Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ φιλόσοφος


Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ φιλόσοφος

σπα΄

Ὠρέχτη λόγια ὁ Διγενὴς καὶ στρώνει φαγοπότιν·
τ’ ἀρχοντολόγι ἐκάλεσε κι’ εἰς τοὺς ἀκρίτας πέμπει,
τάβλες κερνᾷ νὰ μοσχοφᾶν, κοῦπες νὰ γλυκοπιοῦσιν,
στεῤῥὰ θρονιὰ νὰ κάθωνται κι’ ὧρες ν’ ἀντιμιλοῦσιν.
Παράχειλ’ ἅπαξ σήκωσαν, γιομᾶτα τρὶς ὑψώνουν,
κι’ ἕξι ἀδειάζουν ξέχειλα κι’ ἀθθιβολὴν ἐπλέξαν.
Πρῶτον ἱστόρησαν ἀντρειές, φηγήθηκαν πολέμους,
κατόπι ὑμνῆσαν ἔμμορφες κι’ ἔρωτες ἐπαινέψαν,
γιὰ τέρατα ἔπειτα ξηγοῦν, γιὰ θάμματα τοῦ κόσμου.
Περνιότουν γεῖς φιλόσοφος κι’ ἀρχαιοδιαβασμένος:
«Καλῶς τὸν κόσμον λέγομε, τὰ ἐντός του ἀνιστοροῦμε,
οὐδεὶς νὰ εἰπῇ πῶς ἔγινε, τὸ αἴτιον ὅπου ἐπλάστη,
κι’ ἂν ποίημα ἐκ τοῦ μηδενὸς ἢ ἂν πριχοῦ κάτ’ ἦτον.
Κι’ ἂν ἦτον κάτι στὰ πριχοῦ, χάος μὲ δίχως τάξι,
ὀρθὸν θαῤῥῶ το, στέργω το, κηρύττω κι’ ἐννοῶ το.
Τέλειος ἔνι ὁ θεός, ὁ μέγας νοικοκύρης,
καὶ τ’ ἄτακτα δὲν ἀγαπᾷ, τ’ ἀτάσθαλα δὲν θέλει,
τοῦ χάους τὴν ζύμην ἔλαβε κι’ ὡρηόπλασέ την κόσμον,
κι’ ἐγιόμισέ τον μὲ ψυχὴν καὶ νοῦ νὰ κυβερνᾷ τον,
κι’ ἐπρόσταξέ τον νὰ γυρνᾷ ὡσόταν λήξῃ ὁ χρόνος.
Ἀμ’ ἂν ἐγίνη ἐκ μηδενός, γιὰ ὀρθὸν δὲν ἐννοῶ το.
Τέλειος ἔνι ὁ θεός, στὸν ἑαυτόν του μένει,
τὰ πάντα ἐντὸς ἐνέχει τα κι’ εἰς δόξα αἰώνια φαίνει,
γιατί νὰ φτειάσῃ ἀπ’ τὸ μηδέν, ἡ αἰτία νὰ ποιήσῃ;
Ἂν δὲν μορφώσῃ τ’ ἀτελές, τ’ ἄσκημο ἂν δὲν κοσμήσῃ,
σκότη γιατί νὰ πελεκᾷ κι’ ἥσκιους νὰ ζωντανεύῃ;
Μὴν ἔνι τίποτες παιδὶ στοὺς ἄμμους νὰ πυργώνῃ;
Μὸν λέγω καθ’ ὁμοίωσιν τὸ χάος περατώνει…»
Τὸ μάζωμμα ὅντες σχόλασε κι’ ἀπόμεινεν ἀτός του,
τὰ ὡμίλησ’ ὁ φιλόσοφος ὁ Διγενὴς ἐμέτρα·
εἰσέβη ἔρμος στὴν κάμαρην, ἔστρωσε τὸ πευκίν του,
κι’ ἀπάνω ἐγονάτισε νὰ εἰπῇ τὴν προσευχήν του,
κι’ ὡς λέγει τὰ «Πάτερ ἡμῶν» τὸν Κύριον ἠρώτα:
«Πλάστη μας, γυιὲ τῆς Παναγιᾶς, Χριστέ, ὁ ἐσταυρώθης,
τὰ ἐκήρυξ’ ὁ φιλόσοφος πολλὰ ἐθόλωσάν με.
Ξεύρω νὰ κρούγω τὸ σπαθὶ καὶ νὰ μολνῶ σαγίττα,
νὰ παίζω τὸ κοντάριν μου, νὰ πηλαλῶ τὸν μαῦρο,
τ’ ἄῤῥητα κι’ ἅγια δὲν νογῶ, σοφίες δὲν κατέχω.
Τὸν παντογνώστη, Σέ, ῥωτῶ καὶ κάμω τὸν σταυρό μου,
Χριστέ, γιατί μᾶς ἔπλασες; Ποιά ἡ ἀφορμὴ τοῦ κόσμου;»
Κι’ εὐθὺς ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀσημοκουκλωμένη,
λὲς κι’ ἔδωκεν ἀπόκρισι, στράφτει λαλιὰ στὸ νοῦ του.
«Εἰμὶ Ἀγάπη, Διγενή, κι’ ἐντός Της δὲν χωράει,
τὸ πᾶν ἐντός Της, λεύτερο, νὰ ὑπάρξῃ ἀγαπάει,
ἡ Ἀγάπη ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ Πᾶν αἰὲν γεννάει».




Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Night-Gaunts


 











Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Νὰ πῶ δὲν ξεύρω, σέρποντας ἀπὸ ποιὰ βγαίνουν κρύπτη,
μὰ ὄντα εὔκαμπτα θωρῶ κάθε νυχτιᾶς τὴν ὥρα,
μεμβρανοφτέρουγα κιἰσχνὰ καὶ μαῦρα, κερασφόρα,
μοὐρὲς πόχουν διχαλωτή, σὰν τῆς κολάσεως, μύτη.

Φουσσᾶτα φτάνουν στοῦ βοριᾶ τὴν φουσκωμένη πλάτη,
μἄσεμνο σφιχταγκάλιασμα ὁποὺ τσιμπᾷ, ἐρεθίζει,
ἁρπάχνοντάς με γιὰ φριχτὸ ταξείδεμμα ποὺ ἀρχίζει
πρὸς γκρίζους κόσμους πο εἶνβαθιὰ στὸ φρέαρ τοῦ ἐφιάλτη.

Τὶς πριονωτὲς κορφὲς τοῦ Θὸκ σαρωτικὰ περνᾶνε,
ἐνῷ ἀγνοοῦν κάθε φωνὴ ποὺ μοῦχει ἀπομείνει,
καὶ μέσῳ τῶν κάτω ὀπῶν στὴν βρωμερὴ τὴν λίμνη
ποὺ σὕπνο ἀβέβαιο φουσκωτὰ σογγὸθ τσαλαβουτᾶνε.

Ὅμως ἀλί! Κάποια μιλιὰ μονάχα ἂς ἠχοῦσαν,
στῶν προσώπων τὴν μεριὰ πρόσωπα νὰ φοροῦσαν
!

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Εἰς τὸν Λόγον

Εἰς τὸν Λόγον

σπ΄

Καιροὺς αὐτολογιόμουνα τρισπέρφανο ληοντάρι,
βρουχιόμουν «Εἶμαι λεύτερος, δὲν προσκυνῶ κἂν ἕναν,
δὲν σκύβω μήτε εἰς τὸν θεόν, οὕτως ἐποίησέν με».
Καὶ νῦν ὁ καταγέλαστος, καὶ νῦν τ’ ἄδειο κουφάρι,
δεσμά Σου ἀτός μου ἐντύθηκα, τὲς ἅλυσές Σου ἐζώστην,
κι’ ὁλόκορμα τὲς κουβαλῶ κι’ ὁλόψυχα φορῶ τες,
κι’ ὁλόνοα τὲς ἐξυμνῶ κι’ ὁλόκαρδ’ ἀγαπῶ τες,
καὶ μ’ ὀνομάζω δοῦλον Σου κι’ αὐθέντη μου καλῶ Σε.
Οὕτως εἰμὶ ἐλεύθερος: (Λέξεις καὶ πάλι λέξεις)
Τὸ τίποτα τοῦ γίγνεσθαι στὴν ἄγκυρα τοῦ εἶναι.


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

The House of Judgment


 









Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ


Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως, καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἦλθε γυμνὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ σὺ ἐπέδειξες βαναυσότητα εἰς ὅσους εἶχαν χρεία βοηθείας, καὶ πρὸς ὅσους ἐστεροῦντο ἀρωγῆς ἐστάθης πικρόχολος καὶ σκληρόκαρδος. Οἱ πτωχοὶ σὲ ἐφώναξαν καὶ σὺ μήτε ποὺ ἀγροίκησες, καὶ τὰ ὦτα σου ἐκράτησες κλειστὰ εἰς τὴν κραυγὴ τῶν πεπληγμένων Μου. Τὴν κληρονομίαν τῶν ὀρφανῶν ἅρπαξες διὰ ὄφελός σου, καὶ ἀπέστειλες τὲς ἀλεποῦδες ἐντὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ γείτονός σου. Σὺ ἅρπαξες τὸ ψωμὶ τῶν παιδίων καὶ ἔδωκές το εἰς τοὺς κύνες νὰ φάγουν, καὶ τοὺς λεπρούς Μου ὅπου ἐζοῦσαν εἰς τὰ ἕλη, καὶ ἦσαν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐξυμνοῦσαν Με, ὡδήγησες ἔξω κι’ ἐπάνω εἰς τὲς ὁδούς, καὶ εἰς τὴν ἰδική Μου γῆ ἐκ τῆς ὁποίας σὲ ἔπλασα ἔχυσες ἀθῷον αἷμα».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ πάλιν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ τὸ Κάλλος ὅπου ἐφανέρωσα σὺ τὸ ἐζήτησες, καὶ τὸ Ἀγαθὸν ὅπου ἀπέκρυψα σὺ τὸ ἀγνόησες. Οἱ τοῖχοι τῆς κάμαρής σου ἦσαν ζωγραφισμένοι μὲ εἰκόνες, καὶ ἀπὸ τὴν κλίνη τῶν βδελυγμάτων σου ἠγέρθης μὲ τὸν ἦχο τῶν αὐλῶν. Σὺ ἀνήγειρες ἑπτὰ βωμοὺς εἰς τὲς ἁμαρτίες ὅπου ὑπέφερα, καὶ ἔφαγες ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φαγωθῇ, καὶ ἡ πορφύρα τοῦ ἐνδύματός σου ἦτο κεντημένη μὲ τὰ τρία σύμβολα τῆς αἰσχύνης. Τὰ εἴδωλά σου δὲν ἦσαν μήτε ἀπὸ χρυσὸν μήτε ἀπὸ ἄργυρον ὅπου διαρκοῦν, παρὰ ἐκ σαρκὸς ὅπου θνήσκει. Σὺ ἐλέρωσες τὰ μαλλιά των μὲ ἀρώματα καὶ ἔθεσες ῥόδια εἰς τὰ χέρια των. Σὺ ἐλέρωσες τὰ πόδια των μὲ ζαφορὰ καὶ ἅπλωσες χαλιὰ ἐμπροστά των. Μὲ ἀντιμόνιον ἐλέρωσες τὰ βλέφαρά των καὶ τὰ σώματά των ἄλειψες μὲ σμύρνα. Καὶ προσκύνησες ἀτός σου ἀπολύτως ἐνώπιόν των, καὶ οἱ θρόνοι τῶν εἰδώλων σου ἐστήθηκαν εἰς τὸν ἥλιον. Σὺ ἔδειξες εἰς τὸν ἥλιον τὴν αἰσχύνη σου καὶ εἰς τὴν σελήνη τὴν παραφροσύνη σου».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ διὰ τρίτη φορὰν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Κακὸς ὑπῆρξεν ὁ βίος σου, καὶ μὲ κακὸν ἀνταπέδωσες τὸ καλό, καὶ μὲ ἀδικοπραγία τὴν καλωσύνη. Τὰ χέρια ὅπου σ’ ἔθρεψαν σὺ τὰ ἐλάβωσες, καὶ τὰ στήθη ὅπου σ’ ἐθήλασαν σὺ τὰ περιφρόνησες. Ἐκεῖνος ὅπου ἦλθεν εἰς σὲ μὲ ὕδωρ ἔφυγε διψῶντας, καὶ τοὺς παρανόμους ὅπου σ’ ἔκρυψαν εἰς τὲς σκηνές των ἐν νυκτὶ σὺ τοὺς ἐπρόδωσες πρὶν τὴν αὐγή. Τὸν ἐχθρό σου ὅπου σοῦ ἔδειξεν ἔλεος σὺ τὸν ἐπαγίδευσες μὲ ἐνέδρα, καὶ τὸν φίλον ὅπου ἐβαδίσατε ὁμάδιν σὺ τὸν ἐπώλησες διὰ ἀντίτιμον, καὶ εἰς ὅσους σοῦ προσέφεραν Ἀγάπη σὺ ἀντιγύριζες πάντα Λαγνεία».
 

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ ὁ Θεὸς ἔκλεισε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ εἶπεν, «Μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι. Τῷ ὄντι εἰς τὴν Κόλασι θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι εἰς τὴν Κόλασιν ἀείποτες ἐζοῦσα», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.

Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα κενὸν ὁ Θεὸς ὡμίλησεν, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ἐφ’ ὅσον δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο. Τῷ ὄντι εἰς τὸν Παράδεισο θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι οὐδέποτε, καὶ ἐν οὐδενὶ τόπῳ, ἤμουν ἱκανὸς νὰ τὸν φανταστῶ», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.


Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὴν ἀσπιλουργὸν

Εἰς τὴν ἀσπιλουργὸν

σοθ’

Γοργὴ μετράω τὴν βροχή, τὴ γῆ ὡς καταξεπλένει,
γοργότερον τ’ ἀγέρι λέω, τὰ σύγνεφα ὡς σαρώνει,
γοργότατον τ’ Ἄστρον θωρῶ, τὰ μαῦρα ὡς σκορπολύει,
ἀμὴ ἐσύ, Ταπείνωσι, πάντων ἡ γοργοτέρα.
Τρῦπα εἰς τὸ μάταιον ἂν βρῇς, ῥωγμὴν εἰς τὴν περφάνεια,
σπίλους καὶ στίγματα ῥουφᾷς, κηλῖδες τὲς παστρεύεις,
καὶ τὴν ψυχὴ λευκοφορεῖς, τὸν νοῦ καθαροντύνεις·
σύ, ἡ σοφὴ ἀσπιλουργός.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

MADONNA MIA












Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ


Κρινοκόριτσο, στὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν ταιριάζει,
καστανὰ μαλλιὰ μετάξι, ὣς ταὐτιὰ σφιχτοπλεγμένα,
μάτια πεθυμιᾶς μὲ δάκρυα λήθαργου μισοφραγμένα,
σ
ὰν τὸ πειὸ γαλάζιον ὕδωρ, πίσω ἀπὸ βροχὴ ὡς φαντάζει:

Μάγουλα χλωμὰ ποὺ ἀκόμη ἔρως δὲν τὰ κηλιδώνει,
χείλι κόκκινο ἀπτὸν φόβο τῆς ἀγάπης ῥουφηγμένο,
τόσο ἄσπρο λαιμὸ δὲν ἔχει περιστέρι τἀσημένιο,
ποὺ στἀχνὸ τὸ μάρμαρό του μαβιὰ φλέβα σκαρφαλώνει.

Καίτοι τὰ ἰδικά μου χείλη θὰ ἐξυμνοῦν την δίχως στάσι,
καὶ τὰ πόδια της ἀκόμη νὰ φιλήσω δὲν θὰ ἐτόλμουν,
τὰ φτερὰ τοῦ δέους βαστοῦν με στῆς σκιᾶς των τὴν ἁψῖδαν·

ὅπως καὶ τὸν Δάντη, ὅταν μὲ τὴν Βεατρίκη ἐστάθη
κάτω ἀπτοῦ φλεγομένου Ληονταριοῦ τὸ στέρνο, κιεἶδαν
τ
ῆς Χρυσῆς Σκάλας τὴν θέα καὶ τοῦ Κρύσταλλου τοῦ Ἑβδόμου
.


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὴν ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου

 Εἰς τὴν ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου

σοη΄

Τσυρίζει τὸ λουκάνικον, ψένεται εἰς τὸ τηγάνι,
κι’ ὁ κάτης δίχως νὰ καῇ μὲ τέχνην ἥρπαξέν το.
Ὁρμᾷ ἡ κυρὰ μαγείρισσα καὶ μυριοκαταριέται,
μὰ ὡς γοργοκρύφτ’, ἡσκιοστοιχειόν, ἔδωκε τὸ χαλάλι.
«Ν’ ἁρπάχνῃς, κάτη, φύσις σου, ν’ ἀγρεύῃς μαστοριά σου,
κι’ ὅντες ποντίκια μοῦ φελᾷς κι’ ὅντες μεζὲ κακοῦργος;»
»Πανάθεμά σε!» γέλασεν…


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὸ σπασμένον ποτήρι

Εἰς τὸ σπασμένον ποτήρι

σοζ΄

Γυαλί, ποτήρι σ’ ἔκαμαν, νὰ πίνουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κι’ ἐγιόμιζά σε κι’ ἔπινα, γευόμην, ξεδιψοῦσα,
καὶ νῦν ἐστρώθης καταγῆς σκορπιοκομματιασμένο.
Τέτοιος ἔνι ὁ θάνατος, θαῤῥῶ κι’ ὁ μέγας ἔρως·
πρὶν εἶχες χρῆσι καὶ μορφή, μορφὴ καὶ χρῆσι οὐκ ἔχεις,
καὶ πάλι ἀστράφτεις γυάλινο, δίχως μορφὴν οὐσία.


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

In the Gold Room - A Harmony

 












Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὰ φιλντισένια χέρια της σὲ πλῆκτρα φιλντισένια
σὲ φαντασία μεταβλητὴ γλιστροῦν καὶ ξεστρατίζουν,
ὅπως στὶς λεῦκες, τὰ δεντρά, λάμψις ἀσημένια
ὅταν τἀχνόχροα φύλλα των ἀργόσυρτα θροΐζουν,
ὅπως ἐπιπλέων ἀφρὸς εἰς πέλαο τρικυμίζον
δόντια ὡς δείχνουν τὰ κύματα σἀγέρια φουσκωμένα.

Πέφτουν χρυσᾶ της τὰ μαλλιὰ στὸν χρυσωμένο τοῖχο
ὅπως τἁβρὸ ἀραχνόπεπλο μπλέκεται ὑφασμένο
ἐπάνω εἰς τοῦ κατιφὲ τὸν στιλβωμένο δίσκο,
ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸ ἡλιόφως πάει γερμένο
ὅταν κυανόμαυρης νυχτιᾶς τὸ σκότος πειὰ εἶνληγμένο,
καὶ σκέπῃ φωτοστέφανο τοῦ κρινακίου τὸν μίσχο.

Κιἡδύ, ἐρυθρὸ τἀχείλι της στἀχείλι μου σφιγμένο
καίγει ὡς ῥουμπινόχρωμη φωτιὰ ποὺ εἶνἀναμμένη
σὲ βαθυκόκκινου ἱεροῦ λυχνάρι κρεμασμένο,
ὡς τοῦ ῥοδιοῦ οἱ λαβωματιὲς ποὺ χυμός του βγαίνει,
ὅπως τοῦ λωτοῦ καρδιά, ὁγρὴ καὶ βουτηγμένη
στοῦ ῥοδοκόκκινου κρασιοῦ τὸ αἷμα τὸ χυμένο
.


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

TÆDIUM VITÆ


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὴν νηότη μου μἀπόγνωσης μαχαίρια νὰ καρφώνω,
τούτου τἀσήμαντου καιροῦ ζωηρὴ λιβρέα νὰ φορῶ,
ν’
ἀφήνω ἀπτὸ ταμεῖο μου νὰ κλέβῃ χέρι ποταπό,
μ
τὰ μαλλιὰ μιᾶς γυναικὸς ψυχή μου νὰ σἑνώνω,

κι’
ἁπλῶς νὰ κάμνω τὸν λακέ, τῆς Τύχης, ἱπποκόμο,
ὀμνύω πὼς δὲν τἀγαπῶ! Τοῦτα πειὸ κάτω θεωρῶ
κιἀπτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσα κυματιστὸν ἀρηὸν ἀφρό,
κι’
ἀπτὸν τοῦ θέρους χνουδανθὸ στοῦ ἀγεριοῦ τὸν δρόμο

ποὺ εἶνἄσπορος: Καλύτερα ν μείνω ξένο σῶμα,
μακριὰπἀνόητους διαβολεῖς ποὺ μοῦ χλευάζουν τὴν ζωὴ
κιἂς μὴν μὲ ξεύρουν, προτιμῶ τ πειὸ ἀχαμνὸ τὸ δῶμα

πρεπὸ γιὰ τὸν πειὸ ἄθλιον χωριάτη νάχῃ στρῶμα,
παρὰ ξανὰ μὲς στὴν βραχνὴ σπηληὰ τῆς σύγκρουσης, ποὺ κεῖ
ψυχή μου ἁγνὴ πρωτάγγιξες τῆς ἁμαρτίας τὸ στόμα.