Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ φιλόσοφος


Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ φιλόσοφος

σπα΄

Ὠρέχτη λόγια ὁ Διγενὴς καὶ στρώνει φαγοπότιν·
τ’ ἀρχοντολόγι ἐκάλεσε κι’ εἰς τοὺς ἀκρίτας πέμπει,
τάβλες κερνᾷ νὰ μοσχοφᾶν, κοῦπες νὰ γλυκοπιοῦσιν,
στεῤῥὰ θρονιὰ νὰ κάθωνται κι’ ὧρες ν’ ἀντιμιλοῦσιν.
Παράχειλ’ ἅπαξ σήκωσαν, γιομᾶτα τρὶς ὑψώνουν,
κι’ ἕξι ἀδειάζουν ξέχειλα κι’ ἀθθιβολὴν ἐπλέξαν.
Πρῶτον ἱστόρησαν ἀντρειές, φηγήθηκαν πολέμους,
κατόπι ὑμνῆσαν ἔμμορφες κι’ ἔρωτες ἐπαινέψαν,
γιὰ τέρατα ἔπειτα ξηγοῦν, γιὰ θάμματα τοῦ κόσμου.
Περνιότουν γεῖς φιλόσοφος κι’ ἀρχαιοδιαβασμένος:
«Καλῶς τὸν κόσμον λέγομε, τὰ ἐντός του ἀνιστοροῦμε,
οὐδεὶς νὰ εἰπῇ πῶς ἔγινε, τὸ αἴτιον ὅπου ἐπλάστη,
κι’ ἂν ποίημα ἐκ τοῦ μηδενὸς ἢ ἂν πριχοῦ κάτ’ ἦτον.
Κι’ ἂν ἦτον κάτι στὰ πριχοῦ, χάος μὲ δίχως τάξι,
ὀρθὸν θαῤῥῶ το, στέργω το, κηρύττω κι’ ἐννοῶ το.
Τέλειος ἔνι ὁ θεός, ὁ μέγας νοικοκύρης,
καὶ τ’ ἄτακτα δὲν ἀγαπᾷ, τ’ ἀτάσθαλα δὲν θέλει,
τοῦ χάους τὴν ζύμην ἔλαβε κι’ ὡρηόπλασέ την κόσμον,
κι’ ἐγιόμισέ τον μὲ ψυχὴν καὶ νοῦ νὰ κυβερνᾷ τον,
κι’ ἐπρόσταξέ τον νὰ γυρνᾷ ὡσόταν λήξῃ ὁ χρόνος.
Ἀμ’ ἂν ἐγίνη ἐκ μηδενός, γιὰ ὀρθὸν δὲν ἐννοῶ το.
Τέλειος ἔνι ὁ θεός, στὸν ἑαυτόν του μένει,
τὰ πάντα ἐντὸς ἐνέχει τα κι’ εἰς δόξα αἰώνια φαίνει,
γιατί νὰ φτειάσῃ ἀπ’ τὸ μηδέν, ἡ αἰτία νὰ ποιήσῃ;
Ἂν δὲν μορφώσῃ τ’ ἀτελές, τ’ ἄσκημο ἂν δὲν κοσμήσῃ,
σκότη γιατί νὰ πελεκᾷ κι’ ἥσκιους νὰ ζωντανεύῃ;
Μὴν ἔνι τίποτες παιδὶ στοὺς ἄμμους νὰ πυργώνῃ;
Μὸν λέγω καθ’ ὁμοίωσιν τὸ χάος περατώνει…»
Τὸ μάζωμμα ὅντες σχόλασε κι’ ἀπόμεινεν ἀτός του,
τὰ ὡμίλησ’ ὁ φιλόσοφος ὁ Διγενὴς ἐμέτρα·
εἰσέβη ἔρμος στὴν κάμαρην, ἔστρωσε τὸ πευκίν του,
κι’ ἀπάνω ἐγονάτισε νὰ εἰπῇ τὴν προσευχήν του,
κι’ ὡς λέγει τὰ «Πάτερ ἡμῶν» τὸν Κύριον ἠρώτα:
«Πλάστη μας, γυιὲ τῆς Παναγιᾶς, Χριστέ, ὁ ἐσταυρώθης,
τὰ ἐκήρυξ’ ὁ φιλόσοφος πολλὰ ἐθόλωσάν με.
Ξεύρω νὰ κρούγω τὸ σπαθὶ καὶ νὰ μολνῶ σαγίττα,
νὰ παίζω τὸ κοντάριν μου, νὰ πηλαλῶ τὸν μαῦρο,
τ’ ἄῤῥητα κι’ ἅγια δὲν νογῶ, σοφίες δὲν κατέχω.
Τὸν παντογνώστη, Σέ, ῥωτῶ καὶ κάμω τὸν σταυρό μου,
Χριστέ, γιατί μᾶς ἔπλασες; Ποιά ἡ ἀφορμὴ τοῦ κόσμου;»
Κι’ εὐθὺς ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀσημοκουκλωμένη,
λὲς κι’ ἔδωκεν ἀπόκρισι, στράφτει λαλιὰ στὸ νοῦ του.
«Εἰμὶ Ἀγάπη, Διγενή, κι’ ἐντός Της δὲν χωράει,
τὸ πᾶν ἐντός Της, λεύτερο, νὰ ὑπάρξῃ ἀγαπάει,
ἡ Ἀγάπη ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ Πᾶν αἰὲν γεννάει».