YEE NAALDLOOSHII
σπγ΄
«Μὲ δαῦτο πάει στὰ τέσσερα», στὰ Νάβαχο σημαίνει,
μὲ ζῴου τομάριν ἐννοοῦν, ὅτι μορφὲς ἀλλάζουν,
καὶ γένονται κτηνάνθρωποι κι’ ὄψιν θεριῶν ἁρπάζουν.
Ποθοῦν τῆς ἄρκτου δύναμιν, ἀρκοῦδες θὰ φανοῦσιν,
ζητοῦν τοῦ λύκου μπόρεσες, λυκόμορφοι περνοῦσιν,
θέλουν τὰ χούγια τοῦ θωός, κογιότια τοὺς θωροῦσιν,
τὴν ἀθῳότην ἔλαφου, τ’ ἀλάφια παρασταίνουν,
τὴν πανουργιὰν ἀλώπεκος, ἐντύνονται ἀλεποῦδες,
κι’ ὅποιο θεριὸ συμφέρει τους θώρι ἐκεινοῦ λαβαίνουν.
Οἱ κτηνανθρῶποι κι’ ἄλλα δροῦν, πλήθια δύνανται κάμουν.
Ἔχουν σβελτάδα στ’ ἄδικον, κακοῦ γληγοροσύνη,
κι’ ἂν σοῦ ῥιχτοῦν νὰ βλάψουν σε δύσκολο ν’ ἀποκάμουν.
Δύνανται μιμηθοῦν φωνές, λαλιὰ γνωρίμου κράζουν,
νὰ τρέξῃς σὰν ξεγελαστῇς, στὰ σκότη νὰ σὲ χώνουν,
τάχα βοηθό των σὲ καλοῦν, δῆθεν πὼς κινδυνεύουν,
κι’ ὅντες σὲ πιάνουν μαρτυρᾷς, γιὰ γιόμα σὲ φονεύουν.
Τὸ ἔρμο μυαλὸ τυφλώνουσιν, τοῦ νοῦ φυτεύουν σκέψεις,
σὲ ὑπνωτίζουν, σ’ ἀπατοῦν καὶ ὀρδινιὲς σὲ δώνουν,
κι’ ἄμποτες ἔρθῃς συγκαλά, θῦμα των πειὰ μετριέσαι.
Μάγια κατέχουν καὶ τελοῦν, μποροῦν νὰ καταριῶνται,
θανὲς ἀναίτιες προκαλοῦν, κακοτυχιὲς κι’ ἀῤῥώστιες,
ποιοῦν ἐξ αἴφνης συμφορές, ἄκαιρες νὰ μαντέψῃς,
φτωχὲς τὲς ἐσοδειὲς γεννοῦν, λιμὸν καὶ πεῖν’ ἁπλώνουν.
Βαστοῦν ξόρκια τ’ ἀόρατου κι’ ἄφαντοι περπατοῦσιν,
καλῶς σβήνουν τ’ ἀχνάρια των, καρτέρια πῶς ν’ ἀντέξῃς;
Σὺ νιώθεις ἀμὴ δὲν θωρεῖς ἐνῷ σὲ ἀκολουθοῦσιν.
Κι’ ἂ ὀμπρὸς φανῇ τετράποδον τὰ ὀμμάτια νὰ βιγλίσῃς,
οὐχὶ πολύ, κλεφτὰ νὰ ἰδῇς, μὴν τὴν ψυχήν σου κλέψουν,
κι’ ἂν στράφτουν ἀλλοκοσμικά, κακοῦ ἀτόφυου ἂν γέμουν,
πορεύσου τάχ’ ἀνήξερος κι’ ἐν τρόμῳ μὴν λυγίσῃς.
Οἱ Νάβαχο τὸ διαλαλοῦν, «Μὴν λέγῃς τ’ ὄνομά των»,
ὅτι μακρόθεν σ’ ἀγροικοῦν κι’ ἔπειτα κυνηγοῦν σε,
κρατοῦν γερὰ τὸν γδικιωμὸν καὶ μήτε λησμονοῦν σε.
Κάποτες ἦσαν ἄνθρωποι ὡς εἶν’ ὅλ’ οἱ ἀνθρῶποι,
δύναμι, πλοῦτο ἐπόθησαν, ἀθανασία γυρέψαν,
κι’ ἔσφαξαν κάποιον ἐδικό, νὰ βαφτιστοῦν στὸ σκότος.
Ἔμαθαν τέχνες ζοφερὲς κι’ ἀσκῆσαν ἔργα μαῦρα,
κι’ ἀρχιμαστόροι ἐχρίστηκαν, πῆραν διαβόλου αὔρα,
κι’ ἐῤῥούφηξέν τους τοῦ Ἐγὼ ὁ λιμασμένος βόθρος.
Δαιμόνια στὲς ἐρμιὲς γυρνοῦν κι’ ἔχουν παρὰ τὸν φόνο,
κι’ ἀθῷες γεύονται καρδιές, μὴν ἀποθάνουν μόνο.
Τοῦτα τὰ ὄντα ἀνέγνωσα στῶν Νάβαχο τοὺς μύθους,
μάγους ποὺ πᾶν στὰ τέσσερα, ὄψιν θεριῶν π’ ἁρπάζουν·
καὶ μοὶ ἔκαμεν ἐντύπωσιν, μεγάλως ἐξεπλάγην,
ποὺ οἱ Νάβαχο οἱ μακρυνοὶ κι’ ἐρημοκυκλωμένοι,
οἱ ἀντίπερα τοῦ ὠκεανοῦ κι’ ἀπολησμονημένοι,
τὴν φάρα τῶν πολιτικῶν τόσον καλῶς ἠξεύρουν.
Τρίτη 22 Ιουλίου 2025
YEE NAALDLOOSHII
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου