Ζυγὸς
σνγ΄
Καλεῖ
ἑορτὴν ὁ βασιληὰς κι’ ἐστήθη φαγοπότι,
γιομίζει
ἀρχόντους αὐλικοὺς καὶ κεφαλᾶδες ξένους,
γιομίζει
ὡρηὲς κι’ εὐγενικὲς κι’ ἐβόα τὸ παλάτι.
Ἔχει
οἰνοχόους καὶ κερνοῦν, μαγείρους καὶ φουρνίζουν,
κι’
ἔχει πρωτοτραγουδιστή, τὴν λύρα του νὰ κρούῃ.
Τραγούδησ’
ἔρωτες κι’ ἀντρειές, φηγήθη ἄληστα κλέη,
ῥόδα
πετοῦν οἱ εὐγενικές, συντραγουδοῦν οἱ ἀρχόντοι,
γνέφει
σιωπὴν ὁ βασιληάς, τὴν κοῦπα του ὑψώνει.
«Γειά
σου, λυράρη ἔμμορφε, κι’ ἐμὲ νὰ τραγουδήσῃς,
πρῶτος,
θαῤῥῶ, στὴν δύναμι κι’ ἀσύφταστος στὰ πλούτη».
Τὸν
βασιληὰν ἐζύγωσε κι’ ὡς δικαστὴς κηρύττει,
καὶ
μήτε νηὸς ἐφαίνετον, φάνη ἄντρας σγουρογένης,
κι’
ὅλοι ἐθωροῦσαν ἄλαλοι, τὸ θαῦμα ἐμετροῦσαν.
«Δῶ
ἄρχοντες συγκάθονται κι’ ἀρχόντισσες συντρώγουν,
ὁ
εἷς τὸν ἄλλ’ ὀχτρεύεται, ζηλεύει ἡ μιὰ τὴν ἄλλην,
ἀμὴ
καθ’ ὅσον τραγουδῶ, κάθ’ ἄξιον ποὺ φηγιέμαι,
ἐσβῆσαν
ζήλειες κι’ ὄχθρητες κι’ ὅλοι γλεντοῦν ὁμάδι,
κι’
ἦρθες στὸν κῆπο τοῦ ἐμεῖς τὸ ἐγώ σου νὰ φυτέψῃς.
Κάμε
τὸν νόμο λύρα σου, τὸ ἔργο σου δοξάρι,
τὸ
κάθε τεῖχος καὶ χορδή, τὲς μελῳδιὲς γιοφύρια,
συμπότη
κάμε τὸν λαό, τὴν χώρα ὅλη παλάτι,
καὶ
παῖζε καὶ τραγούδα τους, χοροὶ νὰ σὲ κυκλώνουν,
γλέντι
στὸν Χρόνο ν’ ἀντηχάῃ, τραγούδι νὰ σὲ κάμῃ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου