Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Νὰ πῶ δὲν ξεύρω, σέρποντας ἀπὸ ποιὰ βγαίνουν κρύπτη,
μὰ ὄντα εὔκαμπτα θωρῶ κάθε νυχτιᾶς τὴν ὥρα,
μεμβρανοφτέρουγα κι’ ἰσχνὰ καὶ μαῦρα, κερασφόρα,
μ’ οὐρὲς πό ’χουν διχαλωτή, σὰν τῆς κολάσεως, μύτη.
Φουσσᾶτα φτάνουν στοῦ βοριᾶ τὴν φουσκωμένη πλάτη,
μ’ ἄσεμνο σφιχταγκάλιασμα ὁποὺ τσιμπᾷ, ἐρεθίζει,
ἁρπάχνοντάς με γιὰ φριχτὸ ταξείδεμμα ποὺ ἀρχίζει
πρὸς γκρίζους κόσμους ποὺ εἶν’ βαθιὰ στὸ φρέαρ τοῦ ἐφιάλτη.
Τὶς πριονωτὲς κορφὲς τοῦ Θὸκ σαρωτικὰ περνᾶνε,
ἐνῷ ἀγνοοῦν κάθε φωνὴ ποὺ μοῦ ’χει ἀπομείνει,
καὶ μέσῳ τῶν κάτω ὀπῶν στὴν βρωμερὴ τὴν λίμνη
ποὺ σ’ ὕπνο ἀβέβαιο φουσκωτὰ σογγὸθ τσαλαβουτᾶνε.
Ὅμως ἀλί! Κάποια μιλιὰ μονάχα ἂς ἠχοῦσαν,
ἢ στῶν προσώπων τὴν μεριὰ πρόσωπα νὰ φοροῦσαν!
μὰ ὄντα εὔκαμπτα θωρῶ κάθε νυχτιᾶς τὴν ὥρα,
μεμβρανοφτέρουγα κι’ ἰσχνὰ καὶ μαῦρα, κερασφόρα,
μ’ οὐρὲς πό ’χουν διχαλωτή, σὰν τῆς κολάσεως, μύτη.
Φουσσᾶτα φτάνουν στοῦ βοριᾶ τὴν φουσκωμένη πλάτη,
μ’ ἄσεμνο σφιχταγκάλιασμα ὁποὺ τσιμπᾷ, ἐρεθίζει,
ἁρπάχνοντάς με γιὰ φριχτὸ ταξείδεμμα ποὺ ἀρχίζει
πρὸς γκρίζους κόσμους ποὺ εἶν’ βαθιὰ στὸ φρέαρ τοῦ ἐφιάλτη.
Τὶς πριονωτὲς κορφὲς τοῦ Θὸκ σαρωτικὰ περνᾶνε,
ἐνῷ ἀγνοοῦν κάθε φωνὴ ποὺ μοῦ ’χει ἀπομείνει,
καὶ μέσῳ τῶν κάτω ὀπῶν στὴν βρωμερὴ τὴν λίμνη
ποὺ σ’ ὕπνο ἀβέβαιο φουσκωτὰ σογγὸθ τσαλαβουτᾶνε.
Ὅμως ἀλί! Κάποια μιλιὰ μονάχα ἂς ἠχοῦσαν,
ἢ στῶν προσώπων τὴν μεριὰ πρόσωπα νὰ φοροῦσαν!