Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Ἐστάθην μπρὸς στῆς θάλασσας τὸ ἄπιωτο κρασὶ
ὥσπου μαλλιὰ καὶ πρόσωπον τ’ ὁγρὸ κῦμα μουσκεύει·
οἱ κόκκινες μακρὲς φωτιὲς τῆς μέρας ποὺ τελεύει
καῖγαν στὴν δύσι· τ’ ἄνεμου ὁ αὐλὸς μουντὰ ν’ ἀχῇ·
κι’ οἱ φασαριόζοι γλάροι στὴν στερηὰ εἶχαν χαθῆ:
«Ἀλί!» κραυγάζω, «Ὁ βίος μου στὸν πόνο ἔχει πλεύσει,
καὶ ποιὸς στάρι χρυσὸ ἢ καρπὸ δύνεται νὰ συλλέξῃ
’πὸ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους ἀγροὺς ποὺ ὠδίνουν ἐς ἀεί!»
Χαῖναν πλατιὰ τὰ δίχτυα μου, τρῦπες, ψεγάδια πλήθια,
ὡστόσο τὰ ἐπέταξα ὡς τὴν στερνὴ ῥιξιά μου
ἐντὸς θαλάσσης, κι’ ἔπειτα τὸ τέλος καρτερῶ.
Ὅταν ἰδού! Μιὰ αἰφνίδια λαμπρότης! Κι’
εἶδ’ ἀλήθεια
μέσ’ ἀπὸ τὰ μαυρόνερα, βάσαν’ ἀλλοτινά μου,
λευκῶν μελῶν ν’ ἀνέρχεται τὸ θάμπος τ’ ἀργυρό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου