Ὁ
υἱὸς
τοῦ ἥλιου
ιθ΄
Εἶμαι τοῦ ἥλιου ὁ ὑγιός, τὸν Χάρον δὲν φοβοῦμαι,
στὶς φλέβες μου κυλάει
τὸ φῶς κι’ ἀθάνατος λογιοῦμαι.
Εἶμαι τοῦ ἥλιου ὁ ὑγιός, τὰ μάταια δὲν ζηλεύω,
ὅπως τὴν γῦρ’ ἡ μέλισσα, τὲς ἐμμορφιὲς γυρεύω.
Εἶμαι τοῦ ἥλιου ὁ ὑγιὸς καὶ μόνο αὐτὸ μὲ μέλει,
νὰ χαιρετῶ τὸν κύρη μου, λαμπρός,
σὰν ἀνατέλλῃ.