Χάρος καὶ Μαυροειδὴς


                   Χάρος καὶ Μαυροειδὴς

Θέ μου, καὶ τί νὰ γίνησα τοῦ κάστρου οἱ ἀντρειωμένοι;
Ἤτε σὲ γάμο φαίνονται, ἤτε σὲ μοιρολόϊ,
διάησα νὰ κουρσέψουσι τοῦ βασιλιᾶ τὸ κάστρο,
ὁπ' ἔχει τὴν πεντάμορφη καὶ μαυρομάτα κόρη,
ποὺ ὁ Μαυροειδὴς τὴν ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ τὴν πάρει.
Διάησα καὶ τὴν πήρασι, τὴ φέρνουν στὸ καράβι,
δόνουσι δρόμο καὶ κινοῦν καὶ φτάνουσι στὴ Μάνη,
πέρα στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ, στὴν ἄκρη τοῦ πελάου,
ὁπού' νιαι σπήλια καὶ γκρεμοὶ κι ἡ θάλασσά' ναι μαύρη,
καὶ κάστρο θεμελιώνουσιν ἀπάνου στὸ Τηγάνι.
Φέρουσιν ἀπὸ τὴν Φραγκιὰ τὸ σίδερο, τ' ἀτσάλι,
τὸ κρούσταλλο ἀπ' τὴ Βενετιὰ καὶ τὸ μαργαριτάρι,
κι ἀπὸ τὴν πόλη μάρμαρο, καὶ τὸ χρυσὸ ψαράκι,
κάνουσι πύργο γυάλινο, ἡ κόρη νά' ναι χώρια,
καὶ χωριστὸς βιγλάτορας τὴν κόρη νὰ φυλάει.
Τὸ κάστρο ἀποτελειώνουσι καὶ κλείνοντ' ὅλοι μέσα,
καὶ νά σου ὁ Χάρος ἔφτασε, ὁ μαῦρος καβαλάρης,
τὴν κόρη ἀναγυρεύοντα, τοῦ βασιλιᾶ τὴν πάρει,
κι ἀπὸ μακρυὰ τοὺς χαιρετᾶ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει.
-Καλῶς τὰ κάνετ' ἄρχοντες, καλῶς τὰ πολεμᾶτε.
-Καλῶς ὁρίζεις Χάρο μου, καλῶς τὴν ἀφεντιά σου.
Κάτσε νὰ φᾶς, κάτσε νὰ πιεῖς, κάτσε ν' ἀνιστορήσεις.
Χάρο μου, ποῦδεν ἔρχεσαι, γιὰ ποῦ θενὰ τραβήξεις;
-Ἐγὼ δὲν ἦρθα γιὰ φαΐ, οὔτε ν' ἀνιστορήσω,
μόν' ἦρθα τὴν πεντάμορφη τὴν κόρη γιὰ νὰ πάρω.
-Ἡ κόρη εἶναι στὸν πύργο της, ὁ Μαυροειδὴς τὴν ἔχει,
καὶ δὲ ζὲ τήνε δόνομε, ἂ δὲ μᾶς ἐνικήσεις,
τ' ἔχομε κάστρο δυνατό, κι εἴμαστε ἀντρειωμένοι.
Κι ὁ Χάρος, ὁποὺ τ' ἄκουσε, πολὺ τοῦ κακοφάνη,
καὶ βάνει ἄγρια τὴ φωνὴ καὶ θυμωμένος λέει.
-Ποιός ἔχει ἀτσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι;
Ποιός ἔχει στῆθος μάρμαρο, τὸ Χάρο νὰ νικήσει;
Κι ὁ Μαυροειδὴς σὰν τ' ἄκουσε, ποὺ ἦταν ἀπὰ στὸν πύργο,
τοῦ κακοφάνηκε πολύ, καὶ παρατᾶ τὴν κόρη,
καὶ κατεβαίνει θαρρετὰ καὶ χολιασμένος λέει.
-Ἐγώ' χου ἀτσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι,
ἐγώ' χου στῆθος μάρμαρο καὶ γὼ θὰ ζὲ νικήσου.
Χάρο, ἂν εἶσαι δυνατός, κι ἂν εἶσαι παλληκάρι,
ἔλα, πᾶ νὰ παλέψουμε, στὸ σιδερένιο ἁλώνι,
ὁπό' χει πάτο δυνατὸ καὶ γύρον ἀτσαλένιο.
Ἑφτὰ βολὲς ὁ Μαυροειδὴς ἐνίκησε τὸ Χάρο,
κι ἀπάνου στὶς ὀχτὼ βολὲς ὁ Χάροντας θυμώνει,
βάνει ὅλη του τὴ δύναμη, τὸ νέο ξαρματώνει,
κι ἀπ' τὰ μαλλιὰ τόνε τραβᾶ, χάμου τόνε ξαπλώνει.
-Ἄσε με, Χάρο, ἄσε με, τὶ ἐγὼ εἶμ' ἀντρειωμένος,
τώρα ποὺ μὲ ξαρμάτωσες, λογιοῦμαι νικημένος,
καὶ δὲν τὴ θέλου τὴ ζωὴ εἰς τὸν ἀπάνου κόσμο,
μόν' δεῖξε μου τὴ στράτα ζου, κι ἔρχομαι μὲ τὴν κόρη.
Κι ὁ Χάρος, ἀναμπαίζοντα, λέει τοῦ ἀντρειωμένου.
-Ποῦ 'ν' τ' ἀτσαλένιο ζου σπαθί, ποῦ' ναι τὸ βρακοζώνι;
Ποῦ 'ν' ἡ παλληκαρία σου στὸ σιδερένιο ἁλώνι;
Ποῦ' ναι τὰ στήθη μάρμαρο, τὸ Χάρο νὰ νικήσεις;
Φέρε τὴν κόρη ὀλήγορα, καὶ σὺ νὰ ἀγκλουθήσεις
τὴ στράτα τὴ θαλασσινή, πίζου μαϊτὰ μὴ ῥίξεις.
Μόν' βλέπε κεῖνο τὸ βουνό, κάτου στὸν πέρα κάβο,
μὲ τὰ γκρεμὰ καὶ τὶς σπηλιές, ποὺ ἡ θάλασσα τὸ δέρνει,
ἐκεῖ' ναι μένα ἡ στράτα μου, καὶ λίγο παρακάτω,
ἐκεῖ' ναι καὶ τὸ σπήλιο μου, ποὺ πάει στὸν κάτου κόσμο,
ποὺ πάει στὰ Τάρτατα τῆς γῆς, μὲ τοὺς ἀποθαμένους.
Κι ὅντες θὰ δεῖς τὴν πόρτα του, λαχτάρα θὰ ζὲ πχιάσει,
τὶ εἶν' ἀπομέσα σκοτεινὴ κι ἀπόξ' ἀραχνιασμένη,
μὲ τὰ κουφάρια τῶν ἀντρῶν εἶναι ὅλη χτισμένη,
μὲ τὰ μαλλιὰ τῶν κοριτσιῶν τὴν ἔχου σκεπασμένη.


ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ ΚΡΗΤΗΣ