Ἀπόδειλι σαββάτου
ιε΄
Βαγγέλης ὤργωσεν ἀγρόν, ψιλοχωμάτισέ τον,
πιάνει, τραβάει ῥάμματα, καρίκια
χώρισέ τον.
Βαστάει τσάπα κοφτερήν, γεμίζει τὰ μπασλίκια,
ψηλώνει βάδες δυνατές, νερὸ νὰ μὴν τοῦ φύγῃ.
Φέρνει καὶ σπόρο διαλεχτὸν καὶ κάμει τὴν σποριά του,
καὶ μοναχὸς ἐπότιζεν, ἀπόδειλι σαββάτου.