Νεοελληνικῆς μυθολογίας ἀνάγνωσμα
σνα΄
Προοίμιον
Νύχτα
δροσερή, νύχτα μ’ εὐώδια κι’ ἄστρα·
μόνος
κάθεται στὸν κῆπο κι’ ἀναγνώθει
θρύλους
παλαιοὺς π’ ἄλλοτες ἐβαδίζαν,
ἀξεδιάλυτοι,
στοὺς κόσμους τῶν ἀνθρώπων.
Τροπάρια
Λάμια
ὁλοκόκκινα φορεῖ, τὸν ὁδοιπόρο ἁρπάζει.
Φωτιὲς
πηδοῦν στὰ μνήματα, βρυκόλακες ξυπνᾶνε.
Ποδάρια
καβαλλοῦν παπᾶ, ξέπνοο σ’ ἐρμιὲς τὸν πᾶνε.
Βοσκᾷ
ὁ ἀράπης θησαυρό, χρυσᾶ φλωριὰ ὀρδινιάζει.
Σηκώθη
ἀνεμοστρόβιλος, νεράϊδες καὶ χορεύουν.
Στρίγγλες
στὴ μπαρμπαριὰ ἀρμενᾶν, τρώγουν ἀνθρώπων σκώτια.
Ψέλνουν
διαβόλοι λειτουργιὰ καὶ τὸ ξωκκλήσι ἐφώτα.
Σμερδάκια
μπαίνουν στὸ μαντρί, τὰ γίδια μαρκαλεύουν.
Δαιμόνοι
ἐστῆσαν μακελλειό, πωλοῦν κρηὰς καὶ μαυρίζει.
Αἷμα
τὸ ἄδικον βογγᾷ καὶ γδικιωμὸν γυρεύει.
Φέρνει
φουσσᾶτα ξωτικῶν μάγος καὶ θεραπεύει.
Γραῖα
ἡ πανοῦκλα τριγυρνᾷ, σωριάζει ὅποιον ἀγγίζει.
Μαῦρο
σκυλὶ στέκει σ’ ὁδὸ καὶ φράζει τὸν διαβάτη.
Πίνει
ὁ νεκρὸς στὴν Ἀρνησιὰ καὶ λησμονᾷ τὴν ζῆσι.
Οἱ
μύλοι γέμουν παγανά, ποιὸς κεῖ ν’ ἀποκοτήσῃ.
Πλαγιάζει
τὴν ξωθιὰ ὁ νηὸς καὶ λειώνει στὸ κρεββάτι.
Λαλεῖ
στὸν τροῦλλο πετεινός, μαῦρος, κάποιος πεθαίνει.
Ἐσύρθη
ὄφις μὲ κέρατα καὶ οἱ κυνηγοὶ κερώνουν.
Σ’
ὀχθιὰ μουγκρίζει ὁ Γήταυρος κι’ οἱ χωρικοὶ παγώνουν.
Αὐγ’
ηὗρε τὸν Ἀνήλιαστο, μάρμαρο εὐθὺς πομένει.
Βγαίνει
στοιχειὸ τοῦ πηγαδιοῦ καὶ καβαλλάρης τρέχει.
Γελᾷ
βρέφος τελώνιο, δόντια ἄγρια φανερώνει.
Μαμμὴ
νεράϊδαν ξεγεννᾷ, τὸ κάλλος τὴν θαμπώνει.
Θρηνοῦν
κόρες μαρμάρινες, μιά των μυλόρδος ποὺ ἔχει.
Ἔξοδος
Κυβέρνησ’
ὁ ἀλλόκοσμος τὴν φύσι αὐτοῦ τοῦ τόπου,
ὣς
πού ’ρθαν κοσμοδιορθωτές, νοῦ φέραν ἀπ’ τὴν Δύσι.
Πρόσταξαν
δεισιδαιμονιὲς ὁ ἄνθρωπος νὰ σβήσῃ,
κι’
ἐποίησαν τὸν ἄνθρωπο τρόμο τρανὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου