Ποίημα τοῦ Τζὼν Κὴτς
Στὴν Νικολέττα
Σίμωνος
Ἡ ποίησις
ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ μηδέποτε πεθαίνει:
Ὅταν
μαραίνῃ τὰ πουλιὰ τοῦ λάβρου ἥλιου ἡ πύρα
κι’ ἀράζουν
στὶς δεντροδροσιές, φωνὴ γροικιέται γῦρα
σὲ
λειβαδιοῦ θαμνόφραχτου χλόη φρεσκοκομμένη.
Εἶν’ τῆς Ἀκρίδος
ἡ φωνή – κείνη παίρνει κεφάλι
στοῦ θέρους
τὴν γλυκειὰ βολή, – καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει
μὲ τὶς
χαρές· γιὰ ὡς κουραστῇ ἀπ’ τὸ τρελό της κέφι
κάτω ἀπ’
ἀγριόχορτο τερπνὸν ἀνέτως ἀναθάλλει.
Ἡ ποίησις
ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ ἀναπαημὸ δὲν κάνει:
Στὸ ἔρμο
χειμέριο σύθαμπο, ποὺ ὁ παγετὸς ἀργάζει
σιωπήν, ἀπ’
τὴ θερμάστρα νά μὲ ἤχους λιγυροὺς
τοῦ Γρύλλου
τὸ τραγούδισμα, στὴ ζέστα
πάντ’ αὐξάνει,
κι’ εἰς
ἕναν ποὺ ἀποκάρωσε μισάγρυπνος φαντάζει
σὰν τῆς
Ἀκρίδος ὅπου ἀχεῖ σὲ λόφους χλοερούς.
Πίνακας: Joseph Severn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου