Ποίημα τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ
Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
καθὼς περνοῦσα τὶς κατηφοριές,
ὅταν δεντρὰ ἀκανθώδη στέκαν ὅμοια
σὰν μοναχοὶ μὲ ῥόμπες σκοτεινές·
τὴν μελῳδιὰ κι’ ὁ Γκούθρουμ πό ’χε ἀκούσει
σὲ κωμοπόλεις δίπλα ἐρημικές:
Ὅταν ὁ Ἀλφρέδος, ἴδιος μὲ χωριάτη,
ἦρθε ἀπ’ τὸν λόφο ἁρπίζοντας σκοπό,
καὶ οἱ Δανοὶ πιωμένοι ἐγλεντοῦσαν
μ’ ἐκεῖνον ποὺ ζητοῦν νὰ ἰδοῦν νεκρό,
κι’ ὁ Σάξων ῥὴξ στὰ γένεια των γελοῦσε,
κι’ ἔκαμαν τὸ δικό του μ’ ἀστανιό.
Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
ὡς τὸ λυκόφως σβηόταν στὴ νυχτιά·
στοιχειὰ φουσσᾶτ’ ἀκούω βροντοπατοῦσαν,
τ’ ἀχνὰ ἀστέρια ὡς ἔφεγγαν λευκά·
κι’ ὁ Γκούθρουμ περπατοῦσε στὰ ζερβά μου,
κι’ ὁ Ἀλφρέδος προχωροῦσε στὰ δεξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου