Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

1211 – Ἐν μονῇ Ὑακίνθου

1211 – Ἐν μονῇ Ὑακίνθου

σϞϚ΄

Τὰ σκότη φέρνουν νέφη ἐρμιᾶς, ἀπελπισία βρέχουν,
ἀλήθεια ἡ ἄβυσσος βροντᾷ κι’ ἡ νύχτα ῥητορεύει,
δαχτυλοδείχνει ἡ σιωπὴ καὶ κρίνει καὶ δικάζει.
Κάθεται εἰς τὸ φτωχὸ κελλί, μελισσοκέρι φέγγει,
στέκει τὸ φῶς του σύνορον κι’ ὁρίζει τ’ ἀκρογκρέμι·
δῶθε στὸ ἑδώλιο πάντερμος, τῶν ἥσκιων κεῖθε οἱ θρόνοι,
δημηγοροῦν, καταλαλοῦν, αἰτιάζουν κι’ ἀγορεύουν,
καμώματά του μαρτυροῦν, πράξεις του μνημονεύουν.
Δίχως μετάνοιες ἀπαντᾷ, τὰ δίκηα του κηρύττει,
πάλι ἐρωτοῦν ὁλονυχτίς, μήτε κι’ ἐν ὕπνῳ παύουν,
γένοντ’ ὀνειροφαντασιὲς κι’ ἔργα του παρασταίνουν.
Συνωμοσίες, γδικιωμοί, τυφλώσεις, προδοσίες,
σπατάλες, φόροι, φονικά, ἧττες βαρειές, δειλίες,
περιπλανήσεις, μηχανές, κι’ ἀνόσιες συμμαχίες.
Ὅλα τ’ ἀρνιέται, ἀντιλογεῖ, τὲς σκιὲς ἀποστομώνει,
«Ἡ βασιλεία τ’ ἀπαίτησεν, οἱ ἐχθροὶ τὰ προκαλέσαν,
πάλεψ’ ἀνάντια στοὺς καιροὺς κι’ οἱ γενεὲς ἂς κρίνουν».
Εἶναι φορὲς περιπατεῖ, θωρεῖ τοὺς καλογέρους,
παράξενους νομίζει τους, πῶς ζοῦν, πῶς ἡσυχάζουν·
τὸ κομποσκοίνι των μετροῦν τὲς προσευχὲς ὡς λέγουν,
οὗτος τὰ μεγαλεῖα κλαίει, δόξ’ ἀριθμεῖ χαμένη,
κι’ ἔνδον, μήτε τ’ ὁμολογεῖ, προσμένει γιὰ εὐκαιρία.
Ἔτσι περνᾷ τὸν χρόνο του, τὲς ὑστερνές του ἡμέρες,
στοῦ Ὑακίνθου τὴν μονὴ ποὺ ὁ ῥῆγας ἔκλεισέ τον,
ὁ κὺρ Ἀλέξιος Ἄγγελος ποὺ Κομνηνὸς βαπτίσθη.
Εἷς φόβος μὸν στοιχειώνει τον, εἷς τρόμος τὸν περζώνει:
Εἰς κάποια εἰκόνα, μιὰ γωνιά, στὴν ἐκκλησιά, στὸν κῆπο,
στοὺς λόγους ἅγιου γέροντος, στῶν ἀστεριῶν τὸ λάμπος,
στοῦ νοῦ τὴν γνώριμη φωνή, μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ βύθη,
Ἐκεῖνος αἴφνης μὴν φανῇ, Κεῖνον μὴν ἀπαντήσῃ,
Κεῖνος «Ἀλέξιε» μὴν εἰπῇ…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου