ρθ΄
Τὸ ἀνδραγάθημα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀργείου
Ἔφεξε αὐγούλα λιόφωτη, χαρὰ θεοῦ ἡμέραν
κι ὁ βασιλεὺς τῆς Ἄγγλιας, τῆς Ἀλβιῶνος ῥήγας,
κατέβη κ’ ἐσεργιάνιζεν στοῦ παλατιοῦ τοὺς κήπους.
Πουλ’ εἶδεν ξωμερίτικο καὶ θαλασσοφερμένο.
«Πουλάκι μου ὡριοφτέρουγον τάχα πόθεν μᾶς ἦρθες;»
Ὡς ἄνθρωπος ὁμίλησεν καὶ τοῦ ῥηγὸς ποκρίθη.
«Ἀπ’ τὴν Εὐρώπη ἐπέταξα κ’ εἰς τὴν Φραγκιὰ φωλιάζω,
τὸ πέλαγον ἐπέρασα, τῆς Μάγχης τὸ κανάλι,
τὰ δόλια ποὺ σοῦ πλέκονται νὰ σοῦ τὰ μαρτυρήσω
καὶ μαῦρα ὀφίδια ζώνουν σε καὶ μήτε ποὺ νογᾶς το,
κι ὁ βασιλέας τῆς Φραγκιᾶς φουσσάτον ἀρματώνει,
νὰ σοῦ πατήσει, βούλεται, τὸ κάστρον τῆς Βολώνης».
Κι ὁ ῥήγας ὡς τὰ γροίκησεν, λυπήθη κ’ ἐταράχτη
κ’ ἐβάλθη κ’ ἐστοχάζονταν, στὸν νοῦ του κλωθογύρνα.
«Τίνος νὰ δώσω τὰ κλειδιά, τὸ κάστρον νὰ φυλάξει;
Νὰ στείλω σαγιτάριους καὶ δορυδρεπανάτους,
καὶ κοντοτιέρους Ἰταλούς, Σπανοὺς ἀρκεβουζιέρους,
νὰ στείλω κι ἀπ’ τοὺς Ἕλληνους κι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες.
Σύρτε, μηνύστε τοῦ Θωμᾶ π’ ὁρίζει τοὺς Ναυπλιῶτες,
τὴν κάτω χώρα δίνω του, τοῦ κάστρου τὸν λιμνιώναν,
καὶ καστελλάν’ ὁρίζω τον στὴν κάτω τὴν Βολώνη,
ἀπὸ τοῦ Φράγκου τὸ σπαθὶ νὰ μοῦ τήνε βλεπίσει».
Τὰ κάτεργα φορτώνουσι, δικούβερτα γαλιόνια,
τ’ ἀμπάρια μὲ γεννήματα, μὲ χρεῖες τοῦ πολέμου,
τὴν Μάγχη θαλασσοπερνοῦν κι ἀράζουν στὸν λιμνιώναν.
Πνίγη ὁ τόπος στ’ ἄρματα, φεγγοβολάει στ’ ἀτσάλι.
Στὶς βίγλες οἱ βιγλάτορες, στὶς τάπιες βαρδιατόροι,
κ’ οἱ στρατιῶτες τοῦ Θωμᾶ στοὺς μαύρους καβαλάροι.
Στοὺς κάμπους μπαινοβγαίνουσιν, χτυποῦν, ἀντροκαλίζουν
κι ὡς ἀλογόμυγα κακιὰ τὸ ἄλογον κεντρίζουν,
καὶ τὸν ὀχτρὸν παιδεύουσιν, τὸν ξαγρυπνοῦν στὴν ἔγνοια.
Ἀνθρώπους του ξαπέστειλεν εἰς τῶν ὀχτρῶν τὰ μέρη.
-Σὰν τί ’δατε, ἀκράνηδες, κι ὁ Φράγκος ἀπεργάστη;
-Σὰν τί νὰ ἰδοῦμε κάπο μας καὶ καπετὰν Θωμᾶ μας;
Τὰ κάστρα θέλουν φοδιαστεῖ καὶ θέλουν δυναμώσει,
καὶ τὴν ἡμέραν πό ’ρχεται καὶ ποὺ θὰ ξημερώσει
ἀπ’ τὴν Φραγκούπολιν κινᾶ πολέμου καραβάνι,
καβαλαρία κατάφραχτη κι ἁμάξια φορτωμένα.
-Καβαλικέψτε τ’ ἄλογα, χουφτῶστε τὰ κοντάρια,
πάρτε ματζούκια καὶ ῥαβδιά, τὶς πάλες σας ζωστεῖτε,
νὰ πᾶμε νὰ ὑπαντήσουμε τοὺς σιδεροντυμένους,
κι ἂν ἔχουσιν τ’ ἀνάκαρα, τότες νὰ μετρηθοῦμε.
Στὰ βουρκοτόπια ἐτέντωσαν, ἡμερινὸν καρτέρι,
στρατεύματα προσμένουσιν, στρατεύματα δὲν ἦρθαν.
Μὲς στὴν ἀχάραγη νυχτιὰν οἱ βάρδιες τοὺς ξυπνοῦνε,
κλαγγὲς καὶ χλιμιντρίσματα τὸ χάραμα ἀκοῦνε,
κι ὁ ἥλιος ὡς καλόφεξεν στρατεύματα ξανοῖξαν,
καβαλαρία κατάφραχτη κι ἀτσαλοσκεπασμένη.
Φράχτης θανάτου, ἐμαύριζαν, κατάβαρα κοντάρια,
ἥλιος μικρός, στραφτάλιζεν, ἡ ἀντιφεγγιὰ ἀπ’ τ’ ἀτσάλι,
κι ἀντικρυστὰ ὡς ἐτάχθησαν ἱππότες καὶ στρατιῶτες,
ἕνας στὸν ἄλλον χαλασμὸν νὰ δώσουν μελετοῦσαν,
οἱ Ἕλληνοι, συνάρματοι, πενήντα πεντακόσιοι,
κ’ οἱ Φράγκοι τόσοι ἔμοιαζαν καὶ ἀποπάνω τόσοι.
Πῆρε κεφάλιν ὁ Θωμᾶς στοὺς ἄντρες νὰ μιλήσει:
« Συντρόφοι μου τὰ ξεύρετε, πατριῶτες μου τὰ ζεῖτε,
ἡ μοίρα ποῦ μᾶς ξέβρασεν καὶ τῆς σκλαβιᾶς οἱ στράτες,
στοῦ ἥλιου τὰ βασιλέμματα, στὸ σύνορον τοῦ κόσμου,
στοῦ ξένου ῥήγα μισταρκοί, νὰ ξενοπολεμοῦμεν.
Πλούτη καὶ βιὸς δὲν φέραμε, παρὰ τὴν ἀντρειωσύνη,
κ’ ἡ ἀντρειωσύν’ εἶναι κυρὰ καὶ δὲν πισωδρομάει,
κι ἂν πιότεροί μας φαίνονται, ἐμεῖς πιὸ καρδιωμένοι,
κι ἂν ῥοῦχ’ ἀτσάλινα φοροῦν, ἀτσάλι τὰ κορμιά μας,
καὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ παιδιὰ βαρβάρους δὲν τρομάζουν.
Δεῖχτε πολέμου μαστοριάν, θάρρος, πιδεξιοσύνην,
νά ’χει νὰ λέγει το ἡ Φραγκιά, νὰ τὸ μιλᾶ ἡ Εὐρώπη
κ’ εἰς ὅσους δέρν’ ἡ θάλασσα πέρα νὰ τραγουδιέται,
κι ὁ βασιλεὺς τῆς Ἄγγλιας νὰ τό ’χει νὰ παινιέται,
νὰ τὸ γνωρίσουν, νὰ τὸ εἰποῦν, νὰ τὸ παραδεχτοῦσιν
πὼς Ἕλληνες δὲν ἔλειψαν καὶ ἡ σποριὰ δὲν σώθη.
Μὲ γαῖμα μαῦρο κι ἁλμυρὸν ὁ ἄμμος ἂς βαλτώσει,
νὰ κεραστοῦν τὰ κύματα κι ὁ ἀφρὸς νὰ πορφυρώσει».
Κι ὡς εἶπ’ ὅλοι τὸν κάπο τους πολλὰ τὸν καμαρῶσαν.
Τὴν συντροφία χώρισεν, δυὸ ἀλλάγια τὴν ἐποῖκεν,
προστάζει τοῦ Ἐλεάζαρου ὁπού ’χεν φλαμπουριάρην.
«Ἐγὼ ῥίχνομαι πρόσωπο κ’ ἐσὺ φέρε τους γύρον,
κι ὅσον ἐμὲ θὰ πολεμοῦν τὴν πλάτη νὰ τοὺς πάρεις».
Κ’ οἱ στρατιῶτες φτέρνισαν, χυθῆκαν σὰν σπιλιάδα,
καὶ στὰ κοντάρια τὰ πανιά, φλογάτα, πλανταγίζαν.
Γοργοθεργιεύτη κ’ ἡ Φραγκιὰ σὰν ἀτσαλένιο κῦμα,
κι ἀπὸ τὸν βροντοκαλπασμὸν ἡ στέρια γῆς τραντάχτη.
Ἐχύμηξεν καὶ ὁ Θωμᾶς, ἀκράτητος μπροστάρης.
Τὸν πρῶτον ἐκοντάρισεν, χαμαὶ τόνε τινάζει,
τὸν δεύτερον ἐπλάγιασε, τσακίστη τὸ κοντάριν,
τὴν πάλα ξεθηκάρωσεν καὶ μὲ τὸν ὄχλον σμείχτη.
Κι ὡς ἔκρουσαν κ’ ἐφίλησαν κ’ ἕνας τὸν ἄλλον δέχτη,
οἱ Φράγκοι δὲν τοὺς βάστηξαν κ’ ἡ φάλαγγα ῥαγίστη,
κι ἄρχεται ὁμάδι ὁ σκοτωμὸς κι ἀνάκατα ὁ φόνος.
Κόβουν, τρυποῦν καὶ σφάζονται, ῥαντίζονται τὸ γαῖμα,
στενάζουν, πονοκαρτεροῦν, τ’ ἀχείλιν τους δαγκώνουν,
μιὰ στάλα δὲν πισωπατοῦν, μιὰ σπιθαμὴ δὲν δώνουν,
λύκος μὲ ταῦρον μάχονται, θανατοαγκαλιασμένοι.
Σὰν τὸν καιρὸ τοῦ Δαναοῦ, εἰς τ’ Ἄργους μπρὸς τὰ τείχη,
λύκος μὲ ταῦρο ἐπάλεσαν, ξενόφερτος τὸν ντόπιον,
κι ὁ λύκος ὡς ἐκράτησεν ὁ Δαναὸς θαρρεύτη,
καὶ τὸν Γελάνωρ’ ἔδιωξεν, ξένος, τὸν ντόπιο ῥήγα.
Καβαλαραῖοι τὸν Θωμᾶν ἀναμεσὶς τὸν βάλαν,
δεξιά, ζερβὰ τὸν πλεύρισαν, γιὰ νὰ τόνε σουβλίσουν,
κι ὡς κονταροχαμήλωσαν, ῥιχτῆκαν μανισμένοι.
Κ’ ἕνας κεντᾶ τον στὸ μερὶ κι ἄλλος κεντᾶ τὸν μαῦρον,
κι ὁ μαῦρος ἤτονε γοργός, βαρβάτος κι ἀναμμένος,
στὸ λάβωμα δὲν γονατᾶ, τ’ ἀτσάλι δὲν λυγᾶ τον,
καὶ τ’ ἀφεντός του τὴν ψυχὴ τοῦ Χάρου δὲν τὴν δώνει,
κι ἀκέριον βγάζει ἀπ’ τ’ ἄπονα τὰ κονταροξιφάρια.
Καὶ τότες στ’ ἀνεπάντεχα κι ἀπρόσμενα καὶ ξάφνου
τὸ φλάμπουρον ξεπρόβαλε, τ’ ἀλλάγιον φανερώθη,
κ’ ἔπεσ’ ὁ Ἐλεάζαρος κ’ ἐπῆρεν τους τὴν πλάτη,
κι ὡς ἔνιωσαν τὸ ἔμπα του κ’ ἡ μηχανὴ καμώθη,
πίσω κ’ ἐμπρὸς δὲν βάστηξαν μέτωπον νὰ κρατοῦσιν,
κ' ἡ ὀρδινιά τους σκόρπισεν κ’ ἐστράφηκαν στ’ ἀνάντιον.
Δρομοῦν στὸν ἄμμον τὸν βαρύ, δρομοῦν στὰ βουρκοτόπια,
κι ἀπ’ τ’ ἄλογα γκρεμίζονται καὶ καταγῆς βροντοῦσιν,
νὰ πολεμοῦν δὲν δύνενται, σιδεροπλακωμένοι.
Κι ἄλλοι παίρνοντ’ αἰχμάλωτοι κι ἄλλοι θανατωμένοι,
κι ἄλλοι πρὸς τὴν Φραγκούπολιν κρύβοντ’ ἀλαφιασμένοι.
«Ἀνοῖχτε οἱ πορτοφύλακες, ἀνοῖχτε οἱ βαρδιατόροι,
κ’ οἱ τοῦ Θωμᾶ προφταίνουν μας κι, ἀλιά, γοργοσιμώνουν,
πό ’χουν κοντάρια δυὸ ν’ ὀργυιές, κυρτὲς ζώνονται πάλες,
σκούφους καστόρινους φοροῦν, στοιχειὰ καβαλικεύουν,
κατέχουν καὶ τεχνάσματα, μύριους τοῦ Ἄρη δόλους,
κ’ εἰς τὴν ἀντρειὰ ψόγον οὐδεὶς νὰ τοὺς καταλαλήσει.
Μ’ αὐτοὺς στὰ χέρια ἤρθαμεν στοῦ φονικοῦ τὴν ἅψι,
στὸν ἐμπασμὸ καλπάσαμεν περφανοκορδωμένοι,
κ’ εἰς τὸ φευγιὸν μὲ κλάμματα, σκυφτοὶ πισωκοιτώντα.
Τριάντα καὶ πέντε στρώσαμεν, λαβώσαμεν σαράντα,
καὶ τῶν δικῶν μας οἱ μισοὶ νεκροὶ καὶ λαβωμένοι».
«Ἀνοῖχτε οἱ πορτοφύλακες, ἀνοῖχτε οἱ βαρδιατόροι,
κ’ οἱ τοῦ Θωμᾶ κατέφθασαν στὸ κάστρον τῆς Βολώνης,
πό ’χουν κοντάρια δυὸ ν’ ὀργυιές, κυρτὲς ζώνονται πάλες,
σκούφους καστόρινους φοροῦν, στοιχειὰ καβαλικεύουν,
κατέχουν καὶ τεχνάσματα, μύριους τοῦ Ἄρη δόλους,
κ’ εἰς τὴν ἀντρειὰ ψόγον οὐδεὶς νὰ τοὺς καταλαλήσει.
Πλήθια κουρσέψαν λάφυρα καὶ καραβάνι’ ἁμάξια,
ζωοτροφὲς καὶ ἄρματα καὶ χρεῖες τοῦ πολέμου,
λουμπάρδες κι ἀρκεβούζια καὶ μπαρουτοβαρέλες,
καὶ ἄλογα κατάφραχτα καὶ τριάντα ζωγρεμένους.
Τοὺς Φράγκους κατακλείδωσαν καὶ πυργομανταλῶσαν».
Καὶ νικηφόροι ὡς διάβησαν, πολλὰ τοὺς καμαρῶσαν,
καὶ βουργησαῖοι καὶ στρατὸς ὁμοῦ τοὺς τραγουδοῦσιν,
τὰ χέρια σφίγγουν δυνατά, χτυποῦνε τους στὴν πλάτη,
καὶ γιὰ τὸν πόλεμον ῥωτοῦν, τοὺς Φράγκους χωρατεύουν,
μὰ πλιότερον στὰ χείλη τους κ’ εἰς τῶν πολλῶν τὸ στόμα
«Θωμᾶς» ἀκοῦς καὶ λέγεται, «Θωμᾶς» καὶ μαρτυριέται!
Κι ὁ βασιλεὺς τῆς Ἄγγλιας χαίρεται καὶ παινιέται.
Ἀνοίγει τὶς κασέλες του, τὰ θησαυροκελλάρια,
καὶ τὰ πουγκιὰ τῶν Ναυπλιωτῶν μὲ λίρες τὰ φουσκώνει.
Κ’ εἰς τὸν Θωμᾶ ποὺ ἐκέρδισεν γιὰ ἐλόγου του τὴ νίκην,
μιστὸ γερὸ τὸν ἔκοψεν καὶ περισσὸ λογάριν,
καὶ μὲς στοὺς πρωτοστρατηγοὺς τὸν κάπο λογαριάζει.
Ἐτοῦτα τ’ ἄξια ἐκάμασιν μιὰ χούφτ’ ἀπὸ στρατιῶτες,
ὁ καπετάνιος ὁ Θωμᾶς κ’ οἱ πρόσφυγες Ναυπλιῶτες,
κ’ ἐσεῖς ποὺ τ’ ἀναγνώθετε παράδειγμα θωρᾶτε,
κείνους νὰ μνημονεύετε κ’ ἐμένα νὰ κερνᾶτε.
Θωμᾶς ὁ Ἀργεῖος, ὁ Ναυπλιώτης μισθοφόρος