Εἰς τὴν
ἀσπιλουργὸν
σοθ’
Γοργὴ μετράω τὴν βροχή, τὴ γῆ ὡς καταξεπλένει,
γοργότερον τ’ ἀγέρι λέω, τὰ σύγνεφα ὡς σαρώνει,
γοργότατον τ’ Ἄστρον θωρῶ, τὰ μαῦρα ὡς σκορπολύει,
ἀμὴ ἐσύ, Ταπείνωσι, πάντων ἡ γοργοτέρα.
Τρῦπα εἰς τὸ μάταιον ἂν βρῇς, ῥωγμὴν εἰς τὴν περφάνεια,
σπίλους καὶ στίγματα ῥουφᾷς, κηλῖδες τὲς παστρεύεις,
καὶ τὴν ψυχὴ λευκοφορεῖς, τὸν νοῦ καθαροντύνεις·
σύ, ἡ σοφὴ ἀσπιλουργός.
Ἐν Μακεδονίᾳ
«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου» ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΥ. ΣΑΡΡΗΣ
Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024
Εἰς τὴν ἀσπιλουργὸν
Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024
MADONNA MIA
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Κρινοκόριτσο, στὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν ταιριάζει,
καστανὰ μαλλιὰ μετάξι, ὣς τ’ αὐτιὰ σφιχτοπλεγμένα,
μάτια πεθυμιᾶς μὲ δάκρυα λήθαργου μισοφραγμένα,
σὰν τὸ πειὸ γαλάζιον ὕδωρ, πίσω ἀπὸ βροχὴ ὡς φαντάζει:
Μάγουλα χλωμὰ ποὺ ἀκόμη ἔρως δὲν τὰ κηλιδώνει,
χείλι κόκκινο ἀπ’ τὸν φόβο τῆς ἀγάπης ῥουφηγμένο,
τόσο ἄσπρο λαιμὸ δὲν ἔχει περιστέρι τ’ ἀσημένιο,
ποὺ στ’ ἀχνὸ τὸ μάρμαρό του μαβιὰ φλέβα σκαρφαλώνει.
Καίτοι τὰ ἰδικά μου χείλη θὰ ἐξυμνοῦν την δίχως στάσι,
καὶ τὰ πόδια της ἀκόμη νὰ φιλήσω δὲν θὰ ἐτόλμουν,
τὰ φτερὰ τοῦ δέους βαστοῦν με στῆς σκιᾶς των τὴν ἁψῖδαν·
ὅπως καὶ τὸν Δάντη, ὅταν μὲ τὴν Βεατρίκη ἐστάθη
κάτω ἀπ’ τοῦ φλεγομένου Ληονταριοῦ τὸ στέρνο, κι’ εἶδαν
τῆς Χρυσῆς Σκάλας τὴν θέα καὶ τοῦ Κρύσταλλου τοῦ Ἑβδόμου.
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024
Εἰς τὴν ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου
Εἰς τὴν
ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου
σοη΄
Τσυρίζει τὸ λουκάνικον, ψένεται εἰς τὸ τηγάνι,
κι’ ὁ κάτης δίχως νὰ καῇ μὲ τέχνην ἥρπαξέν το.
Ὁρμᾷ ἡ κυρὰ μαγείρισσα καὶ μυριοκαταριέται,
μὰ ὡς γοργοκρύφτ’, ἡσκιοστοιχειόν, ἔδωκε τὸ χαλάλι.
«Ν’ ἁρπάχνῃς, κάτη, φύσις σου, ν’ ἀγρεύῃς μαστοριά σου,
κι’ ὅντες ποντίκια μοῦ φελᾷς κι’ ὅντες μεζὲ κακοῦργος;»
»Πανάθεμά σε!» γέλασεν…
Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024
Εἰς τὸ σπασμένον ποτήρι
Εἰς τὸ
σπασμένον ποτήρι
σοζ΄
Γυαλί, ποτήρι σ’ ἔκαμαν, νὰ πίνουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κι’ ἐγιόμιζά σε κι’ ἔπινα, γευόμην, ξεδιψοῦσα,
καὶ νῦν ἐστρώθης καταγῆς σκορπιοκομματιασμένο.
Τέτοιος ἔνι ὁ θάνατος, θαῤῥῶ κι’ ὁ μέγας ἔρως·
πρὶν εἶχες χρῆσι καὶ μορφή, μορφὴ καὶ χρῆσι οὐκ ἔχεις,
καὶ πάλι ἀστράφτεις γυάλινο, δίχως μορφὴν οὐσία.
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024
In the Gold Room - A Harmony
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Τὰ φιλντισένια χέρια της σὲ πλῆκτρα φιλντισένια
σὲ φαντασία μεταβλητὴ γλιστροῦν καὶ ξεστρατίζουν,
ὅπως στὶς λεῦκες, τὰ δεντρά, ἡ λάμψις ἡ ἀσημένια
ὅταν τ’ ἀχνόχροα φύλλα των ἀργόσυρτα θροΐζουν,
ἢ ὅπως ὁ ἐπιπλέων ἀφρὸς εἰς πέλαο τρικυμίζον
δόντια ὡς δείχνουν τὰ κύματα σ’ ἀγέρια φουσκωμένα.
Πέφτουν χρυσᾶ της τὰ μαλλιὰ στὸν χρυσωμένο τοῖχο
ὅπως τ’ ἁβρὸ ἀραχνόπεπλο μπλέκεται ὑφασμένο
ἐπάνω εἰς τοῦ κατιφὲ τὸν στιλβωμένο δίσκο,
ἢ ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸ ἡλιόφως πάει γερμένο
ὅταν κυανόμαυρης νυχτιᾶς τὸ σκότος πειὰ εἶν’ ληγμένο,
καὶ σκέπῃ φωτοστέφανο τοῦ κρινακίου τὸν μίσχο.
Κι’ ἡδύ, ἐρυθρὸ τ’ ἀχείλι της στ’ ἀχείλι μου σφιγμένο
καίγει ὡς ἡ ῥουμπινόχρωμη φωτιὰ ποὺ εἶν’ ἀναμμένη
σὲ βαθυκόκκινου ἱεροῦ λυχνάρι κρεμασμένο,
ἢ ὡς τοῦ ῥοδιοῦ οἱ λαβωματιὲς ποὺ ὁ χυμός του βγαίνει,
ἢ ὅπως τοῦ λωτοῦ ἡ καρδιά, ὁγρὴ καὶ βουτηγμένη
στοῦ ῥοδοκόκκινου κρασιοῦ τὸ αἷμα τὸ χυμένο.
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024
TÆDIUM VITÆ
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Τὴν νηότη μου μ’ ἀπόγνωσης μαχαίρια νὰ καρφώνω,
τούτου τ’ ἀσήμαντου καιροῦ ζωηρὴ λιβρέα νὰ φορῶ,
ν’ ἀφήνω ἀπ’ τὸ ταμεῖο μου νὰ κλέβῃ χέρι ποταπό,
μὲ τὰ μαλλιὰ μιᾶς γυναικὸς ψυχή μου νὰ σ’ ἑνώνω,
κι’ ἁπλῶς νὰ κάμνω τὸν λακέ, τῆς Τύχης, ἱπποκόμο,
ὀμνύω πὼς δὲν τ’ ἀγαπῶ! Τοῦτα πειὸ κάτω θεωρῶ
κι’ ἀπ’ τὸν ἐπὶ τὴν θάλασσα κυματιστὸν ἀρηὸν ἀφρό,
κι’ ἀπ’ τὸν τοῦ θέρους χνουδανθὸ στοῦ ἀγεριοῦ τὸν δρόμο
ποὺ εἶν’ ἄσπορος: Καλύτερα νὰ μείνω ξένο σῶμα,
μακριὰ ’π’ ἀνόητους διαβολεῖς ποὺ μοῦ χλευάζουν τὴν ζωὴ
κι’ ἂς μὴν μὲ ξεύρουν, προτιμῶ τὸ πειὸ ἀχαμνὸ τὸ δῶμα
πρεπὸ γιὰ τὸν πειὸ ἄθλιον χωριάτη νά ’χῃ στρῶμα,
παρὰ ξανὰ μὲς στὴν βραχνὴ σπηληὰ τῆς σύγκρουσης, ποὺ κεῖ
ψυχή μου ἁγνὴ πρωτάγγιξες τῆς ἁμαρτίας τὸ στόμα.
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024
TRISTITÆ
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, τὸ
δ’ εὖ νικάτω
Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ὅπου ζῆ ἀναπαυτικὰ
μὲ πλῆθος μάλαμμα ἐντὸς κτήσης τρανῆς,
μήτε πιτσύλισμα προσέχει τῆς βροχῆς,
τὸ νὰ σωριάζωνται τοῦ δάσους τὰ δεντρά.
Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει ζυμωθῆ
μὲ τὲς ὠδῖνες ἀπ’ τῆς πείνας τὸν καιρό,
μ’ ἕναν πατέρ’ ἀπ’ ἔγνοια, δάκρυα, ψαρό,
μὲ μιὰ μητέρα ποὺ ὅλο κλαίγει μοναχή.
Ὅμως καλῶς στὸν ποὺ τὸ πόδι του πατᾷ
μόχτου κι’ ἀπάλης τὴν κοπιαστικὴν ὁδό,
μὰ μὲ τοῦ βιοῦ του τοὺς καημοὺς γιὰ ὑλικὸ
σκάλες σηκώνει νά’ ρθῃ στὸν θεὸ σιμά.
VITA NUOVA
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Ἐστάθην μπρὸς στῆς θάλασσας τὸ ἄπιωτο κρασὶ
ὥσπου μαλλιὰ καὶ πρόσωπον τ’ ὁγρὸ κῦμα μουσκεύει·
οἱ κόκκινες μακρὲς φωτιὲς τῆς μέρας ποὺ τελεύει
καῖγαν στὴν δύσι· τ’ ἄνεμου ὁ αὐλὸς μουντὰ ν’ ἀχῇ·
κι’ οἱ φασαριόζοι γλάροι στὴν στερηὰ εἶχαν χαθῆ:
«Ἀλί!» κραυγάζω, «Ὁ βίος μου στὸν πόνο ἔχει πλεύσει,
καὶ ποιὸς στάρι χρυσὸ ἢ καρπὸ δύνεται νὰ συλλέξῃ
’πὸ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους ἀγροὺς ποὺ ὠδίνουν ἐς ἀεί!»
Χαῖναν πλατιὰ τὰ δίχτυα μου, τρῦπες, ψεγάδια πλήθια,
ὡστόσο τὰ ἐπέταξα ὡς τὴν στερνὴ ῥιξιά μου
ἐντὸς θαλάσσης, κι’ ἔπειτα τὸ τέλος καρτερῶ.
Ὅταν ἰδού! Μιὰ αἰφνίδια λαμπρότης! Κι’
εἶδ’ ἀλήθεια
μέσ’ ἀπὸ τὰ μαυρόνερα, βάσαν’ ἀλλοτινά μου,
λευκῶν μελῶν ν’ ἀνέρχεται τὸ θάμπος τ’ ἀργυρό!
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024
AVE MARIA GRATIA PLENA
Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Ὥστε ἡ ἔλευσί Του αὐτή! Νὰ ἰδῶ ἤλπιζα πάλι
σκηνὴ δόξης θεσπέσιας, ὡς ἔχουν διηγηθῆ
γιὰ κάποιονε τρανὸ Θεὸ ποὺ ὡσὰν χρυσῆ βροχὴ
διέῤῥηξε σιδεριὲς βαρειὲς κι’ ἔλουσε τὴν Δανάη:
Ἢ ἕνα θέαμα φριχτὸν ὡς ὅταν ἡ Σεμέλη,
ἀπὸ ἀγάπην ἄῤῥωστη κι’ ἄσβεστη πεθυμιά,
εὐχήθη τὸν Θεὸ νὰ ἰδῇ καθάριον, κι’ ἡ φωτιὰ
ξετέλεψέ τη ἁρπάζοντας τὰ καστανά της μέλη:
Μ’ ὄνειρα τέτοια χαρωπὰ τὸν ἅγιο ἔψαξα τόπο,
καὶ νῦν μὲ μάτια καὶ καρδιὰ γιομᾶτα θᾶμμα στέκω
μὲ τῆς Ἀγάπης τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀντικρυστά:
Κάποιο κοράσι ἐν γόνασι χλωμὸ μὲ δίχως πόθο,
κι’ ἄγγελον εἰς τὸ χέρι του κρίνο νὰ φέρῃ βλέπω,
κι’ ἀπάνωθέ των ζάλευκα Περιστεριοῦ φτερά.