ἀνήσκιωτη.
Μύρηξ: Γένος μαλακίων ἀπ’ ὅπου ἔβγαζαν τὴν πορφυρῆ βαφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου