Ποίημα
τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Τόπος
κρυφὸς καὶ γαληνός, τ’ ἀντίκρυσα μέσ’ ἀπὸ ἐκεῖ
ὅπου
τὸ δάσος τὸ παληὸ λειβάδι μισοαρπάζει.
Σ’
ὅλες τὲς δόξες τοῦ δειλιοῦ ἀναμεσὶς ν’ αὐγάζῃ -
πρῶτον
ἀχνό, μὰ μὲ θωριὰ ποὺ ἀργοδυνάμωνε λαμπρή.
Νύχτα,
καὶ τὸ ἔρμο φαροφῶς, μὲ κεχριμπάρινη χροιά,
τὴν
ὅρασί μου ἐρέθισεν ὡς μὴ ἄλλοτ’ ἰδωμένο·
τὸ
ἄστρο τὸ ἑσπερινό – μὰ χιλιαυγατισμένο
σὰν
πειότερο στοιχειωτικὸ μὲς στὴν σιωπή, στὴν μοναξιά.
Χάραξ’
εἰκόνες ξενικὲς ἐπὶ τοῦ τρέμιου ἀέρος –
θύμησες
σκόρπιες ποὺ διαρκῶς μοῦ ἐγιόμιζαν τοὺς ὀφθαλμούς –
πύργους
καὶ κήπους ἀχανεῖς· πέλαγ’ ἀνοίκεια κι’ οὐρανοὺς
μιᾶς
φευγαλέας θολῆς ζωῆς – δὲν ξεύρω νὰ εἴπω μέρος.
Μὰ
ξεύρω πειά, οἱ ἀχτῖδες του ποὺ τ’ ἀστροχάη δρομοῦσαν
ἀπ’
τὴν χαμένη, μακρυνή, πατρίδα μου ἐκαλοῦσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου