Ποίημα
τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Οἱ
ἀσημένιες σάλπιγγες στὸν Τροῦλλον ἀντηχῆσαν:
Ὁμοῦ
τὸ πλῆθος καταγῆς γονάτισ’ ὅλον δέος:
Κι’
εἶδα στὸν τράχηλον ἀνδρῶν νὰ φέρεται μὲ κλέος
τῆς
Ῥώμης ὁ Ἅγιος Κύριος, τρανὸς Θεὸς λὲς κι’ ἦταν.
Ἱερόπρεπος,
ῥᾶσο λευκὸ πλέον τ’ ἀφροῦ φοροῦσε,
κι’
ἀπάνω, βασιλόπρεπος, πορφυροτυλιγμένος,
τιάρα
χρυσῆ τρικόρωνη καὶ ὑψηλὴ ἐστεμμένος:
Ἐν
μεγαλείῳ κι’ ἐν φωτὶ ὁ Πάπας προσπερνοῦσε.
Πίσω
ἡ καρδιά μου γλίστρησε τῶν χρόνων τὰ ἔρμα πλάτη
σ’
Ἕναν γύρω ἀπὸ θάλασσα κλειστὴ ποὺ ἐπλανήθη,
κι’
ὅπου ματαίως γύρευε τόπους νὰ ἡσυχάζῃ:
«Λαγούμι
ἔχ’ ἡ ἀλεπού, κάθε πουλὶ φωληάζει,
εἷς,
μόνος, πρέπει νὰ γυρνῶ κι’ ὁ ἀναπαημὸς μ’ ἀρνήθη,
κι’
ἔχω τὰ πόδια μελανά, κρασὶ ἁρμυρὸ μὲ δάκρυ».
Φωτογραφία:
Napoleon Sarony
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου