Γυμνογραφία
σμζ΄
Τ’
ὁλόγυμνο κορίτσι * τὸ ἐνώπιον τοῦ καθρέφτη
θαυμάζει
τὸ κορμί της, * ῥέει κι’ ὀνειρονυφαίνει.
Ζάλευκη
ὡς τὸ χιόνι, * μελαχροινὴ ὡς ἡ νύχτα,
τὸ
ἁρμονικό της στῆθος * φουχτώνει κι’ ἀπομένει.
Ὀρθή,
στητή, μπρός, πίσω, * τ’ ἀστρόβλεμμά της φέγγει
κάθε
γραμμὴ καὶ τόπο, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι.
Στὴν
γῆ τοῦ ἀντικαθρέφτη * ὁ δαίμων καίει κι’ ἱδρώνει,
ξιφάρι
πάγου-λάβρας, * σαγίττα ποτισμένη.
Κρίκος
στὴν κάθε ῥῶγα, * κρίκος στὸν ὀμφαλό της,
τὸ
φωτοτρίγωνό της * στὸ ἡμίφως λαμπυρίζει.
Γυμνότριχο
τὸ αἰδοῖον * μὲ τοὺς χυτοὺς μηρούς της
γῆν
ἄλλη τριγωνίζει * κι’ ἀχνὴ ὁδὸς τὰ ἑνώνει.
Τὸν
χρόνο καμπυλώνει * ἡ ἀπόκρυφη κλεψύδρα,
μετρᾷ,
γεμίζει, ἀδειάζει * τὴν ὑπερκόσμιαν ὥρα.
Τ’
ὁλόγυμνο κορίτσι * στὴν κλίνη του πλαγιάζει,
ἀνάσκελη
ῥεμβάζει * κι’ ἀναγερτὴ καπνίζει.
Βράδυ,
κοιμᾶται τώρα· * πύλη καὶ βένθος κι’ ὄναρ,
ἀνεδομήθ’
ἡ κτίσις, * ξέφωτο δασοτόπι.
Θωρεῖ
τὸν ἑαυτό της, * σ’ ἀρχαῖο βωμὸν ἀπάνω
ἐνήδονη
γυμνότης, * γύρω δαυλοὶ ἀναμμένοι.
Θαμπὰ
τὰ πρόσωπά των, * ἀνέγνωροι ἄντρες, ξένοι,
ζευγάρια
χέρια πλήθια * λαίμαργα τὴν ἀγγίζουν.
Κάθε
γραμμὴ καὶ τόπος, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι
ξάφνου
σκουριὰ καὶ πέφτει, * νηὰ σάρκα ἀναδυέται.
Ἡ
ἁγνότης καταλυέται, * τραβιοῦνται ὁμοῦ τὰ χέρια,
γύρω
οἱ δαυλοὶ σβησμένοι, * μὰ ἐρωτοστράφτει μόνη…
Τοῦ
πρωινοῦ οἱ ἥσκιοι, * χέρια ἡλιοκαμμένα,
ἀντρίκεια,
φλεβιασμένα * γαλήνια τὴν θωπεύουν.
Πλέον
ὁ χρησμὸς ἐδόθη, * τὸ κάλλος δικαιώθη,
στοῦ
ἔρωτος τὴν θέρμην * μέταλλο ὑγρὸ θὰ λειώσῃ.
Στῆς
πείρας τὸ ἀμόνι * θὰ τὸ ἀργάσουν σφῦρες
ἡρώων
καὶ σατύρων· * σπάθη χρυσῆ νὰ λάμψῃ.
Καὶ
σφίγγει τὸ κορίτσι * στὰ στήθη τὸ σεντόνι·
κεῖνο
πίνει τὴν ἅψι, * τὴν δρόσο καὶ τὸ μύρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου