Ἡ ἀσπὶς τοῦ Νικίου
ρη΄
Ἔδειχν’ ὁ
Συρακούσιος, φούσκωνε καὶ καυχιότουν.
«Θαυμάστε
ἀσπίδα πορφυρῆ, χρυσόφαντο σκουτάρι,
ποὺ
ἔφραχν’ εἰς τὸν
πόλεμο τὸν στρατηγὸ Νικία.
Κεῖνος
κακοθανάτισεν, κουρσεύτη τὸ σκουτάρι,
μὲς
στὸ ἱερὸ νὰ
φαίνεται, τῆς πόλης μας πλουμίδι,
νὰ
λέῃ πῶς βλάστησεν ἡ
ἀντρειά, πῶς ἄνθισε τὸ
κλέος».
Κι’ ὡς ξέβημεν ἀπ’
τὰ ἱερά, στὰ
πρῶτα στενοῤῥύμια,
προύχοντας
περιλάλητος, μεσοδρομίς, λαχαίνει.
Διαλαλητὲς
γνωρίζουν τον, ῥαβδοῦχοι
τὸν σημαίνουν,
σκουτᾶτοι κοντομάχαιροι, τρόγυρα, τόνε
ζώνουν.
Κι’ ὡς ὅλοι
τόπον ἔδωναν, τοῦ Συρακούσιου λέγω.
«Μὲς
στὸ ἱερὸ κι’ ἂν
φαίνεται, τῆς πόλης σας πλουμίδι,
σὰν
δὲν ποτίζεται ἡ ἀντρειά,
μαραίνεται τὸ κλέος.
Κόλλα
στὸν τοῖχον, ἄνθρωπε,
νὰ πορευτῇ ὁ Ῥωμαῖος».