Εἰς φιλοσόφους
κα΄
Ἦτον ἡ ἀγνωσιὰ ἐμήρισσα τοῦ σκότους,
κι’ εἶχεν βιὸς περισσό, κτήματα τοὺς ἀνθρώπους.
Σκλαβιὰ δὲν βάσταγαν, τὲς ἅλυσες πριονίσαν,
σ’ ἀπάτητες κορφὲς τὴν ἀρετὴ γνωρίσαν.
Κι’ ἀπ' τὰ λημέρια ὁρμοῦν στὸν κάμπον κάθε
βράδυν,
νὰ κλέβουνε ψυχὲς ἀπ’ τὸ βαθὺ σκοτάδιν.