Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Κρινοκόριτσο, στὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν ταιριάζει,
καστανὰ μαλλιὰ μετάξι, ὣς τ’ αὐτιὰ σφιχτοπλεγμένα,
μάτια πεθυμιᾶς μὲ δάκρυα λήθαργου μισοφραγμένα,
σὰν τὸ πειὸ γαλάζιον ὕδωρ, πίσω ἀπὸ βροχὴ ὡς φαντάζει:
Μάγουλα χλωμὰ ποὺ ἀκόμη ἔρως δὲν τὰ κηλιδώνει,
χείλι κόκκινο ἀπ’ τὸν φόβο τῆς ἀγάπης ῥουφηγμένο,
τόσο ἄσπρο λαιμὸ δὲν ἔχει περιστέρι τ’ ἀσημένιο,
ποὺ στ’ ἀχνὸ τὸ μάρμαρό του μαβιὰ φλέβα σκαρφαλώνει.
Καίτοι τὰ ἰδικά μου χείλη θὰ ἐξυμνοῦν την δίχως στάσι,
καὶ τὰ πόδια της ἀκόμη νὰ φιλήσω δὲν θὰ ἐτόλμουν,
τὰ φτερὰ τοῦ δέους βαστοῦν με στῆς σκιᾶς των τὴν ἁψῖδαν·
ὅπως καὶ τὸν Δάντη, ὅταν μὲ τὴν Βεατρίκη ἐστάθη
κάτω ἀπ’ τοῦ φλεγομένου Ληονταριοῦ τὸ στέρνο, κι’ εἶδαν
τῆς Χρυσῆς Σκάλας τὴν θέα καὶ τοῦ Κρύσταλλου τοῦ Ἑβδόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου